Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025

ΙΙΙ. ΑΝΑΣΥΣΤΑΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΚΑΙ ΥΠΟΤΑΓΗ ΣΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ 1. Εξάπλωση των Τούρκων και τελευταίες προσπάθειες για ανάσχεσή τους

 

 

Δείτε επίσης:

Ελισάβετ Μουτζάν -Μαρτινέγκου, "Αυτοβιογραφία" (Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Γυμνασίου)

Προσωπογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν -Μαρτινέγκου

 



Για το έργο και τη γλώσσα των κειμένων της Ελισάβετ Μουτζάν -Μαρτινέγκου, συμβουλευτείτε τις "Ψηφίδες για την
ελληνική γλώσσα"
.

Για την ανάλυση του αποσπάσματος του σχολικού εγχειριδίου, χρήσιμες πληροφορίεςθα βρείτε στο ιστολόγιο "Πειραματισμοί"

Έλλη Αλεξίου, "Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν" [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Γυμνασίου]

 

Περίληψη: Με φόντο την μεταπολεμική Ελλάδα και την περίοδο των Χριστουγέννων, μια εργατική οικογένεια με πατέρα πολιτικό εξόριστο αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης. Η μητέρα αποφασίζει να στραφεί στην επαιτεία, γεγονός που όμως παρουσιάζει στα δυο παιδιά της με τη μορφή διασκέδασης. Το ενδιαφέρον των παιδιών στρέφεται στην απόκτηση ενός παιδικού παιχνιδιού, ενός σιδηρόδρομου. Το τρενάκι της βιτρίνας αποτελεί το αντικείμενο του πόθου για όλα τα παιδιά της γειτονιάς, τα οποία ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιο θα το αποκτήσει. Η απόκτηση του σιδηρόδρομου συνδέεται με την επιστροφή του εξόριστου πατέρα, ο οποίος όμως δεν έρχεται. Με το τέλος των γιορτών αποδεικνύεται ότι κανένα παιδί δεν κατάφερε να αποκτήσει τον σιδηρόδρομο. Ωστόσο το όνειρο παραμένει ζωντανό, όσο περιμένουν την επιστροφή του πατέρα.

Η μητέρα: μια απλή γυναίκα του λαού, που όμως αντιμετωπίζει τη ζωή και την απουσία του συζύγου με αγωνιστικότητα και καρτερικότητα. Το μαχητικό της πνεύμα φαίνεται στην απόφασή της να επαιτήσει, χωρίς αυτό να τη μειώνει ούτε στα δικά της μάτια ούτε στων παιδιών της. Είναι αποφασισμένη να επιβιώσει αυτή και η οικογένειά της, χωρίς όμως να δημιουργήσει κάποιο αίσθημα ταπείνωσης στα παιδιά. Αποφεύγει να διαψεύσει τα όνειρα των παιδιών, ενθαρρύνοντάς τα και συνδέοντας την εκπλήρωση των προσδοκιών τους με την έλευση του πατέρα.

Ενότητες – Πλαγιότιτλοι:

1.      «Η Αγγελικούλα …θα του το πω»: Η απόφαση της μητέρας για την επαιτεία και το αίτημα των παιδιών για τον σιδηρόδρομο.

2.      «Στην οδό Αιόλου …για τις γιορτές»: Οι προσδοκίες των παιδιών μπροστά στη βιτρίνα.

3.      «Η Αγγελικούλα με τη μαμά …τα ορφανεμένα μας τα σπίτια…»: Η διάψευση των παιδικών ονείρων.

 

·         Αφήγηση/αφηγητής: γ’ πρόσωπη, εξωτερική οπτική γωνία/παντογνώστης

·         Αφηγηματικές μέθοδοι: διάλογος (δραματική αμεσότητα,θεατρικότητα), αφήγηση, περιγραφή.

·         Αφηγηματικός χρόνος: διακεκομμένος (αναλήψεις: «Πάντα της ξενοδούλευε», προλήψεις: «Θα λέμε και τα κάλαντα της εξορίας;»)

·         Γλώσσα/ύφος: απλή, φυσική, λαϊκοί γλωσσικοί τύποι που φανερώνουν το μορφωτικό και ταξικό επίπεδο των ηρώων («στην οδός Αιόλου»)./απλό, λιτό.

