Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η τέχνη του αγιογράφου


 

1). Για τη βιογραφία και την εργογραφία του Κωνσταντίνου Θεοτόκη περιηγηθείτε στο "Εθνικό Κέντρο Βιβλίου": 
http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=186 

2). Για να διαβάσετε έργα του, περιηγηθείτε στο "Σπουδαστήριο Νέου Ελληνικού Πολιτισμού":
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=146&author_id=11

3). Για τον σχολιασμό του έργου του επισκεφθείτε την "Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα": http://www.greek-language.gr/Resources/literature/education/literature_history/search.html?details=32

4). Δείτε από το ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ στη σειρά "Εποχές και Συγγραφείς", ένα επεισόδιο της σειράς  αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του Κερκυραίου πεζογράφου και διανοούμενου ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ.
 http://www.hprt-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=8454&autostart=0

 Παρουσιάζονται στοιχεία του οικογενειακού του δέντρου και της βιογραφίας του (γεν. 1872 – θαν. 1923) ενώ παράλληλα περιγράφεται η εξέλιξη της πεζογραφικής του πορείας και η συμβολή του στην ελληνική λογοτεχνία.
Γίνεται αναφορά στις σπουδές του, στις επιρροές της πρώιμης συγγραφικής του περιόδου-ρεύμα του αισθητισμού-στις πρώτες του δημοσιεύσεις στα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής και τη συμμετοχή του στη «δημοτικιστική κίνηση». Το ντοκιμαντέρ ανιχνεύει επίσης τις κοινωνιολογικές και ιδεολογικές αναζητήσεις του Κ. ΘΕΟΤΟΚΗ, την επαφή του με τον μαρξισμό και τους σοσιαλιστές και την αντανάκλαση αυτής της τοποθέτησής του στο έργο του με τη μορφή της κοινωνικής ρεαλιστικής πεζογραφίας.
Γίνεται λόγος για τη δημοτική-ιδιωματική γλώσσα του Κ. ΘΕΟΤΟΚΗ και στη συνέχεια για την ώριμη περίοδό του και τα έργα του μετά και την προσχώρηση στο Κόμμα Φιλελευθέρων, την εγκατάστασή του στην Αθήνα (1918) και το διορισμό του στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Παρουσιάζεται η θεματική και ο προβληματισμός έργων-σταθμών του λογοτέχνη όπως «Η Τιμή και το Χρήμα», «Σκλάβοι στα δεσμά τους», «Κατάδικος» και «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα». Μεταξύ άλλων, δίνεται έμφαση στην ενασχόληση του Κ. ΘΕΟΤΟΚΗ με τις μεταφράσεις αρχαίων ελλήνων, με τις σαιξπηρικές μεταφράσεις και στην αφοσίωσή του στην ινδική λογοτεχνία. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής για τον Κ. ΘΕΟΤΟΚΗ μιλάει ο ποιητής-δοκιμιογράφος ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ενώ παρεμβάλλεται οπτικοακουστικό, φωτογραφικό και έντυπο αρχειακό υλικό.

5). Παράλληλο Κείμενο:  Ανδρέας Καρκαβίτσας, "Η θάλασσα", Λόγια της πλώρης (1899), (απόσπασμα)

