Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

Άννα Φρανκ, "Από το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ"


Άννα Φρανκ (1929 -1945)

Περίληψη: Αφορμή της σελίδας του ημερολογίου της Άννας αποτέλεσε ένα επεισόδιο με την αδερφή της, τη Μαργκότ. Η θέση που πήραν οι γονείς της στο επεισόδιο ωθεί την Άννα να ξεδιπλώσει τις σκέψεις της και τα παράπονά της για τη συμπεριφορά της οικογένειά της απέναντί της. Θεωρεί  ότι η αδελφή της απολαμβάνει την απόλυτη αγάπη των γονιών της σε αντίθεση με εκείνη. Εκφράζει τη λατρεία  της προς τον πατέρα της, που όμως δεν φαίνεται, σύμφωνα με την Άννα να της συμπαραστέκεται. Απέναντι στη μητέρα της εκφράζει εχθρικά συναισθήματα, καθώς τη θεωρεί ανεπαρκή ως προς τον ρόλο της. Ωστόσο, η Άννα πιστεύει ότι παρ’ όλες τις αδυναμίες του χαρακτήρα της, έχει στόχους και όνειρα, που μπορεί να τα εκμυστηρευθεί μόνο στην πιστή της φίλη, την Κίτυ, όπως ονόμασε το ημερολόγιό της.

Χαρακτηρισμοί:

Η Άννα: είναι ένα ευαίσθητο κορίτσι στην εφηβεία, το οποίο βιώνει πολλές συναισθηματικές διακυμάνσεις. Χωρίς να απορρίπτει την οικογένειά της αισθάνεται απομονωμένη και αποξενωμένη. Πιστεύει ότι οι γονείς της προτιμούν την αδελφή της, ενώ  η ίδια βρίσκεται πάντα στο περιθώριο. Απογοητεύεται από την συμπεριφορά των γονιών της, από τους οποίους ζητά αγάπη, αναγνώριση των αναγκών της και κατανόηση. Η ανταγωνιστική σχέση που αναπτύσσει με την αδερφή της έχει ως αποτέλεσμα να παρουσιάζεται η ίδια ως εγωίστρια και απείθαρχη. Εκφράζει τα συναισθήματά  της με υπερβολικό τρόπο, προσπαθώντας να κατακτήσει την ανεξαρτησία της και το σεβασμό της προσωπικότητά της.

Ο πατέρας: εξιδανικεύεται από την Άννα, ωστόσο δεν φαίνεται να μπορεί να αντιληφθεί τις αγωνίες και τις ανάγκες της. Την αντιμετωπίζει ως κακομαθημένο παιδί που διεκδικεί την προσοχή όλων και συντάσσεται -όσον αφορά τη διαχείριση των καθημερινών καταστάσεων- με τη σύζυγό του.

Η μητέρα: παρουσιάζεται ως αδιάφορη απέναντι στις συναισθηματικές ανάγκες της Άννας. Δείχνει ολοφάνερη προτίμηση στην άλλη της κόρη, ενώ αντιμετωπίζει την Άννα με μειωτικό τρόπο. Χαρακτηρίζεται ως παράλογη, σκληρή και ανεπαρκής όσον αφορά στο ρόλο της ως μητέρας, που προϋποθέτει την ολοκληρωτική αγάπη και φροντίδα όλων των παιδιών.

Η Μαργκότ: έχει ανταγωνιστική σχέση με την αδελφή της. Έχει πλήρη συνείδηση της γονεϊκής προτίμησης, την οποία και εκμεταλλεύεται για να εδραιώσει τη θέση της. Παρουσιάζεται ως έξυπνη και όμορφη, στοιχεία που υπερτονίζονται από την Άννα.

