Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

"Οι Ιππότες του δρόμου" της Ελένης Φ.



Κεφάλαιο 7
Γκάλαντιν
«Ρε συ Γκάλαντιν, ξέρεις τι σκέφτομαι εγώ για όλες αυτές τις φήμες με τους γίγαντες στο δάσος;», μου λέει ο γέρο-Τζον. Έγνεψα αρνητικά. «Πιστεύω ότι είναι κουραφέξαλα. Θα μου έλεγες, ποτέ δεν ξέρεις. Να όμως που ξέρω. Μου τα έλεγε στο γράμμα του ο φίλος μου ο Μιχαήλ ότι και στην πόλη που μένει εκείνος οι ξυλοκόποι τα κάνουν κάτι τέτοια, για να αποφύγουν την δουλειά. Άμα λοιπόν πάτε εσύ με τον Λόγχεριν στο δάσος, θα καταλάβουν όλοι ότι δεν υπάρχουν γίγαντες, θα ξαναρχίσουν να κόβουν ξύλα, θα ξαναρχίσουμε κι εμείς την κατασκευή, και θα πληρωθούμε όλοι και μια χαρούλα!».
Έγνεψα καταφατικά. Εξάλλου, όλοι λένε οι γίγαντες είναι πολύ σοφοί και πίστευα ότι θα μπορούσαν να απαντήσουν μερικές ερωτήσεις ειδικού περιεχομένου.
Ερωτήσεις για πράγματα που κάθε μέρα βλέπω στον ύπνο μου. Πράγματα που τα είδα και σήμερα. Αναμνήσεις, από τότε που ήμουν παιδί.
-Τρέξτε, χωρικοί, εισβολείς!
-Γκάλαντιν, τρέξε!
-Ναι, μαμά!
-Δεν πάτε πουθενά!
-Πάρε εμένα, άφησε ήσυχο το γιο μου.
-Να πάρω εσένα; Κανένα πρόβλημα. Εσένα ήθελα έτσι κι αλλιώς.
-Τι θα μου κάνεις;
-Εγώ; Απλά θα σου βάψω το φόρεμα κόκκινο.
Ένα μαχαίρι! Μια λάμψη! Μια κραυγή! Στάλες στο χώμα! Κόκκινες! Αίμα! Μαμά! Όχι! Βοήθεια! Με άρπαξε!
Κοίταξα στα μάτια τον άνθρωπο που μόλις σκότωσε την μητέρα μου. Έβλεπα την αντανάκλασή μου μέσα στα μάτια του. Το δικά μου μάτια έλαμπαν. Όλο και περισσότερο. Πιο λαμπερά, πιο λαμπερά, πιο λαμπερά, πιο πολύ, πιο πολύ, πιο πολύ! Στο τέλος δεν το άντεξε. Με μια κραυγή, η ψυχή του αναζωπυρώθηκε. Μόλις είχα κάψει την ψυχή του.
-Γκάλαντιν! Η μαμά! Έτρεξα δίπλα της. Κοίτα με στα μάτια.
-Όχι!
-Γκάλαντιν. Έχω να διαλέξω ανάμεσα σε δύο θανάτους. Ο ένας είναι ένας αργός και παγωμένος πάνω στο χώμα, μόνη μου, και ο άλλος είναι ένας γρήγορος και ζεστός, μέσα στην αγκαλιά σου, μαζί σου. Διστακτικά, άνοιξα τα μάτια μου και την αγκάλιασα. Ξέρεις κάτι Γκάλαντιν; Αυτός ο θάνατος δεν πονάει καθόλου. Την επόμενη στιγμή, κάηκε η ψυχή της.
Ξύπνησα απότομα, λουσμένος στον ιδρώτα. Ο εφιάλτης τέλειωσε όσο απότομα όσο είχε αρχίσει. Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ όλη τη νύχτα.
Το ρολόι έδειξε έξι το πρωί. Σηκώθηκα, ντύθηκα, πλύθηκα και πήγα στην δουλειά. Στον δρόμο πέρασα και από τον φούρναρη να πάρω λίγο γάλα και φυσικά, τα ψωμάκια “της παρηγοριάς”. Ο φούρναρης με χαιρέτησε με χαρά. Πολύ τον εκτιμώ αυτόν τον άνθρωπο. Τον ξέρω εδώ και χρόνια και θα έλεγα ότι είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχω στον κόσμο, αν και δεν είμαστε συγγενείς.
Επίσης είναι και το μοναδικό άτομο με το οποίο μιλάω ανοιχτά. «Γκάλαντιν, αγόρι μου,», γέλασε κεφάτα «όταν σηκωνόμαστε εμείς σηκώνεσαι κι εσύ; Κοιμήθηκες καθόλου τη νύχτα;».
«Έτσι κι έτσι.».
«Α, πρέπει να κοιμάσαι. Δεν την ξέρεις την παροιμία που λέει: ο ύπνος θρέφει τα παιδιά και ο ήλιος τα μοσχάρια;».
Γέλασα. «Την ξέρω, αλλά δεν είμαι πιτσιρίκι πλέον!».
«Θα είσαι πάντα πιτσιρίκι για μένα, πιτσιρίκι! Έλα, πάρε τα ψωμάκια σου. Δωρεάν, όπως πάντα. Ε! Να μην χαλάμε την παράδοση!».
Έβαλα τα γέλια. Πράγματι, ένοιωθα σαν ένα πιτσιρίκι όταν ήμουν δίπλα στον φούρναρη. Είχε μια εμφάνιση που θύμιζε τον Άγιο Βασίλη και εγώ ήμουν το παιδάκι στο οποίο έδινε το πιο ξεχωριστό δώρο. Τα ψωμάκια της παρηγοριάς. Τα ζεστά ψωμάκια με τις σταφίδες και την επικάλυψη μαρμελάδα. Και πάντα μου τα έδινε δωρεάν. Του ήμουν ευγνώμων.
Συνέχισα τον δρόμο μου για τη δουλειά. Τότε πρόσεξα ότι ο γέρο-Τζον δεν ήταν εδώ. Περίεργο, διότι αυτός πάντοτε ξυπνάει ακόμη νωρίτερα κι από εμένα, μάλλον επειδή το ρολόι στο σπίτι του πάει λάθος.
Αντίθετα βρήκα τον Λόγχεριν. «Ε, Γκάλαντιν! Ακόμα να φας;».
Σκαρφάλωσα πάνω στις σκαλωσιές και βρήκα όλα τα εργαλεία μαζεμένα. Περίεργο. «Πού είναι οι άλλοι;», ρώτησα.
Ο Λόγχεριν με κοίταξε λιγάκι έκπληκτος, αλλά απάντησε. «Α, τους έδωσε ο γέρο-Γιάννης ρεπό για κανά δυο μερούλες. Τον έπιασαν οι καλοσύνες του. Πάμε, λοιπόν;».
Έγνεψα καταφατικά.
Πήραμε τον δρόμο για το δάσος. Κι τη στιγμή που στρίβαμε στην γωνία…
Τι γυρεύουν οι συμμορίτες εδώ;! Καλά. Δεν πειράζει. Ήξερα κι έναν άλλο δρόμο. Τα τούνελ.
Εκείνο το τεράστιο δίκτυο με τα τούνελ που απ’ ό, τι ήξερα, οδηγούσαν από τη πόλη στο δάσος. Περάσαμε μέσα από τα τούνελ χωρίς να συναντήσουμε ούτε ένα άτομο. Προφανώς οι συμμορίες δεν γνώριζαν το συγκεκριμένο κομμάτι. «Πού τον ξέρεις αυτό τον δρόμο;», με ρώτησε απορημένα ο Λόγχεριν. Δεν του απάντησα. Μόλις είχε αγγίξει ένα ευαίσθητο θέμα.
Δεν το πίστευα όταν βγήκαμε στο δάσος! Ήταν πολύ ομορφότερο απ’ ότι το θυμόμουνα! Μπορούσα να δω παντού όλα τα ίχνη ζωής, τα μικροσκοπικά ζωάκια που έψαχναν τροφή, τα μεγάλα που κρυβόντουσαν επίσης ψάχνοντας για τροφή, το φως του ήλιου που έπαιζε παιχνίδια ανάμεσα στις φυλλωσιές. Μύριζα το άρωμα του ξύλου και των λουλουδιών. Είχαμε μείνει και οι δύο άναυδοι.
Είχα ξεχάσει γιατί ήρθαμε.
Ο ήχος μιας συζήτησης μας προσγείωσε στην πραγματικότητα. Τρέξαμε να κρυφτούμε πίσω από τους βράχους, ενώ οι άγνωστοι περνούσαν.
Άκουσα μια αγορίστικη φωνή. «Ρε συ Κόρρον, είσαι σίγουρος για το που πάμε;».
«Ναι.», απάντησε ένα άλλο αγόρι, αν και κάθε άλλο παρά σίγουρος ακουγόταν.
«Θα κολλήσουμε εδώ πέρα για τα καλά.», ακούστηκε να γκρινιάζει ένα κορίτσι.
«Α μπράβο.», ακούστηκε ένα άλλο.
Έκανα νόημα στον Λόγχεριν. Με το που έφυγαν τα παιδιά, εμείς το βάλαμε στα πόδια.
Τρέχαμε για πολλή ώρα. Στο τέλος δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε άλλο. «Ξεπατώθηκα.», έκανε ο Λόγχεριν.
«Αυτό φαίνεται.», ακούστηκε μία φωνή από πάνω μας.
Γύρισα από την άλλη να δω ποιος μίλησε. Δεν κατάλαβα τι ακριβώς είδα. Κοίταξα λιγάκι ψηλότερα… Με τίποτα! Δεν ήταν δυνατόν! Αποκλείεται να υπάρχουν! Κι όμως υπήρχαν. Μπροστά μου στεκόταν ένας γίγαντας.
Ήταν κοντά στο τρία μέτρα ψηλός. Είχε καστανά καρέ μαλλιά και γκρίζα μάτια χωρίς κόρες. Είχε μαύρα τατουάζ σε σχήμα τριγώνου κάτω από τα μάτια του. Φορούσε ένα μαύρο παντελόνι, γκρίζες δερμάτινες μπότες με κορδόνια και ένα μοβ παλτό με φωτεινά γαλάζια σχέδια. Φορούσε επίσης άσπρα γάντια και κρατούσε ένα βιβλίο με δερμάτινο εξώφυλλο.
Αυτά όμως επισκιάστηκαν από την ψυχή του. Ένα παγωμένο γαλάζιο, Σχεδόν… τρομακτικό. Μαγεία.
«Ποιοι είστε ξένοι;», μας ρώτησε με τη βαθειά φωνή του.
Ο Λόγχεριν με πρόλαβε. «Εμένα με λένε Λόγχεριν κι αυτός είναι ο Γκάλαντιν».
«Και ο Γκάλαντιν δεν μπορεί να συστηθεί μόνος του;». Ευτυχώς για μένα, δεν περίμενε απάντηση. «Εγώ ονομάζομαι Ζένων, αλλά με αποκαλούνε και Φιλόσοφο της Καθοδήγησης.».
«Αυτό το είχα καταλάβει.», μουρμούρισα. Η ψυχή του μου αποκάλυπτε πολλά περισσότερα πράγματα απ’ ό, τι ο ίδιος. Ο Λόγχεριν με κοίταξε με απορία, ο Ζήνων ανοιγόκλεισε τα μάτια του.
Μετά ο Ζήνων με παρατήρησε λίγο πιο καλά, και ύστερα χαμογέλασε με ένα στραβό χαμόγελο. «Υποθέτω ότι δεν είναι πολλά τα πράγματα που μπορούν να μείνουν κρυφά από σένα. Μπορείς να βλέπεις τις ψυχές των άλλων, έτσι δεν είναι;». Ο Λόγχεριν με κοίταξε με ακόμα μεγαλύτερη απορία. Εγώ έγνεψα καταφατικά στον γίγαντα. Η απορία του Λόγχεριν μετατράπηκε σε σοκ. «Η μαγεία έχει αφήσει ισχυρά σημάδια πάνω σου, Γκάλαντιν.», συνέχισε ο Ζήνων. «Γι’ αυτό υποθέτω ότι κρύβεις τα μάτια σου. Είναι το μέσο με το οποίο ελευθερώνεται η μαγεία. Ένα μέσο που δεν μπορείς να το ελέγξεις.». Έγνεψα ξανά καταφατικά. Δεν ξέρω που τα κατάλαβε όλα αυτά, αλλά άμα είναι να αποκαλυφθεί η φύση μου, θα φροντίσω ν’ αποκαλυφθεί μ’ ένα μπαμ!.
«Δεν μπορώ να βλέπω απλά τις ψυχές. Μπορώ να τις καίω κιόλας.». Τώρα δείτε αντίδραση!
«Υποθέτω ότι δεν μπορώ να σας το αρνηθώ τότε.», μας είπε ο γίγαντας. «Θα σας φιλοξενήσω στο σπίτι μου απόψε.».
«Ευχαριστούμε.», απάντησε ο φίλος μου, ο οποίος είχε μόλις αρχίσει να ηρεμεί.
«Ακολουθήστε με.», είπε ο γίγαντας. Κι έτσι κάναμε. Μετά από πολλές ώρες, φτάσαμε στο σπίτι του. Κόντευε να βραδιάσει. Όλη αυτή την ώρα οι τρεις μας συζητούσαμε για ασήμαντα θέματα, όπως για παράδειγμα τα διάφορα είδη φαγώσιμων φυτών. Πρόσεξα ότι ο Λόγχεριν απέφευγε συστηματικά να μου μιλήσει απευθείας.
Το σπίτι του Ζήνων ήταν ένα απλό, πετρόχτιστο σπίτι, με κύριο χώρο του την κουζίνα. Είχε και μια μεγάλη αυλή φίσκα στα λαχανικά. Μου θύμιζε την αυλή της μητέρας μου, όταν ήμουν παιδί. Και φυσικά, το όλο σπίτι ήταν στα μέτρα του Ζήνων. Γίγαντας ήταν.
Φάγαμε όλοι μαζί από το – οφείλω να το παραδεχτώ – πεντανόστιμο βραστό του Ζήνων και μετά πέσαμε όλοι ξεροί για ύπνο. Ο Ζήνων, φυσικά, δεν είχε κρεβάτια στο μέτρα μας, οπότε μας έφτιαξε ένα σορό από κάτι κουβέρτες και κοιμηθήκαμε εκεί. Ήταν πολύ άνετα.
Είχε προχωρήσει πολύ η νύχτα, αλλά δεν μου κολλούσε ο ύπνος.  Μου ψιθύρισε κάποια στιγμή ο Λόγχεριν. «Γκάλαντιν.». Πρώτη φορά μου μιλούσε απευθείας σήμερα. «Είναι αλήθεια αυτά που λέγατε με τον Ζήνων; Ότι μπορείς να δεις ψυχές;». Δεν χρειαζόμουν τις δυνάμεις μου για να καταλάβω ότι ο φίλος μου με φοβόταν.
«Ναι.».
«Τότε… πώς είναι;».
Δύσκολη ερώτηση. «Να σου πω… κάθε ψυχή μοιάζει με μια φωτιά, η οποία έχει διαφορετικά χρώματα, ανάλογα με το άτομο. Δεν υπάρχει κάποιο εγχειρίδιο για να καταλάβεις το κάθε άτομο. Συνήθως βασίζομαι στην εντύπωση που μου δημιουργείται.».
«Και… για την δική μου τι θα έλεγες;».
Μου ζητάει να του πω πώς μοιάζει η ψυχή του. «Έχει ένα λαμπερό κατακόκκινο χρώμα. Από την πρώτη στιγμή είχα καταλάβει ότι ενθουσιάζεσαι εύκολα. Και είχα πέσει μέσα.». Δεν ανέφερα το καινούριο στοιχείο που έβλεπα μέσα του. Το λευκό της σοβαρότητας. «Να προσέχεις τον Ζήνων.», συμπλήρωσα. «Μπορεί να χρησιμοποιεί μαγεία.».
Ο Λόγχεριν γύρισε από την άλλη και έκανε πώς κοιμάται. Αποφάσισα να τον αφήσω ήσυχο. Αρκετές πληροφορίες ήταν αυτές για σήμερα. Γύρισα κι εγώ από την άλλη και κοιμήθηκα.
Ως συνήθως, είδα τον κλασικό εφιάλτη μου. Αυτό νόμιζα αρχικά. Μετά όμως κατάλαβα ότι αυτή τη φορά έβλεπα τα συμβάντα μετά το θάνατο της μητέρας μου.
Φώναζαν οι χωρικοί.
-Είναι τέρας!
-Σκότωσε την ίδια του την μητέρα!
-Σκοτώστε τον!
Τρόμαξα. Πήρα το μαντίλι της μητέρας μου και άρχισα να τρέχω. Έφτανα στις απαρχές του δάσους, όταν έπεσα μάσα σε ένα χαντάκι. Ήταν η είσοδος για ένα τούνελ. Απελπισμένος, το ακολούθησα. Όταν βρήκα μια έξοδο, ήμουν στην καρδιά του δάσους. Εκεί το πήρα απόφαση. Ήμουν επικίνδυνος. Όταν νύχτωσε, έδεσα το μαντίλι στα μάτια μου και πήρα το δρόμο για το χωριό. Βρήκα το πτώμα της μητέρας μου παρατημένο ακριβώς στο σημείο όπου είχε πεθάνει. Προσπάθησα να την σηκώσω. Ήταν πολύ βαριά.
Μια φωνή ακούστηκε από πάνω μου.
-Να την σηκώσω για σένα; Ο φούρναρης!
-Ε… ναι.
-Πού θέλεις να την πας;
-Στο κτήμα πίσω από το σπίτι μας.
Την κουβαλήσαμε ως εκεί και την θάψαμε. Ο φούρναρης μετά μου έδωσε ένα πακέτο. Το άνοιξα και βρήκα μέσα ένα πουγκί νομίσματα και… τα ψωμάκια με την μαρμελάδα και τις σταφίδες. Είχα μείνει κατάπληκτος
-Μα… Αυτά είναι πολύ ακριβά!
-Ναι, μα για σένα θα είναι πάντοτε δωρεάν.
Δεν άντεχα άλλο. Τον αγκάλιασα όσο πιο σφιχτά μπορούσα.
-Ευχαριστώ!
-Τώρα φύγε!
Κι έφυγα.
Ξύπνησα απότομα. Ήταν ακόμη νύχτα. Ο Ζένων στεκόταν πάνω από το κεφάλι μου. «Τα όνειρά σου φανερώνουν τις αναμνήσεις σου.», μου είπε.
«Το ξέρω.». Γύρισα από την άλλη και συνέχισα τον ύπνο.
 Συνεχίζεται...