 Ο πατέρας μου - μύρο το κύμα που τον τύλιξε - δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό.
    - Μακριά, έλεγε, μακριά, παιδί μου, απ’ τ’ άτιμο στοιχειό! Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες, δόξασε την· εκείνη το σκοπό της. Μην κοιτάς που χαμογελά, που σου τάζει θησαυρούς. Αργά γρήγορα θα σου σκάψη το λάκκο ή θα σε ρίξη πετσί και κόκαλο, άχρηστο στον κόσμο. Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει.
    Και τα έλεγε αυτά άνθρωπος που έφαγε τη ζωή του στο καράβι, που ο πατέρας, ο πάππος, ο πρόπαππος, όλοι ως τη ρίζα της γενιάς ξεψύχησαν στο παλαμάρι. Μα δεν τα έλεγε μόνον αυτός, αλλά κι οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τώρα, και οι νιώτεροι, που είχαν ακόμη τους κάλλους στα χέρια, όταν κάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ, κουνούσαν το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν:
    - Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.
    Η αλήθεια είναι πως πολλοί τους όχι κλήμα, άλλα νησί ολάκερο μπορούσαν ν’ αποχτήσουν με τα χρήματα τους. Μα όλα τα έριχναν στη θάλασσα. Παράβγαιναν ποιος να χτίση μεγαλύτερο καράβι· ποιος να πρωτογίνη καπετάνιος. Και γω που άκουα συχνά τα λόγια τους και τα έβλεπα τόσο ασύμφωνα με τα έργα τους δε μπορούσα να λύσω το μυστήριο. Κάτι, έλεγα, θεϊκό ερχόταν κι έσερνε όλες εκείνες τις ψυχές και τις γκρέμιζε άβουλες στα πέλαγα, όπως ο τρελοβοριάς τα στειρολίθαρα.
    Αλλά το ίδιο κάτι μ’ έσπρωχνε και μένα εκεί. Από μικρός την αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήματα μου να ειπής, στο νερό τα έκαμα. Το πρώτο μου παιχνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ’ ένα ξυλάκι ορθό στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια, ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πήγα και το έριξα στη θάλασσα με καρδιοχτύπι. Αν θέλεις, ήμουν και γω εκεί μέσα. Μόλις όμως το απίθωσα, και βούλιαξε στον πάτο. Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλύτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς για τούτο ήταν στο λιμανάκι του Αϊ-Νικόλα. Το έριξα στη θάλασσα και τ’ ακολούθησα κολυμπώντας ως την εμπατή του λιμανιού που το πήρε το ρέμα μακριά. Αργότερα έγινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος, τα λέπια μου έλειπαν.
    - Μωρέ γεια σου, και συ θα μας ντροπιάσεις όλους, έλεγαν οι γεροναύτες, όταν μ’ έβλεπαν να τσαλαβουτώ σαν δέλφινας.
    Εγώ καμάρωνα και πίστευα να δείξω προφητικά τα λόγια τους. Τα βιβλία - πήγαινα στο Σχολαρχείο θυμούμαι - τα έκλεισα για πάντα. Τίποτα δεν έβρισκα μέσα να συμφωνή με τον πόθο μου. Ενώ εκείνα που είχα γύρω μου, ψυχωμένα κι άψυχα, μού έλεγαν μύρια. Οι ναύτες με τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα και τα φανταχτερά τους ρούχα· οι γέροντες με τα διηγήματά τους· τα ξύλα με τη χτυπητή κορμοστασιά, οι λυγερές με τα τραγούδια τους:
Όμορφος που ’ναι ο γεμιτζής, όταν βραχεί κι αλλάξει
και βάλει τ’ άσπρα ρούχα του και στο τιμόνι κάτσει.