Η Κίτυ: η φανταστική ( προσωποποιημένη) φίλη της Άννας με τη μορφή ημερολογίου. Υποκαθιστά την οικογένεια της Άννας έχοντας όλες αυτές τις αρετές που αναζητά κάποιος σε έναν φίλο. Είναι πιστή, εχέμυθη, αφουγκράζεται τα άγχη, τις αγωνίες και τις επιθυμίες της Άννας, χωρίς να κρίνει και να επικρίνει.

Ενότητες -πλαγιότιτλοι:

·         1η: «Η μητέρα είναι τρομερά … διάθεση της Μαργκότ» - Το επεισόδιο με τη Μαργκότ.

·         2η: «Δεν τις αγαπώ … τα ελαττώματά της» - Τα παράπονα για τον πατέρα.

·         3η: «Περισσότερο απ’ όλους … στα παιδιά τους»- Η απογοήτευση από τη συμπεριφορά της μητέρας.

·         4η: «Μερικές φορές μού περνά… ό,τι θέλω» - Η αυτοκριτική της Άννας.

·         5η: «Τελικά ξαναγυρίζω … ξεχειλίζει» - Ο ρόλος του ημερολογίου στη ζωή της Άννας.

Είδος κειμένου: ημερολόγιο σε μορφή επιστολής

Αφηγητής: ταύτιση αφηγητή -ήρωα, ομοδιηγητικός

Γλώσσα: (μετάφραση) συγκροτημένος λόγος με ακριβείς παρατηρήσεις

Ύφος: εξομολογητικό, ειρωνικό, επικριτικό.

«Αγαπητή Κίττυ,


       Ελπίζω ότι θα μπορέσω να εμπιστευτώ τα πάντα σε σένα, μιας και δεν έχω εμπιστευτεί ποτέ κάτι σε κανέναν και ελπίζω ότι θα είσαι μεγάλη πηγή ανακούφισης και στήριξης». Αυτή ήταν η πρώτη φορά που η μικρή Άννα Φρανκ έγραψε κάτι στο ημερολόγιό της. Ένα μικρό, κόκκινο ημερολόγιο που της αγόρασε ο πατέρας της, Όττο Φρανκ για τα 13α γενέθλιά της και όπου για τα επόμενα δύο χρόνια της ζωής της θα κατέγραφε τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, ώσπου να έβρισκε μαρτυρικό θάνατο στα χέρια των Ναζί. Ποια ήταν όμως η Άννα Φρανκ; Και πως κατάφερε ένα μικρό κορίτσι να συγκινήσει τόσα εκατομμύρια ανθρώπων με ένα ημερολόγιο;
Η Άννα Φρανκ


    Η Ανελίς Μαρί (Άννα) Φρανκ γεννήθηκε στις 12 Ιουνίου του 1929 στην Φρανκφούρτη της Γερμανίας. Η οικογένειά της ήταν εβραϊκής καταγωγής. Επίσης, είχε μια μεγαλύτερη αδερφή, την Μάργκοτ. Βρισκόμαστε στις αρχές τις δεκαετίας του '30. Ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος είχε τελειώσει και η ηττημένη Γερμανία υπέφερε από μια δυσβάσταχτη οικονομική κρίση. Ο πατέρας της Όττο Φρανκ, που είχε υπηρετήσει στον γερμανικό στρατό ως αξιωματικός, παρακολουθούσε με αγωνία τις πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες ήταν ραγδαίες. Όταν στις 13 Μαρτίου του 1933 το ναζιστικό κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ ήλθε στην εξουσία και ο ίδιος έγινε καγκελάριος, τότε η οικογένεια Φρανκ κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα να αποχαιρετίσει την Γερμανία. 
Η Οικογένεια Φρανκ

Πρώτα μετακόμισαν στο Άαχεν και από εκεί στο Άμστερνταμ.  Ο Όττο Φρανκ άρχισε να εργάζεται ως διευθυντής στην εταιρεία Οπέκτα, μια εταιρεία επεξεργασίας μαρμελάδας, ενώ η Άννα και η αδερφή της γράφτηκαν αμέσως στο σχολείο. Η Μάργκοτ Φρανκ ήταν εσωστρεφής και ήπιος χαρακτήρας, ενώ η Άννα εξωστρεφής και ιδιαίτερα κοινωνική, έχοντας μάλιστα πολλούς Ολλανδούς, Γερμανούς, Εβραίους και Χριστιανούς φίλους.
   Τον Μάιο του 1940 η Γερμανία εισβάλλει στην Ολλανδία. Αμέσως αρχίζει η καταδίωξη και η κοινωνική απομόνωση των Εβραίων. Οι αδερφές Φρανκ αναγκάζονται να παραιτηθούν από το σχολείο τους και να γραφτούν στο Εβραϊκό Λύκειο. Επίσης, υποχρεώνονται να φορούν το κίτρινο αστέρι του Δαβίδ και να ακολουθούν τους αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς που έχουν συνταχθεί για όλους τους εβραϊκής καταγωγής υπηκόους της Ολλανδίας. Στο μεταξύ, ο πατέρας της Φρανκ λαμβάνει μέτρα για να προστατέψει την οικογένειά του. Παραιτείται από την θέση του ως διευθυντής και παραχωρεί τα δικαιώματα ιδιοκτησίας της Οπέκτα σε δύο έμπιστους συνεργάτες του, κατορθώνοντας όμως να εξασφαλίσει για την οικογένειά του ένα μικρό εισόδημα.
   Όλα αυτά η μικρή Άννα τα γράφει στο ημερολόγιό της. Γράφει για τις διώξεις κατά των ομοεθνών της, για τα περιοριστικά μέτρα, τους φόβους του πατέρα της για το μέλλον, αλλά και για τον θάνατο της γιαγιάς της, ένα γεγονός που την στεναχώρησε βαθιά. Γράφει όμως και για τα όνειρά της. Θέλει να γίνει ηθοποιός και λυπάται πολύ που της απαγόρευσαν να πηγαίνει σινεμά. Νιώθει ότι η ζωή της έχει αλλάξει πολύ και ότι έχει χάσει πολλά από τα προνόμια της σαν παιδί. Όλα αυτά όμως θα της φανούν αδιάφορα, όταν πολύ σύντομα χάσει την ελευθερία της.


    Το γράμμα που ήρθε στα χέρια της οικογένειας Φρανκ εκείνο τον ζεστό Ιούλιο του 1942 κατάφερε να τους κάνει όλους να  χάσουν το χρώμα τους. Ήταν από την κεντρική διοίκηση των Ναζί στην Ολλανδία και συγκεκριμένα από το γραφείο που ασχολείται με θέματα μετανάστευσης των Εβραίων. Απαιτούν από την Μάργκοτ Φρανκ να παρουσιαστεί προκειμένου να αποσταλεί για καταναγκαστικά έργα στα στρατόπεδα εργασίας των Γερμανών.
Μάργκοτ και Άννα

Ο Όττο Φρανκ καταλαβαίνει ότι ήρθε η ώρα. Ανακοινώνει στην οικογένειά του ότι πρέπει να κρυφτούν. Η κρυψώνα τους θα είναι τα πίσω δωμάτια των εγκαταστάσεων της Οπέκτα. Οι πιο έμπιστοι υπάλληλοί τους θα τους βοηθήσουν να επιβιώσουν. Όλοι συμφωνούν και ετοιμάζονται γρήγορα για εκεί. Λίγο πριν κρυφτούν, η Άννα δίνει στην φίλη και γειτόνισσά της, Τούτσι Κιούπερς ένα βιβλίο, ένα σετ τσαγιού, ένα τενεκεδάκι με βόλους και την γάτα της οικογένειας για να τα φυλάξει μέχρι να γυρίσουν.
    «Ανησυχώ για τους βόλους μου, επειδή φοβάμαι ότι θα πέσουν σε λάθος χέρια. Μπορείς να τους κρατήσεις για λίγο;», της είχε πει χαρακτηριστικά.