Εκφραστικά μέσα

·         Μεταφορές π.χ. «Θα πάμε άμα σφίξει ο κόσμος».

·         Επαναλήψεις π.χ. «Θα πάμε άμα σφίξει ο κόσμος» - «Και πότε θα σφίξει ο κόσμος;»

·         Εικόνες (τοπία, πρόσωπα, καταστάσεις)

·         Αντιθέσεις π.χ. «Αν ερχόταν ο μπαμπάς μας από την εξορία» -«Κανένας όμως μπαμπάς δεν ήρθε από την εξορία».

 

ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ (1894-1988) 


Η Έλλη Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, κόρη του εκδότη Στυλιανού Αλεξίου και της Ειρήνης Ζαχαριάδη. Είχε τρία μεγαλύτερα αδέρφια, τη Γαλάτεια, το Ραδάμανθυ και το Λευτέρη. Φοίτησε στο Σχολαρχείο του Ηρακλείου. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Θέρισσου ο πατέρας της συνελήφθη και φυλακίστηκε για συνεργασία με τους επαναστάτες. Δυο χρόνια αργότερα πέθανε η μητέρα της από αποπληξία. Το 1910 αποφοίτησε από το Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Ηρακλείου και ένα χρόνο αργότερα επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αθήνα, όπου μπήκε στο λογοτεχνικό κύκλο της Δεξαμενής και γνωρίστηκε με λογοτέχνες όπως οι Καρκαβίτσας, Βλαχογιάννης, Θεοτόκης, Τραυλαντώνης, Κονδυλάκης, Αυγέρης, Βάρναλης. Ο τελευταίος τη ζήτησε σε γάμο και ο πατέρας της δέχτηκε με αναβολή τεσσάρων χρόνων.
Το 1913 μετά από απόφαση της κρητικής Πολιτείας εξετάστηκε από την Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία και αναγνωρίστηκε ως Διπλωματούχος. Το 1914 διορίστηκε στο Γ΄ Χριστιανικό Γυμνάσιο της Αγίας Παρασκευής στο Ηράκλειο και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στο Πρότυπο Διδασκαλείο της πόλης. Το 1919 έγινε διπλωματούχος του Institut Superieur d’ Etudes Francaises και διορίστηκε στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο Ηρακλείου. Την ίδια χρονιά γνωρίστηκε στη Δεξαμενή με το Βάσο Δασκαλάκη, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1920 στο Παρίσι. Τον επόμενο χρόνο πέθανε ο πατέρας της από καρκίνο. Το 1925 αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών. Το 1928 γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. και το 1934 πήρε μέρος στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Δυο χρόνια αργότερα συνελήφθη από την Ειδική Ασφάλεια της δικτατορίας της τετάρτης Αυγούστου και ανακρίθηκε. Το 1938 χώρισε με τον Δασκαλάκη. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έζησε μόνη στην Καλλιθέα και έδρασε στα πλαίσια του Ε.Α.Μ. Το 1945 ταξίδεψε στο Παρίσι με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και γνωρίστηκε με Γάλλους λογοτέχνες όπως οι Λουί Αραγκόν και Πωλ Ελυάρ.