    Το άκουα από την κούνια μου κι έλεγα πως ήταν φωνή του νησιού μας, που παρακινούσε τους άντρες στη θαλασσινή ζωή. Έλεγα πότε και γω να γίνω γεμιτζής και να κάτσω θαλασσοβρεμένος στο τιμόνι. Θα γινόμουν όμορφος τότε, παλλήκαρος σωστός, θα με καμάρωνε το νησί, θα με αγαπούσαν τα κορίτσια! Ναι· την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα ν’ απλώνεται απ’ τ’ ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή και πάσχιζα να μάθω το μυστικό της. Την έβλεπα, οργισμένη άλλοτε, να δέρνει με αφρούς τ’ ακρογιάλι, να καβαλικεύη τα χάλαρα, να σκαλώνη στις σπηλιές, να βροντά και να ηχάη, λες και ζητούσε να φτάση στην καρδιά της Γης για να σβήση τις φωτιές της. Κι έτρεχα μεθυσμένος να παίξω μαζί της, να τη θυμώσω, να την αναγκάσω να με κυνηγήση, να νιώσω τον αφρό της απάνω μου, όπως πειράζουμε αλυσοδεμένα τ’ αγρίμια. Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνη την άγκυρα, να βγαίνη από το λιμάνι και ν’ αρμενίζη στ’ ανοιχτά· όταν άκουα τις φωνές των ναυτών που γύριζαν τον αργάτη και τα καταβοδώματα των γυναικών, η ψυχή μου πετούσε θλιβερό πουλάκι απάνω του. Τα σταχτόμαυρα πανιά, τα ολοφούσκωτα· τα σχοινιά τα κοντυλογραμμένα· τα πόμολα που άφηναν φωτεινή γραμμή ψηλά μ’ έκραζαν να πάω μαζί τους, μου έταζαν άλλους τόπους, ανθρώπους άλλους, πλούτη, χαρές, φιλιά. Και νυχτόημερα η ψυχή μου κατάντησε άλλον πόθο να μην έχη παρά το ταξίδι. Ακόμη και την ώρα που ερχόταν πικρό χαμπέρι στο νησί και ο πνιγμός πλάκωνε τις ψυχές όλων και χυνόταν βουβή η θλίψη από τα ζαρωμένα μέτωπα ως τ’ άψυχα λιθάρια της ακρογιαλιάς· όταν έβλεπα τα ορφανοπαίδια στους δρόμους και τις γυναίκες μαυροφόρες, απαρηγόρητες τις αρραβωνιαστικιές· όταν άκουγα να διηγούνται ναυαγοί το μαρτύριο τους, πείσμα μ’ έπιανε που δεν ήμουν και γω μέσα· πείσμα και σύγκρυο μαζί.
    Δεν κρατήθηκα περισσότερο. Έλειπε ο πατέρας με τη σκούνα στο ταξίδι. Μίσευε κι ο καπετάν Καλιγέρης, ο θείος μου, για τη Μαύρη θάλασσα. Του έπεσα στο λαιμό· τον παρακάλεσε κι η μάννα μου από φόβο μην αρρωστήσω· με πήρε μαζί του.
    - Θα σε πάρω, μου λέει, μα θα δουλέψεις· το καράβι θέλει δουλειά. Δεν είναι ψαρότρατα να ’χεις φαΐ και ύπνο.
    Τον φοβόμουνα πάντα το θείο μου. Ήταν άγριος και κακός σε μένα, όπως και στους ναύτες του. Κάλλιο σκλάβος στ’ Αλιτζέρι — παρά με τον Καλιγέρη, έλεγαν για να δείξουν την απονιά του. Ό,τι παστό παλιοκρέατο, μουχλιασμένος μπακαλάος, αλεύρι πικρό, σκουληκιασμένη γαλέτα, τυρί - τεμπεσίρι, στην αποθήκη του Καλιγέρη βρισκότανε. Κι ο λόγος του πάντα προσταγή, αγριοβλαστήμια και βρισίδι. Μόνον απελπισμένοι πήγαιναν στη δούλεψη του. Μα ο μαγνήτης που έσερνε την ψυχή μου έκανε να τα λησμονήσω όλα. Να πατήσω μια στην κουβέρτα, έλεγα, και δουλειά όση θες.
    Αληθινά ρίχτηκα στη δουλειά με τα μούτρα. Έκαμα παιχνίδι τις ανεμόσκαλες. Όσο ψηλότερα η δουλειά, τόσο πρόθυμος εγώ. Μπορεί ο θείος μου να ήθελε να παιδευτώ από την αρχή για να μετανιώσω. Από την πλύση της κουβέρτας στο ξύσιμο· από το ράψιμο των πανιών στων σχοινιών το πλέξιμο· από το λύσιμο των αρμένων στο δέσιμο. Τώρα στην τρόμπα· τώρα στον αργάτη· φόρτωμα - ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, χρωμάτισμα, πρώτος εγώ. Πρώτος; Πρώτος· τι μ’ έμελλε; Μου έφτανε πως ανέβαινα ψηλά στη σταύρωση κι έβλεπα κάτω τη θάλασσα να σχίζεται και να πισωδρομεί υποταχτική μου. Τον άλλον κόσμο, τους στεριανούς, με θλίψη τους έβλεπα.
    - Ψε!...  έλεγα   με  περιφρόνηση.   Ζούνε   τάχα   κι   εκείνοι!...


ΕΡΓΑΣΙΑ: Σε αντίθεση με τον αγιογράφο πατέρα στο διήγημα του Θεοτόκη, ο οποίος επιθυμεί να συνεχίσει ο γιος του την τέχνη του, ο ναυτικός πατέρας στο διήγημα του Καρκαβίτσα συμβουλεύει  το γιο του να μείνει μακριά από τη θάλασσα. Συγκρίνετε τη σχέση που έχει ο πατέρας με το γιο στα δυο διηγήματα, ελέγχοντας την επίδραση που έχει ο κάθε πατέρας στο γιο του σχετικά με το επάγγελμα που πρόκειτα να ακολουθήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.