    Το πρωινό της 6ης Ιουλίου του 1942, η οικογένεια Φρανκ εισέρχεται στο μυστικό της καταφύγιο, αφήνοντας το διαμέρισμα που έμεναν μέχρι τώρα αναστατωμένο, αλλά και ένα σημείωμα σε φανερό μέρος ότι έφυγαν στην Ελβετία. Το καταφύγιο ή Achterhuis στα Ολλανδικά είναι  ένα σχετικά άνετο μέρος. Στον πρώτο όροφο υπάρχουν δύο μικρά δωμάτια με ένα κοινό μπάνιο. Από πάνω υπάρχει ένα μεγαλύτερο δωμάτιο, με ένα ακόμη μικρότερο από πίσω. Από εκεί, μια σκάλα οδηγεί στην σοφίτα. Μόλις οι Φρανκ κρύβονται, η πόρτα εισόδου καλύπτεται από μια βιβλιοθήκη. Τέλος, όσον αφορά τρόφιμα, φάρμακα, αλλά και νέα από τον έξω κόσμο, τους τα παρέχουν οι έμπιστοι φίλοι και συνεργάτες τους.
Το οίκημα που περιελάμβανε
 το καταφύγιο των Φρανκ
  Λίγο αργότερα, στις 13 Ιουλίου του 1942, το καταφύγιο φιλοξενεί μια νέα οικογένεια, αυτή των Βαν Πελ. Η Άννα χαίρεται που θα έχει παρέα και το γράφει αμέσως στο ημερολόγιό της. Ο μικρός όμως χώρος δημιουργεί γρήγορα προβλήματα στους ενοίκους του. Οι τσακωμοί είναι συχνοί και η Άννα τους αντιπαθεί όλους, ιδιαίτερα το τελευταίο μέλος του καταφυγίου, τον Φριτζ Πφέφερ, φίλο της οικογένειας, με τον οποίο μάλιστα αναγκάζεται να μοιραστεί το δωμάτιο της. Άλλα όσο οι καυγάδες ταράζουν την ζωή του μικρού κοριτσιού, άλλο τόσο την αναστατώνει ο έρωτας, τον οποίο η Φρανκ θα συναντήσει για πρώτη φορά στο πρόσωπο του Πίτερ Βαν Πελ. Θα είναι ο πρώτος που θα την φιλήσει, αλλά και αυτός που θα την κάνει να αναρωτηθεί αν τα συναισθήματά της είναι αληθινά ή προήλθαν από την συγκατοίκησή τους. Όπως και να’ χει, ο έρωτας της δίνει κουράγιο, όχι όμως όσο της δίνει το γράψιμο, το οποίο την βοηθά να αντέξει τον εγκλεισμό.