Το 1948 πήρε μέρος στο πρώτο συνέδριο διανοουμένων του Βρότσλαβ και διορίστηκε εκπαιδευτική σύμβουλος από την Επιτροπή Βοηθείας Παιδιού και ένα χρόνο αργότερα στο πρώτο συνέδριο ειρήνης στο Παρίσι. Το 1949 αυτοεξορίστηκε στη Ρουμανία και πήρε μέρος στο δεύτερο συνέδριο ειρήνης. Συμμετείχε επίσης στη Συνδιάσκεψη για την Εκπαίδευση στη Βιέννη (1952), στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριο δημοκρατικών γυναικών στην Κοπεγχάγη (1953), στη Λογοτεχνική Συνδιάσκεψη του Βερολίνου (1957). Το 1952 επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση μετά από πρόσκληση της κυβερνήσεως και το 1961 πήρε μέρος στις γιορτές για τον ουκρανό ποιητή Ταράς Γ. Σεφτσένκο στην ίδια χώρα. Από το 1962 συγκατοίκησε με τον Μάρκο Αυγέρη στην Αθήνα. Το 1965 επανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια και το 1966 συνελήφθη για παραπεμπτικό βούλευμα που είχε εκδοθεί εναντίον της το 1952. Αθωώθηκε πανηγυρικά. Συνέχισε την πολυποίκιλη λογοτεχνική, εκπαιδευτική και πολιτική της δράση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου και μετά τη μεταπολίτευση έδωσε πολλές διαλέξεις σε πολλές ελληνικές πόλεις. Πέθανε στην Αθήνα. Η Έλλη Αλεξίου πραγματοποίησε την πρώτη της εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας το 1923 με τη δημοσίευση του διηγήματος "Φραντζέσκος" στο περιοδικό Φιλική Εταιρεία. Κατά τη διάρκεια της ζωής της ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, την επιστήμη της Παιδαγωγικής, τη λογοτεχνική μετάφραση, το παιδικό βιβλίο και άλλους τομείς του γραπτού λόγου, αφήνοντας μεγάλο σε έκταση έργο. Η πεζογραφία της αποτυπώνει έμμεσα τον προβληματισμό της για την κοινωνική δικαιοσύνη, όπως αυτός διαμορφώθηκε και μέσα από την πολιτική της ιδεολογία και κινείται στα πλαίσια της ρεαλιστικής γραφής, με έντονη ωστόσο την παρουσία του προσωπικής συναισθηματικής εμπλοκής και του ψυχογραφικού στοιχείου. 
[Πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]

Παράλληλο Κείμενο
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, "Πατέρα στο σπίτι"
— Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάνα μου, γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.
— Χωρίς πεντάρα;
— Ναι.
— Και τι έγινε ο πατέρας σου;
— Να, πάει να βρη άλλη γυναίκα.
Ήτο πενταετές παιδίον, ζωηρόν, με λάμπρους μεγάλους οφθαλμούς, ρακένδυτον.* Και με παιδικήν χάριν, με σπαρακτικόν εν τη αθωότητι μειδίαμα, επρόφερεν εκάστοτε την φράσιν ταύτην, της οποίας όλον το βάθος δεν ήτο ικανόν να κατανοήση, τόσον ώστε οι άνθρωποι οι μη έχοντες να κάμουν τίποτε, καθώς εγώ, πολλάκις το εκάλουν, και απέτεινον* αυτώ την άνω ερώτησιν του μικρού παντοπώλου της γειτονιάς, μόνον και μόνον δια ν' ακούσωσιν από το στόμα του την απόκρισιν.
— Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Δεν ήτο η πρώτη φορά οπού το έβλεπα. Κατ' εκείνην την ημέραν συνέβη να είμαι πλούσιος, διότι είχα κατορθώσει μετά πέντε εκλιπαρήσεις,* και μετά τέσσαρας αποπομπάς,* να λάβω δεκαπέντε δραχμάς, απέναντι ογδοήκοντα οφειλομένων μοι δι' αμοιβήν φιλολογικής εργασίας πέντε εβδομάδων. Κατά τας τοιαύτας δε ημέρας, ισαρίθμους με τας σελήνας του ενιαυτού,* μοι συμβαίνει, χωρίς να φροντίσω να πληρώσω μέρος των χρεών μου, να εξοδεύω μονοημερίς τα δυο τρίτα του ούτω πως εκβιασθέντος ποσού, φυλάττων φρονίμως το τρίτον δια τας επομένας τρεις εβδομάδας.
Έκραξα το παιδίον και του έδωκα μίαν πεντάραν. Εκείνο την έλαβεν, έβγαλεν έξω από τα χείλη την γλώσσαν, με μειδίαμα ευδαιμονίας, και ατένίζον με είπε: