Εισαγωγή
Συνεχίζουμε και σήμερα με την ανάρτηση άρθρων -εργασιών, που σχετίζονται με θέματα Δημόσιας Ιστορίας. Η συγκεκριμένη εργασία έχει ως σκοπό να παρουσιάσει ένα χρονικό της ιστορικής εξέλιξης του ελληνικού Τύπου, από τη σύσταση του ελληνικού κράτους μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αι. Παράλληλα, θα ανιχνεύσουμε τις δυτικές επιρροές που δέχτηκε σε όλους τους τομείς (παρουσίαση/ σελιδοποίηση, θεματολογία, παραγωγή, διακίνηση) από τους πρωτοπόρους στο είδος.
Ο Τύπος στην προεπαναστατική (1784-1821) και επαναστατική περίοδο (1821-1828)
Καθώς ο 18ος αι. έβαινε προς το τέλος του δημιουργήθηκαν εκείνες οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που επέτρεψαν σε δυνάμεις του ελληνισμού που διαβιούσαν είτε εκτός οθωμανικής κυριαρχίας είτε σε μεγάλα οθωμανικά κέντρα να καλύψουν την ανάγκη για πληροφόρηση και επικοινωνία μέσω της έκδοσης δημοσιογραφικών φύλλων που είχαν ως στόχο την προετοιμασία του έθνους για την επερχόμενη επανάσταση.[1] Οι περισσότερες από αυτές τις εφημερίδες θα διακόψουν την κυκλοφορία τους με την έναρξη της επανάστασης, ενώ άλλες με τόπο έκδοσης σημαντικές για την έκβαση του Αγώνα περιοχές (Αθήνα, Ναύπλιο, Ύδρα, Μεσολόγγι) θα αρχίσουν να εκδίδονται. Τα κύρια θέματά τους στρέφονται κατά κύριο λόγο στα κυρίαρχα για την περίοδο στρατιωτικά, πολιτικά και διπλωματικά ζητήματα, χωρίς να παραβλέπονται και άλλοι τομείς, όπως η παιδεία αλλά και θέματα για την ελευθεροτυπία και τη διακυβέρνηση του κράτους.[2]
Ο Τύπος στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος (1828 -1863)
Η υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου (1828) θα σηματοδοτήσει την έναρξη της ελληνικής ανεξαρτησίας και του βίου του μικρού ελληνικού κράτους, που ήδη από το προηγούμενο έτος είχε επιλέξει για Κυβερνήτη τον Ιωάννη Καποδίστρια. Η περίοδος της επανάστασης δεν ήταν χωρίς «θύματα» για τον Τύπο, καθώς πολλές εφημερίδες διέκοψαν λόγω των συνθηκών την έκδοσή τους. Οι προσδοκίες ωστόσο για την ομαλή μετεπαναστατική λειτουργία του Τύπου γρήγορα διαψεύδονται, καθώς ο Καποδίστριας με το Ψήφισμα της 26ης Απριλίου 1831 θεσπίζει τον πρώτο νόμο καταστολής της ελευθεροτυπίας, με επαχθείς ποινές για τους παραβάτες. Οι βίαιες πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις της περιόδου που θα οδηγήσουν και στη δολοφονία του Κυβερνήτη αντανακλώνται στις εφημερίδες, με προεξάρχουσες την Ηώ και τον Απόλλωνα, που ο βραχύς και γεμάτος διώξεις βίος τους μαρτυρά τις συνθήκες λειτουργίας των «εφημεριδογράφων» της εποχής.[3]
Η νέα εποχή που εγκαινιάζεται με την έλευση του Όθωνα (1832) θα σημαδευτεί στο χώρο του Τύπου από την αύξηση των τίτλων που κυκλοφορούν. Παρά τους περιορισμούς που επιβάλλονται κατά τη διάρκεια της Αντιβασιλείας και της βασιλείας του Όθωνα στην ελευθεροτυπία, ο Τύπος της περιόδου θα αγωνιστεί για την ομαλοποίηση του πολιτικού βίου, για την εφαρμογή συνταγματικών προβλέψεων αλλά και για την απαλλαγή του νεαρού κράτους από την κηδεμονία των Βαυαρών. Οι διαφορετικές ομάδες συμφερόντων, νοοτροπιών και αντιλήψεων θα βρουν βήμα έκφρασης μέσα από τις σελίδες του Τύπου, ενώ σταθερή παρουσιάζεται η διεκδίκηση για την εδαφική επέκταση του μικρού κράτους.[4]
Αυτό δεν σήμαινε βέβαια ότι ο Τύπος ήταν απαλλαγμένος από την επιρροή ξένων δυνάμεων, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι οι τρεις σημαντικότερες εφημερίδες της εποχής, η Αθηνά, ο Αιών και η Ελπίς προωθούν αντίστοιχα τα αγγλικά, τα ρωσικά και τα γαλλικά συμφέροντα ακολουθώντας την πολιτική των κομμάτων που εκπροσωπούσαν. Ενδεικτικό της πορείας που θα ακολουθήσουν τα τρία φύλλα είναι το γεγονός ότι οι εκδότες τους, προερχόμενοι από τον ελληνισμό της διασποράς και με βάση την πορεία τους στο δημόσιο βίο του νεοσύστατου κράτους, φαίνεται να είναι γνώστες των πολυποίκιλων ευρωπαϊκών πνευματικών και πολιτικών ρευμάτων, κυρίως του Διαφωτισμού. Αυτό τους οδήγησε να έχουν ξεκάθαρη άποψη για τις εξωελλαδικές πολιτικές δυνάμεις των οποίων την αρωγή και την πείρα θεωρούσαν απαραίτητες για την ομαλή πορεία του κράτους.[5]
Η επαφή τους αυτή με τα δυτικά πρότυπα θα βρει εφαρμογή στις καινοτομίες που θα προσπαθήσουν να εισαγάγουν στη μορφοποίηση και στην ύλη των εφημερίδων τους διευρύνοντάς τες με θέματα από την παιδεία, τον πολιτισμό και την οικονομία, εξασφαλίζοντας ένα ευρύτερο και με πολυποίκιλα ενδιαφέροντα αναγνωστικό κοινό. Ακολουθώντας για παράδειγμα τα γαλλικά πρότυπα στον υπότιτλο της εφημερίδας δηλώνεται ότι η εφημερίδα είναι πολιτική, οικονομική και φιλολογική.[6]
Η σταθερότητα με την οποία ο Τύπος της εποχής θα διεκδικήσει συνταγματικές προβλέψεις δεν θα κλονισθεί ούτε από τις διώξεις ούτε από τις κατασχέσεις και τις φυλακίσεις που επέβαλε το οθωνικό καθεστώς. Ο αγώνας τους φάνηκε να δικαιώνεται με την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και τον εξαναγκασμό του Όθωνα στην παραχώρηση Συντάγματος. Η επιτυχία αυτή ωστόσο όχι μόνο δεν εξομάλυνε τις σχέσεις μεταξύ κράτους και Τύπου, αλλά νέο κύμα διώξεων, προστίμων και ποινών θα στοχεύσουν στην πολιτική, οικονομική και ηθική εξόντωση των συντακτών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και όσες εφημερίδες είχαν συνταχθεί με την εξουσία κατάφεραν να μακροημερεύσουν. Τελικός νικητής αυτής της αναμέτρησης θα αναδειχθεί ο Τύπος με την επανάσταση του Οκτωβρίου 1862 και την εκδίωξη του Όθωνα από τον ελληνικό θρόνο. Η έλευση του Γεωργίου και η συνταγματική αναθεώρηση του 1864 θα εγκαινιάσει μια νέα, λαμπρή εποχή για τον Τύπο.[7]
Η περίοδος ακμής του ελληνικού Τύπου (1864 –1922)
Η πορεία των εφημερίδων τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. καθορίζεται αποφασιστικά από τις πολιτικές εξελίξεις. Η μετάβαση από τη συνταγματική μοναρχία στη βασιλευόμενη δημοκρατία που υλοποιείται με το Σύνταγμα του 1864 θα φέρει και τη θέσπιση της καθολικής ψηφοφορίας για τους άνδρες διευρύνοντας τη λαϊκή συμμετοχή στα κοινά, ενισχυόμενη ακόμη περαιτέρω από την καθιέρωση της «αρχής της δεδηλωμένης» από τον Τρικούπη (1875). Η εδραίωση του κοινοβουλευτισμού θα οδηγήσει στην εξαφάνιση πολλών φύλλων της προηγούμενης οθωνικής περιόδου, ενώ η ενίσχυση των κομμάτων θα φέρει και την έκδοση κομματικών εφημερίδων.[8] Ιδιαίτερος είναι και ο ρόλος του Τύπου στην παγίωση του δικομματικού συστήματος (Τρικούπης - Δηλιγιάννης) με την προβολή πολιτικών θέσεων ή την έκθεση του αντιπάλου τροφοδοτώντας την αντιπαράθεση και εισάγοντας νέους κώδικες πολιτικού λόγου, οι οποίοι θα οξυνθούν κάτω από την επιβολή του κυρίαρχου ιδεολογήματος της Μεγάλης Ιδέας.[9]
Ωστόσο για την ώρα δεν υπάρχουν αλλαγές στην εμφάνιση των εφημερίδων, οι οποίες εξακολουθούν να είναι μικρού σχήματος, τετρασέλιδες, δίστηλες ή τετράστηλες με τους χαρακτηριστικούς γαλλικής προέλευσης υπότιτλους που διαφημίζουν στους αναγνώστες το ποικίλο περιεχόμενό τους. Η πρώτη μεγάλη τετράστηλη εφημερίδα θα εκδοθεί το 1870, ενώ εκδοτική έκρηξη παρατηρείται και στον επαρχιακό Τύπο, που είναι κυρίως εβδομαδιαίας κυκλοφορίας και τοπικού ενδιαφέροντος.[10]
Η μεγάλη αλλαγή θα έρθει με την εμφάνιση δύο νέων εφημερίδων. Οι Καιροί του Πέτρου Κανελλίδη (1872) και η Εφημερίς του Δημητρίου Κορομηλά (1873) θα σηματοδοτήσουν τη μετάβαση από την «εφημεριδογραφία» στη δημοσιογραφία, μια μετάβαση η οποία θα ολοκληρωθεί στα τέλη της δεκαετίας. Παρόλο που η αρθρογραφία εξακολουθεί να έχει σημαίνοντα ρόλο, η ειδησεογραφία ενισχύεται, ενώ σημαντικές είναι και οι αλλαγές στην εμφάνιση, με την επικράτηση του μεγάλου σχήματος, των πολυσέλιδων και πολύστηλων εφημερίδων που πλέον κυκλοφορούν καθημερινά. Σημαντική είναι και η συνεργασία με τα διεθνή πρακτορεία Τύπου, ενώ το 1875 θα ιδρυθεί και το πρώτο ελληνικό πρακτορείο τύπου, το «Τηλεγραφικόν Πρακτορείον Στεφανοπούλου».[11]
Οι δημοσιογράφοι πλέον εξειδικεύονται σε έναν τομέα και οι ανταποκριτές επαγγελματοποιούνται.[12] Τα πρώτα σοσιαλιστικά φύλλα εκδίδονται, ο σατιρικός Τύπος βρίσκεται σε άνθηση,[13] ενώ εμφανίζονται εφημερίδες λογοτεχνικές πρόθυμες να προβάλλουν τα νέα ρεύματα (Ραμπαγάς-1878, Εστία- 1894).[14] Η εφημερίδα γίνεται ο τόπος συνάντησης των νέων λογοτεχνών που θεραπεύουν όλα τα είδη λόγου –μεταφράσεις, ταξιδιωτικά, επιφυλλίδες- ενώ ιδιαίτερη ανάπτυξη γνωρίζει το χρονογράφημα αλλά και το διήγημα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1860 εμφανίζονται και οι πρώτες διαφημίσεις προϊόντων και υπηρεσιών υπό τον γενικό τίτλο «Γνωστοποίησις» ή «Ειδοποίησις», ενώ κατά τις δεκαετίες του 1870 και του 1880, η αύξηση των «αγγελιών» θα σημάνει και την αύξηση των εσόδων για τις εφημερίδες και κατά συνέπεια την οικονομική τους επιβίωση και μακροημέρευση.[15] Οι διαφημιστικές καταχωρήσεις από τη δεκαετία του 1890 γίνονται ελκυστικότερες,[16] ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι τιμολογείται διαφορετικά κάθε αγγελία ανάλογα με τη σελίδα. Όσο μεγαλύτερη κυκλοφορία παρουσιάζει μια εφημερίδα τόσο μεγαλύτερο διαφημιστικό όγκο διεκδικεί, ενώ πλέον δεν κατευθύνονται μόνο στο κυνήγι της είδησης αλλά και της διαφήμισης που τους εξασφαλίζει και ένα βαθμό ανεξαρτησίας.[17]
Μέχρι και τη δεκαετία του 1870 η διακίνηση γινόταν μέσω συνδρομών και σταδιακά μέσω των εφημεριδοπωλών.[18] Η καθημερινή πλέον κυκλοφορία των εφημερίδων σε συνδυασμό με την αύξηση του πληθυσμού της πρωτεύουσας θα φέρει αλλαγές και στη διακίνησή τους. Από τη διανομή μέσω των γραφείων της εφημερίδας, στη διανομή μέσω κεντρικών βιβλιοπωλείων και τελικά μέσω πρακτόρευσης. Ως πρώτος οργανισμός διανομής Τύπου γίνεται γνωστό το Κεντρικόν Πρακτορείον Εφημερίδων «Σπύρος Τσαγκάρης» (1877), το οποίο θα επεκταθεί με παραρτήματα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, διευκολύνοντας την επαφή μεταξύ κέντρου και περιφέρειας.[19]
Από τη δεκαετία του 1880 παγιώνεται η λειτουργία των δύο νέων δημοσιογραφικών ειδών, της ανταπόκρισης και του ρεπορτάζ, εξέλιξη που απογειώνεται με την έκδοση της Ακροπόλεως (1883)του Βλάση Γαβριηλίδη, μέσα από τις στήλες της οποίας θα διαχωριστεί το ρεπορτάζ από το χρονογράφημα. Το πολιτικό ρεπορτάζ θα προκύψει μέσα από την επιτόπια έρευνα των δημοσιογράφων σε μια προσπάθεια να πιάσουν τον καθημερινό παλμό την περίοδο των εκλογών, εισάγοντας ταυτόχρονα με αυτό το κατεξοχήν νεωτερικό στοιχείο και την έννοια της «κοινής γνώμης».[20] Η υιοθέτηση των ευρωπαϊκών πρακτικών ως προς την εμφάνιση και το «κυνήγι» της είδησης, η χρήση μιας πιο απλής και κατανοητής από το διευρυμένο κοινό γλώσσας[21] θα οξύνει τον ανταγωνισμό, χωρίς ωστόσο να λείπουν και εκείνες οι εφημερίδες που επιμένουν στην παλιά μορφοποίηση ή στην αρθρογραφία αντί της είδησης. Η ευρωπαϊκή επίδραση, κυρίως η γαλλική, είναι έκδηλη για παράδειγμα στην περίπτωση των επιφυλλίδων, των μυθιστορημάτων σε συνέχειες, τόσο σε μεταφράσεις γαλλικών έργων όσο και Ελλήνων πεζογράφων, καταλαμβάνοντας το κάτω μέρος της πρώτης σελίδας της εφημερίδας, το «ισόγειο».[22]
Δυτικά πρότυπα και νεωτερικά στοιχεία (19ος αι.)
Η νέα εποχή στον ελληνικό Τύπο δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο αντίκτυπος των ραγδαίων αλλαγών σε ευρωπαϊκό κυρίως επίπεδο στους τομείς της τεχνολογίας, της επικοινωνίας αλλά και –κυρίως- των θεσμών. Ο 19ος αι. ήδη από τις αρχές του θα σημαδευτεί από σημαντικές αλλαγές που αφορούν τόσο στην αύξηση του αστικού πληθυσμού και του μαζικού αλφαβητισμού[23] όσο και στη θεσμοθέτηση της καθολικής ψηφοφορίας σε διάφορες χώρες.[24] Παράλληλα τα ΜΜΕ εξελίσσονται σε μεγάλες πλέον εμπορικές επιχειρήσεις, η επικοινωνία παγκοσμιοποιείται και σταδιακά διαφοροποιείται με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων.[25] Οι αλλαγές αυτές θα συνοδευτούν από τον αγώνα των ανθρώπων του Τύπου κατά της εξάρτησής τους από την εξουσία και από τον έλεγχο της λογοκρισίας που ακρωτηρίαζε την ελεύθερη έκφραση απειλώντας πολλές φορές και την ίδια τους τη ζωή.[26]
Η εμπορευματοποίηση της είδησης και η μετατροπή των ΜΜΕ σε βιομηχανικά συγκροτήματα σχετίζεται και με τις τεχνολογικές βελτιώσεις στον τομέα της τυπογραφίας που θα οδηγήσει και στην αλλαγή της οικονομικής βάσης. Το πιεστήριο ατμού αρχικά και το περιστροφικό πιεστήριο στη συνέχεια θα αυξήσουν την παραγωγή,[27] αλλά θα επιτρέψουν και αλλαγές στη σελιδοποίηση και την εικονογράφηση των εφημερίδων.[28] Αν προσθέσουμε και τη μείωση της τιμής της εφημερίδας και τους νέους ελκυστικότερους τρόπους παρουσίασης της είδησης, τότε γίνεται κατανοητή η μεγάλη διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού που παρατηρείται. Οι εκδότες βρίσκουν τους τρόπους να αυξήσουν την πελατεία τους μέσω των επιφυλλίδων, οι οποίες δημιουργούν μια νέα αγορά, αλλά και μέσω της πρακτικής της μίσθωσης.[29] Συγχρόνως, η διεύρυνση του γυναικείου αναγνωστικού κοινού θα οδηγήσει στην έκδοση όχι μόνο γυναικείων περιοδικών αλλά και στην ένταξη ανάλογων στηλών με γυναικεία θέματα στις εφημερίδες που προορίζονταν για το ανδρικό κοινό.[30] Όσο αυξάνονται οι καταναλωτές τόσο αυξάνεται και η διαφήμιση και έτσι ο εκδότης σταδιακά μετατρέπεται σε επιχειρηματία, καθώς μπορεί να διαφοροποιήσει τις πηγές των εσόδων του.[31]
Από τα μέσα του 19ου παγκοσμιοποιείται και η διακίνηση της πληροφορίας. Η ανάπτυξη των σιδηροδρόμων, του τηλέγραφου και των τηλεφωνικών συστημάτων θα επιτρέψουν την ολοένα και γρηγορότερη διάδοση της είδησης διαμεσολαβημένης τώρα από τα διεθνή πρακτορεία Τύπου που θα κάνουν την εμφάνισή τους στα μεγάλα εμπορικά ευρωπαϊκά κέντρα. [32]
Ο δυτικός Τύπος στις απαρχές του 20ου αι. και η ελληνική περίπτωση
Ο 20ος αι. σημαδεύεται ήδη από την αρχή του από την υπερσυγκέντρωση ΜΜΕ και την ανάπτυξη εκδοτικών συγκροτημάτων που ελέγχουν σχεδόν μονοπωλιακά την ενημέρωση, επεκτείνοντας την εμβέλειά τους τόσο σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό ή και παγκόσμιο επίπεδο μέσω του ελέγχου του Τύπου.[33]
Η πρώτη μεγάλη δοκιμασία στον νέο αιώνα αποτέλεσε ο Α’ΠΠ. Το ερώτημα αν ο Τύπος πρέπει να υπηρετεί την αλήθεια ή τα συμφέροντα του εμπόλεμου κράτους θα οδηγήσει σε σφοδρή λογοκρισία ή και αυτολογοκρισία, ενώ μερίδα του Τύπου θα υιοθετήσει προπαγανδιστική στάση σε τέτοιο βαθμό που μετά το τέλος του πολέμου θα πέσει σε πλήρη ανυποληψία.[34]
Στον ελλαδικό χώρο οι πρώτες δεκαετίες του 20ου χαρακτηρίζονται ως η «χρυσή εποχή» του Τύπου, η οποία σηματοδοτείται από την έκδοση νέων εφημερίδων, πληρέστερη ειδησεογραφία, ποικίλη ύλη και αύξηση της κυκλοφορίας τους, ενώ θα γίνουν και τα πρώτα βήματα για την ίδρυση σωματείων στο χώρο. Το 1914 ιδρύεται η ΕΣΗΕΑ με πρώτο πρόεδρο τον Ιωάννη Κονδυλάκη, μια επιλογή που διαδηλώνει τη δημοσιογραφική συνείδηση των λογοτεχνών, καθώς το έργο τους στην εφημερίδα θεωρείται εξίσου σημαντικό με το αυτοτελές συγγραφικό τους έργο.[35] Η πορεία αυτή θα επιβραδυνθεί από την έναρξη των βαλκανικών πολέμων έως και τη μικρασιατική καταστροφή (1912-1922), καθώς, παρόλο που οι ανάγκες για ενημέρωση ήταν ιδιαίτερα αυξημένες, εξίσου εντείνονταν και τα προσκόμματα (λογοκρισία, έλλειψη χάρτου, δυσκολίες στη διακίνηση κλπ.).[36]
Ο Τύπος στον Μεσοπόλεμο (1922-1939)
Το τέλος της μικρασιατικής εκστρατείας και η υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης (1923) θα σηματοδοτήσει το τέλος της Μεγάλης Ιδέας και την έναρξη μιας νέας εποχής στην ιστορία του Τύπου. Παρόλο που η συζήτηση για την έναρξη αυτής της περιόδου τη μεταθέτει χρονικά είτε στην έναρξη του «Εθνικού Διχασμού»(1915) είτε στο τέλος του Α’ΠΠ,[37] οι διαφοροποιήσεις θα λέγαμε ότι δεν είναι και τόσο μεγάλες.
Χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η στοίχιση του Τύπου γύρω από το δίπολο «βενιζελισμός – αντιβενιζελισμός», αντίθεση που παρέπεμπε στην εποχή του «Διχασμού» και τα παρεπόμενά της. Την περίοδο του Μεσοπολέμου θα εμφανιστεί για πρώτη φορά και η έννοια της «εθνικοφροσύνης», που θα επικρατήσει ως κυρίαρχη έννοια είτε ως υποστηρικτική στη βασιλεία είτε ως καταγγελτική στον κομουνισμό μαζί με όρους όπως «συντηρητισμός», «προδευτικός» «Δεξιά-«Αριστερά».[38] Ενώ την περίοδο πριν το 1915 οι πολιτικές παρατάξεις εξέφραζαν τις απόψεις τους μέσα από τον επίσημο ή ημιεπίσημο κομματικό τους Τύπο, οι εφημερίδες του Μεσοπολέμου, κυρίως οι αθηναϊκές, υιοθετούν όλο και συχνότερα παραταξιακό ρόλο προωθώντας την πολιτική γραμμή κάθε σχηματισμού. Σε αυτές μπορούν να ενταχθούν και οι λεγόμενες «ιστορικές» εφημερίδες Ακρόπολις, Εστία, Πατρίς, Έθνος και Σκριπ, οι οποίες ωστόσο δεν φαίνεται να έχουν την πολιτική βαρύτητα του παρελθόντος. Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί ο αριστερός Τύπος, εθνικός και περιφερειακός, ο οποίος αναπτύσσεται την περίοδο αυτή κάτω από δύσκολες συνθήκες ανεξάρτητα και αντίθετα από τον «αστικό» Τύπο, ως ιδεολογικό και καθοδηγητικό πολιτικό όργανο.[39]
Μια σειρά ωστόσο εντύπων που θα πρωτοεμφανιστούν την περίοδο 1919-1923 θα είναι αυτά που θα κυριαρχήσουν στην πολιτική ζωή του τόπου συντασσόμενα στον βενιζελικό, τον μοναρχικό και αργότερα στο μεταξικό χώρο. Από αυτές κάποιες εξακολουθούν να κυκλοφορούν μέχρι σήμερα με χαρακτηριστικότερες την Καθημερινή του Γεωργίου Α. Βλάχου, αντιβενιζελικού προσανατολισμού και πρώτη σε κυκλοφορία, καθώς και το Βήμα (μετονομασία του Ελεύθερου Βήματος) και τα Νέα (μετονομασία των Αθηναϊκών Νέων) του Δ. Λαμπράκη – ο οποίος θα ιδρύσει και το πρώτο εκδοτικό συγκρότημα το 1931 -, που εξακολουθούν να θεωρούνται μέχρι σήμερα ως οι πλέον πετυχημένες εφημερίδες του αστικού Τύπου.[40] Πολλές ωστόσο από τις νεοεμφανιζόμενες εφημερίδες θα διακόψουν την έκδοσή τους τις δεκαετίες του ’30 και του ’40,[41] ενώ στοιχεία «λαϊκού» Τύπου με κοινωνικά θέματα και φωτορεπορτάζ απ’ όλο τον κόσμο θα εμφανιστούν στη Βραδυνή και στην Απογευματινή, με μια σημαντική καθυστέρηση σε σχέση με την ανάπτυξη του είδους στη δυτική Ευρώπη ήδη από τα τέλη του 19ου αι.[42]
Ο Τύπος στο Β’ΠΠ (1940-1944)
Η εμπλοκή της Ελλάδας στο Β’ΠΠ και η τριπλή Κατοχή της χώρας (1941-1944) θα ανατρέψουν την εικόνα στο χώρο του Τύπου. Είχε προηγηθεί ο ελληνοϊταλικός πόλεμος με τον ελληνικό Τύπο, ανεξαρτήτως αποχρώσεως, να συντάσσεται με την πολεμική προσπάθεια παρ’ όλη τη μεταξική δικτατορία. Η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα θα συνοδευτεί και από την αλλαγή στο καθεστώς έκδοσης και κυκλοφορίας των εφημερίδων. Πολλές θα διακόψουν την κυκλοφορία τους, άλλες θα συνεχίσουν να εκδίδονται υπό την ίδια ή άλλη διεύθυνση και κάποιες θα αναγκαστούν να συμπτυχθούν υπό ενιαίο τίτλο και κάτω από την πίεση των κατοχικών δυνάμεων. Οι αλλαγές αυτές που επιβλήθηκαν στο «νόμιμο» Τύπο σχετίζονται τόσο με τον έλεγχο του περιεχομένου και την άσκηση της λογοκρισίας όσο και με την έλλειψη δημοσιογραφικού χάρτου.[43]
Παράλληλα όμως και σε συνθήκες παρανομίας και συνωμοτικότητας, σε υπόγεια σπιτιών και με παρωχημένα μέσα, πολιτικές παρατάξεις, οργανώσεις αλλά και μεμονωμένα άτομα θα ξεκινήσουν το τύπωμα και τη διακίνηση του παράνομου αντιστασιακού Τύπου. Ο αριθμός των παράνομων φύλλων – χειρόγραφων, δακτυλογραφημένων, πολυγραφημένων και τυπωμένων, μονόφυλλων κατά κύριο λόγο, με ασταθή κυκλοφορία – εκπλήσσει, καθώς υπολογίζονται πάνω από 300 σε όλη την επικράτεια. Όπως εντυπωσιάζει και το γεγονός ότι στη συγγραφή και την έκδοση δεν εμπλέκονται μόνο επαγγελματίες δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες και λογοτέχνες αλλά και άνθρωποι που για πρώτη φορά γράφουν κείμενα για δημοσίευση.[44]
Η αλλαγή αυτή είναι έκδηλη και στο περιεχόμενο των εφημερίδων. Ενώ στην αρχή της Κατοχής ο κοινός στόχος τόσο των παρατάξεων του δεξιού φάσματος όσο και του αριστερού ήταν η απελευθέρωση, από το καλοκαίρι του ’43 με τη διαφαινόμενη ήττα των δυνάμεων του Άξονα, αρχίζει να εντείνεται και η ιδεολογική κρίση. Η ιδέα μιας νέας Ελλάδας που θα ξεπροβάλλει μετά την απελευθέρωση γίνεται το βασικό αίτημα των δυνάμεων του ΕΑΜ ενάντια στην επιστροφή στην κατάσταση προ Μεταξά που προπαγάνδιζαν οι δυνάμεις της Δεξιάς.[45] Το 1944 έχει πλέον διαμορφωθεί το δίπολο Αριστερά-Δεξιά.
Ο μεταπολεμικός Τύπος (1945-1974)
Η απελευθέρωση θα αλλάξει και τις συνθήκες τόσο για το «νόμιμο» όσο και για τον «παράνομο» Τύπο. Πολλές από τις αντιστασιακές εφημερίδες τόσο του αριστερού Τύπου (π.χ. Ριζοσπάστης, Ελεύθερη Ελλάδα) όσο και του δεξιού (π.χ. Ελληνικόν Αίμα )θα κυκλοφορούν πλέον νόμιμα, ενώ η δεδομένη καχυποψία για τον κατοχικό «νόμιμο» Τύπο θα οδηγήσει στην αποκήρυξη από μέρους τους του παρελθόντος τους και την έναρξη μιας νέας περιόδου. Παρ’ όλη ωστόσο την ενθαρρυντική αρχή στην κυκλοφορία των αριστερών εφημερίδων, πολύ σύντομα θα αρχίσουν οι διώξεις – επίσημες και ανεπίσημες - τόσο του αθηναϊκού όσο και του επαρχιακού Τύπου.[46] Με το Γ’ ψήφισμα περί εκτάκτων μέτρων το 1946, που θα ενισχυθεί το 1951 μια σειρά απαγορεύσεων και λογοκρισίας θα τεθούν στον Τύπο που θα αρθούν το 1962, καθώς είχαν περιπέσει σε αχρηστία.[47]
Η διάκριση σε Δεξιά – Αριστερά θα ενταθεί την περίοδο αυτή με ενδιάμεσο έναν Κεντρώο χώρο, διάκριση η οποία θα καθορίσει την πολιτική γραμμή αλλά και το συντακτικό δυναμικό κάθε εντύπου. Η πολιτική ένταξη των συντακτών θα είναι καθοριστική για το έντυπο στο οποίο πρόκειται να εργαστούν, χωρίς να λείπουν και οι εξαιρέσεις κυρίως αριστερών πολιτιστικών συντακτών σε δεξιά έντυπα.[48] Ο εμφύλιος όμως πόλεμος και η βαριά σκιά του «ψυχρού πολέμου» που κυριαρχεί στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή θα έχει τις επιπτώσεις της στο διχαστικό και πολωτικό μεταπολεμικό Τύπο. Νέοι όροι θα εισβάλουν στο πολιτικό λεξιλόγιο, όπως «εξτρεμισμός», «Άκρα Δεξιά», «΄Ακρα Αριστερά», «παραστρατιωτικές οργανώσεις»,[49] ενώ και οι κεντρώες εφημερίδες προς το τέλος του εμφυλίου θα έχουν συνταχθεί με το στρατόπεδο της «εθνικοφροσύνης».[50]
Παρ’ όλες ωστόσο τις δυσοίωνες πολιτικές εξελίξεις οι αλλαγές στην κυκλοφορία των εφημερίδων συνεχίζονται. Ως σημαντικότερη μπορεί να θεωρηθεί η ενίσχυση του απογευματινών εφημερίδων έναντι των πρωινών- λόγω κυρίως της ταυτόχρονης σχεδόν διανομής τους αλλά με πιο «φρέσκες» ειδήσεις- , καθώς και – μετά από δεκαετίες – η μείωση της ειδησεογραφίας. Η δεύτερη σελίδα με τα πολιτιστικά και κοινωνικά νέα ήταν αυτή, η οποία συγκέντρωνε το ενδιαφέρον των αναγνωστών,[51] ενώ τα κιόσκια, νέα σημεία πώλησης, θα αποτελέσουν σταθερά σημεία αναφοράς.
Οι αλλαγές προς το «ελαφρότερο» θα ενισχυθούν κατά τη δεκαετία του ’60 από τον δεξιό κυρίως Τύπο, ο οποίος θα κατορθώσει να συνδυάσει τα πολιτικά με τα κοινωνικού ενδιαφέροντος θέματα διανθισμένα με πλούσιο φωτογραφικό υλικό. «Πρωτοπόρες» στο είδος η Βραδυνή και η Απογευματινή, οι οποίες θα εισαγάγουν στοιχεία δραματοποίησης και λαϊκίζουσας γλώσσας, σε σημείο να καταγγέλλονται από συναδέλφους τους για έλλειψη δημοσιογραφικής δεοντολογίας και «κιτρινισμό».[52] Η στροφή προς πιο «ανάλαφρα» θέματα και με έμφαση σε θέματα καθημερινής ζωής θα είναι η βασική γραμμή της Μεσημβρινής (1961) της Ελένης Βλάχου,[53] μια στροφή που θα γίνει απόλυτα αποδεκτή από το αναγνωστικό κοινό, όπως τεκμηριώνεται με το διπλασιασμό των προς πώληση φύλλων της ακόμη και πάνω από την Καθημερινή (δικής της επίσης ιδιοκτησίας). Η Βλάχου θα εισαγάγει πρώτη και την τεχνική όφσετ στη Μεσημβρινή, ενώ θα καταργήσει και την τελευταία σελίδα, ειδησεογραφικού περιεχομένου.[54]
Τα σημαντικά πολιτικά γεγονότα της περιόδου (κυπριακό, μεσανατολικό κλπ.) θα επαναφέρουν το θεσμό του ανταποκριτή- κυρίως από το δεξιό Τύπο με το έκδηλο ενδιαφέρον του για τις χώρες του ανατολικού μπλοκ- νέα έντυπα ειδικού κοινού (αθλητικά, γυναικεία, για το σπίτι, φωτογραφικά, εικονογραφημένα κλπ.) θα κάνουν την εμφάνισή τους, ενώ ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν τα προπαγανδιστικά αντικομουνιστικά έντυπα, με σαφείς επιρροές από δυτικούς ομοϊδεάτες.[55]
Η επιβολή της Δικτατορίας των συνταγματαρχών θα οδηγήσει μια σειρά εφημερίδων να διακόψουν την έκδοσή τους, ανάμεσά τους η Καθημερινή και η Μεσημβρινή , ενώ εκδίδονται νέες εφημερίδες προπαγανδιστικές του καθεστώτος, όπως η Νέα Ελλάς και η Νέα Πολιτεία.[56]
Οι τελευταίες δεκαετίες του 20ου αι. και αρχές του 21ου.
Η περίοδος της μεταπολίτευσης γνώρισε μια εκρηκτική ανάπτυξη τόσο του ημερήσιου όσο και του περιοδικού Τύπου όλων των κατηγοριών. Συντασσόμενες με τα εκάστοτε πολιτικά κόμματα και έντονα παραταξιακές οι εφημερίδες συνέχισαν την πορεία τους, γνωρίζοντας ωστόσο σκληρό ανταγωνισμό κυρίως από την τηλεόραση και τα τελευταία χρόνια από το διαδίκτυο. Η προσθήκη των ποικίλων ένθετων, κυρίως στα κυριακάτικα φύλλα, αποτελεί μια ύστατη προσπάθεια για την προσέλκυση αναγνωστικού κοινού ειδικών ενδιαφερόντων. Η διεκδίκηση όμως μεγάλου τμήματος της διαφημιστικής «πίτας» εμπορευματοποίησε στον ύψιστο βαθμό τη διακίνηση της εφημερίδας, καθώς πλέον αυτό που «πουλά» δεν είναι η είδηση αλλά οι προσφορές που τη συνοδεύουν. Σε συνδυασμό με τη γενικευμένη κρίση εμπιστοσύνης που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία οι εφημερίδες δίνουν αγώνα επιβίωσης καθώς το αναγνωστικό κοινό βαίνει μειούμενο. Η στροφή των συγκροτημάτων Τύπου στις ηλεκτρονικές εκδόσεις – με συνδρομή ή χωρίς – δείχνει το μέλλον της είδησης σε παγκόσμιο επίπεδο.
Βιβλιογραφία- Δικτυογραφία-Εκπομπές
· Βαρών -Βασάρ Οντέτ « Ο παράνομος Τύπος των νέων στην Κατοχή» στο Ο Ελληνικός Τύπος 1784 έως σήμερα. Ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις, ΙΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα, 2005, σ.139-145. http://helios-eie.ekt.gr/EIE/handle/10442/14015
· Βλάχου Ελένη, «Μαρτυρίες. Ελένη Βλάχου, Μια δημοσιογράφος θυμάται», συνέντευξη στο Γιώργο Πετρίτση, ΕΡΤ,1991, http://archive.ert.gr/4779/
· Cavallo, G., Roger, Ch. (επιμ.) (2008). Ιστορία της Ανάγνωσης στον Δυτικό Κόσμο. (μτφρ. Αφροδίτη Θεοδωρακάκου κ.ά.). Αθήνα: Μεταίχμιο.
· Γεωργίου Βάσος (επιμ.), «Ο μυστικός Τύπος της Εθνικής Αντίστασης» στο Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945, Αθήνα: Εκδόσεις «Αυλός», 1979, τ.4, σ.1445-1489.
· Γιανουλόπουλος Γιάννης , «Τα χρόνια του Μεσοπολέμου 1922-1939», στο, Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου 1784-1974. Εφημερίδες, Περιοδικά, Δημοσιογράφοι, Εκδότες, Λ. Δρούλια, Γ. Κουτσοπανάγου (επιμ.), Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/103, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2008, τόμος Α΄,σ.41-45.
· Jeanneney, J. N. (2010). Ιστορία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Από την εμφάνισή τους ως τις μέρες μας. (μτφρ. Νάση Μπάλτα). Αθήνα: Εκδ. Παπαδήμας
· Καραντινός Νίκος, «Μαρτυρίες. Ο Παράνομος Τύπος της Κατοχής», συνεντεύξεις στο Γιώργο Πετρίτση, ΕΡΤ,1993, http://archive.ert.gr/20067/.
· Καρυάτογλου Λευτέρης, «Οι Διαφημίσεις», στο Ο Ελληνικός Τύπος: 1784 ως σήμερα. Ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις. Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, Αθήνα, Μάϊος 2002, επιμ. Λουκία Δρούλια, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Εθνικό ΄Ιδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2005, σ.201-214.
· Κουμαριανού Αικατερίνη, «Γένεση και ανάπτυξη του Ελληνικού Τύπου», στο Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου 1784-1974. Εφημερίδες, Περιοδικά, Δημοσιογράφοι, Εκδότες, Λ. Δρούλια, Γ. Κουτσοπανάγου (επιμ.), Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/103, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2008, τόμος Α΄, σ.23-33.
· Μπάλτα Νάση, «Η καρδιοβόρος αγωνία της κάλπης», Τύπος και βουλευτικές εκλογές την εποχή του Χαρίλαου Τρικούπη 1881-1895, Πρόλογος: Ηλίας Νικολακόπουλος, σελ. 284. Εκδόσεις: Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2001.
· Μπάλτα Νάση, «Τα χρόνια της ακμής, 1864-1922», στο Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου 1784-1974. Εφημερίδες, Περιοδικά, Δημοσιογράφοι, Εκδότες, Λ. Δρούλια, Γ. Κουτσοπανάγου (επιμ.), Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/103, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2008, τόμος Α΄,σ.34-40.
· Παπαδημητρίου Δέσποινα, « Ο αθηναϊκός Τύπος στον 20ο αιώνα. Συνέχειες και νέες τάσεις 1922-1974, στο Ο Ελληνικός Τύπος 1784 έως σήμερα. Ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις, ΙΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα, 2005, σ.71-80 στον σύνδεσμο http://helios-eie.ekt.gr/EIE/handle/10442/14015.
· Παπαδημητρίου Δέσποινα, «Αντικρουόμενες βεβαιότητες και νέοι τρόποι στον πολιτισμό του εντύπου 1940-1974, στο Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου 1784-1974. Εφημερίδες, Περιοδικά, Δημοσιογράφοι, Εκδότες, Λ. Δρούλια, Γ. Κουτσοπανάγου (επιμ.), Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/103, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2008, σ.46-53.
· Πολυκανδριώτη Ουρανία, « Εφημερίδες και Λογοτεχνία από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως σήμερα», στο Ο Ελληνικός Τύπος: 1784 ως σήμερα. Ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις. Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, Αθήνα, Μάϊος 2002, επιμ. Λουκία Δρούλια, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Εθνικό ΄Ιδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2005, σ.169-177.
· Σταυροπούλου Έρη, «Πρώτες προσπάθειες για την καλύτερη διακίνηση του Τύπου στην Ελλάδα. Η οργάνωση του Κεντρικού Πρακτορείου Εφημερίδων», στο Ο Ελληνικός Τύπος: 1784 ως σήμερα. Ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις. Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, Αθήνα, Μάϊος 2002, επιμ. Λουκία Δρούλια, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Εθνικό ΄Ιδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2005, σ.178-184.
·
Thompson,
J. Β. (1999). Νεωτερικότητα και Μέσα Επικοινωνίας. Αθήνα: Παπαζήσης
[1] Αικατερίνη Κουμαριανού, «Γένεση και ανάπτυξη του Ελληνικού Τύπου», στο Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου 1784-1974. Εφημερίδες, Περιοδικά, Δημοσιογράφοι, Εκδότες, Λ. Δρούλια, Γ. Κουτσοπανάγου (επιμ.), Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/103, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2008, τόμος Α΄, σ.23-24.
[2] Στο ίδιο, σ.25-26.
[3] Στο ίδιο, σ.27-28.
[4] Στο ίδιο, σ.30-31.
[5] Στο ίδιο, σ.29-30.
[6] Στο ίδιο, σ.30.
[7] Στο ίδιο, σ.32-33.
[8] Νάση Μπάλτα, «Τα χρόνια της ακμής, 1864-1922», στο Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου 1784-1974. Εφημερίδες, Περιοδικά, Δημοσιογράφοι, Εκδότες, Λ. Δρούλια, Γ. Κουτσοπανάγου (επιμ.), Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/103, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2008, τόμος Α΄, σ. 34.
[9] Στο ίδιο, σ.36.
[10] Στο ίδιο, σ.36-38.
[11] Στο ίδιο, σ.35.
[12] Ουρανία Πολυκανδριώτη, « Εφημερίδες και Λογοτεχνία από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως σήμερα», στο Ο Ελληνικός Τύπος: 1784 ως σήμερα. Ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις. Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, Αθήνα, Μάϊος 2002, επιμ. Λουκία Δρούλια, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Εθνικό ΄Ιδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2005, σ.172.
[13] Νάση Μπάλτα, «Τα χρόνια…, ό.π.,σ.39-40.
[14] Η Εστία θα εξελιχθεί σε εφημερίδα, στο Ουρανία Πολυκανδριώτη, « Εφημερίδες και…, ό.π.,σ.173-174.
[15] Λευτέρης Καρυάτογλου, «Οι Διαφημίσεις», στο Ο Ελληνικός Τύπος: 1784 ως σήμερα. Ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις. Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, Αθήνα, Μάϊος 2002, επιμ. Λουκία Δρούλια, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Εθνικό ΄Ιδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2005, σ.201-202.
[16] Στο ίδιο, σ.203.
[17] Στο ίδιο, σ.205.
[18] Νάση Μπάλτα, «Τα χρόνια…, ό.π., σ.35.
[19] Ως πρώτη ονομασία φέρεται η «Εφημεριδοπωλικός Οργανισμός» στο, Έρη Σταυροπούλου, «Πρώτες προσπάθειες για την καλύτερη διακίνηση του Τύπου στην Ελλάδα. Η οργάνωση του Κεντρικού Πρακτορείου Εφημερίδων», στο Ο Ελληνικός Τύπος: 1784 ως σήμερα. Ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις. Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, Αθήνα, Μάϊος 2002, επιμ. Λουκία Δρούλια, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Εθνικό ΄Ιδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2005, σ.179-181.
[20] Νάση Μπάλτα, «Η καρδιοβόρος αγωνία της κάλπης», Τύπος και βουλευτικές εκλογές την εποχή του Χαρίλαου Τρικούπη 1881-1895, Πρόλογος: Ηλίας Νικολακόπουλος, σελ. 284. Εκδόσεις: Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2001, σ.268.
[21] Νάση Μπάλτα, «Τα χρόνια…, ό.π., σ.38.
[22] Στο ίδιο, σ.36, 39.
[23] G.Cavallo, Ch.Roger, (επιμ.) (2008). Ιστορία της Ανάγνωσης στον Δυτικό Κόσμο. (μτφρ. Αφροδίτη Θεοδωρακάκου κ.ά.). Αθήνα: Μεταίχμιο,σ.377.
[24] J. N. Jeanneney,. (2010). Ιστορία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Από την εμφάνισή τους ως τις μέρες μας. (μτφρ. Νάση Μπάλτα). Αθήνα: Εκδ. Παπαδήμας, σ.106.
[25] J. Β. Thompson, (1999). Νεωτερικότητα και Μέσα Επικοινωνίας. Αθήνα: Παπαζήσης, σ.134.
[26] J. N. Jeanneney, (2010). Ιστορία των Μέσων…, ό.π., σ.115-123.
[27] Στο ίδιο, σ.109.
[28] Στο ίδιο, σ.113.
[29] G. Cavallo, Ch. Roger, (επιμ.) (2008). Ιστορία της…, ό.π., σ.378, και, Jeanneney, J. N. (2010). Ιστορία των Μέσων…, ό.π., σ.128.
[30] G. Cavallo, Ch, Roger, (επιμ.) (2008). Ιστορία της…, ό.π., σ.384.
[31] J. Β. Thompson, (1999). Νεωτερικότητα και…, ό.π., σ.135.
[32] Στο ίδιο, σ.138-139, και J. N. Jeanneney, (2010). Ιστορία των Μέσων…, ό.π., σ.115.
[33] J. Β. Thompson, (1999). Νεωτερικότητα και…, ό.π., σ.136-137.
[34] J. N. Jeanneney, (2010). Ιστορία των Μέσων…, ό.π., σ.162-167, 182.
[35] Ουρανία Πολυκανδριώτη, « Εφημερίδες και Λογοτεχνία…, ό.π., σ.174-176.
[36] Νάση Μπάλτα, «Τα χρόνια…, ό.π., σ.40.
[37] Γιάννης Γιανουλόπουλος , «Τα χρόνια του Μεσοπολέμου 1922-1939», στο, Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου 1784-1974. Εφημερίδες, Περιοδικά, Δημοσιογράφοι, Εκδότες, Λ. Δρούλια, Γ. Κουτσοπανάγου (επιμ.), Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/103, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2008, τόμος Α΄, σ.42. Η Δέσποινα Παπαδημητρίου περιοδολογεί από το 1915-1936, στο Δέσποινα Παπαδημητρίου, « Ο αθηναϊκός Τύπος στον 20ο αιώνα. Συνέχειες και νέες τάσεις 1922-1974, στο Ο Ελληνικός Τύπος 1784 έως σήμερα. Ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις, ΙΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα, 2005, σ.73, στον σύνδεσμο http://helios-eie.ekt.gr/EIE/handle/10442/14015.
[38] Δέσποινα Παπαδημητρίου, « Ο αθηναϊκός Τύπος…,ό.π.,σ.72.
[39] Γιάννης Γιανουλόπουλος , «Τα χρόνια του Μεσοπολέμου…, ό.π., σ.42.
[40] Στο ίδιο, σ.43-44.
[41] Δέσποινα Παπαδημητρίου, « Ο αθηναϊκός Τύπος…,ό.π.,σ.75.
[42] Στο ίδιο, σ.77.
[43] Δέσποινα Παπαδημητρίου, «Αντικρουόμενες βεβαιότητες και νέοι τρόποι στον πολιτισμό του εντύπου 1940-1974, στο Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου 1784-1974. Εφημερίδες, Περιοδικά, Δημοσιογράφοι, Εκδότες, Λ. Δρούλια, Γ. Κουτσοπανάγου (επιμ.), Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/103, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2008, σ.46-47.
[44] Δέσποινα Παπαδημητρίου, «Αντικρουόμενες βεβαιότητες…, ό.π., σ.47. Νίκος Καραντινός, «Μαρτυρίες. Ο Παράνομος Τύπος της Κατοχής», συνεντεύξεις στο Γιώργο Πετρίτση, ΕΡΤ,1993, http://archive.ert.gr/20067/.Οντέτ Βαρών -Βασάρ « Ο παράνομος Τύπος των νέων στην Κατοχή» στο Ο Ελληνικός Τύπος 1784 έως σήμερα. Ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις, ΙΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα, 2005, σ.139-140. Ενδεικτικοί τίτλοι αντιστασιακών εφημερίδων στο, Βάσος Γεωργίου (επιμ.), «Ο μυστικός Τύπος της Εθνικής Αντίστασης» στο Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945, Αθήνα: Εκδόσεις «Αυλός», 1979, τ.4, σ.1473-1480.
[45] Δέσποινα Παπαδημητρίου, «Αντικρουόμενες βεβαιότητες…, ό.π., σ.47-48.
[46] Στο ίδιο, σ.48.
[47] Στο ίδιο, σ.52.
[48] Στο ίδιο, σ.49.
[49] Δέσποινα Παπαδημητρίου, « Ο αθηναϊκός Τύπος…, ό.π., σ.75.
[50] Στο ίδιο, σ.79.
[51] Δέσποινα Παπαδημητρίου, «Αντικρουόμενες βεβαιότητες…, ό.π., σ.49.
[52] Στο ίδιο, σ.50.
[53] Ελένη Βλάχου, στην εκπομπή, «Μαρτυρίες. Ελένη Βλάχου, Μια δημοσιογράφος θυμάται», συνέντευξη στο Γιώργο Πετρίτση, ΕΡΤ,1991, http://archive.ert.gr/4779/ Η Βλάχου στη συνέντευξή της υποστηρίζει ότι το βασικό κίνητρο για την έκδοση της Μεσημβρινής ήταν η αδυναμία της να επιβληθεί στο συντακτικό δυναμικό και να καθορίσει την πολιτική γραμμή της Καθημερινής.
[54] Δέσποινα Παπαδημητρίου, « Ο αθηναϊκός Τύπος…, ό.π., σ.77.
[55] Δέσποινα Παπαδημητρίου, «Αντικρουόμενες βεβαιότητες…, ό.π., σ.51-52.
[56] Δέσποινα Παπαδημητρίου, « Ο αθηναϊκός Τύπος…, ό.π., σ.80
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.