    
Εικόνα από το ημερολόγιο της Άννας

«Όταν γράφω,», λέει στο ημερολόγιό της, «τινάζω από πάνω μου κάθε έγνοια. Η λύπη μου εξαφανίζεται, το πνεύμα μου ξαναζωντανεύει. Αλλά αυτή είναι η μεγάλη ερώτηση: Θα μπορέσω να γράψω ποτέ κάτι σπουδαίο; Θα γίνω ποτέ δημοσιογράφος ή συγγραφέας;».
   Δεν θα το μάθει ποτέ. Στις 4 Αυγούστου του 1944, ύστερα από μια ανώνυμη πληροφορία, οι Ναζί θα εισβάλλουν στο καταφύγιο και θα συλλάβουν τους Φρανκ, τους Βαν Πελ και τον Φριτζ Πφέφερ. Θα τους ανακρίνουν αυστηρά και στην συνέχεια, δυο μέρες μετά, θα τους στείλουν  στο στρατόπεδο του Γουέστερμπροκ. Επειδή συνελήφθησαν κρυπτόμενοι, θεωρούνται  εγκληματίες. Η ποινή που τους επιβάλλεται είναι σκληρή εργασία.
Το στρατόπεδο τού Άουσβιτς
  Στο Γουέστερμπροκ δεν μένουν πολύ. Λίγο αργότερα στέλνονται οικογενειακώς στο Άουσβιτς. Μόλις φτάνουν εκεί, οι άνδρες διαχωρίζονται από τις γυναίκες. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που ο Όττο Φρανκ είδε την γυναίκα και τις κόρες του ζωντανές. Η ζωή για την Άννα, την μητέρα της και την αδερφή της πρόκειται να γίνει ανυπόφορη. Τις γδύνουν εντελώς, τις ξυρίζουν το κεφάλι και τις χαράσσουν στο χέρι ένα αριθμό αναγνώρισης. Η Άννα περνάει την ημέρα της κουβαλώντας μεγάλα βράχια και στρώνοντας τάπητες. Μερικά χρόνια αργότερα, κάποιοι μάρτυρες που έτυχε να βρίσκονται στο ίδιο στρατόπεδο με την Άννα θα πουν ότι την έβλεπαν πολλές φορές να κλαίει όταν παρακολούθαγε δεκάδες παιδιά να οδηγούνται στους θαλάμους αερίων. Παρόλα αυτά όμως, η νεαρή κοπέλα έδειξε αξιοθαύμαστη υπομονή και θέληση για ζωή. Όμως οι δυσκολίες είναι πολλές. Το φαγητό είναι λίγο, η κούραση πολλή και το χειρότερο από όλα, το στρατόπεδο είναι γεμάτο αρρώστιες. Η Άννα γρήγορα προσβάλλεται από ψωρίαση, όπως και η αδερφή της. Οι Ναζί τις μεταφέρουν αμέσως στο ιατρείο, το οποίο όμως είναι σε κακή κατάσταση. Στις 28 Οκτωβρίου έρχονται νέες εντολές από το Βερολίνο για μεταφορά γυναικών στο στρατόπεδο του Μπέργκεν Μπέλσεν. 8000 γυναίκες, ανάμεσά τους η Άννα και η Μάργκοτ Φρανκ μεταφέρονται εκεί. Η μητέρα τους μένει πίσω. Θα πεθάνει λίγο μετά από ασιτία. Χωρίς να το γνωρίζουν, οι δύο αδερφές νιώθουν μόνες  στον κόσμο, αλλά έχουν στήριγμα η μια την άλλη.
  Στις αρχές του 1945 στο στρατόπεδο ξεσπά επιδημία τύφου. 17000 κρατούμενοι πεθαίνουν σε μικρό χρονικό διάστημα. Η Μάργκοτ αρρωσταίνει βαριά και λίγο καιρό αργότερα πέφτει από το κρεβάτι της και πεθαίνει. Η Άννα δεν αντέχει αυτή την απώλεια. Το ηθικό της σπάει, δεν θέλει πια να ζει. Απελπισμένη και αβοήθητη, θα πεθάνει λίγες μέρες μετά και αυτή, τον πικρό εκείνο Φεβρουάριο του 1945, λίγες εβδομάδες προτού Βρετανοί στρατιώτες καταλάβουν το στρατόπεδο και ελευθερώσουν όλους τους κρατουμένους.
      Ο Όττο Φρανκ θα είναι ο μόνος που θα επιβιώσει. Θα μάθει για την τύχη της γυναίκας του, αλλά και των δύο κοριτσιών του από τον Ερυθρό Σταυρό, τον Ιούλιο του 1945. Έχοντας μείνει πια μόνος του, ο απαρηγόρητος σύζυγος και πατέρας θα επιστρέψει στο Άμστερνταμ. Εκεί θα ανακαλύψει ότι το ημερολόγιο της μικρής του κόρης είχε τελικά σωθεί. Και όταν το διαβάσει, θα ανακαλύψει μια τελείως διαφορετική Άννα.
      «Δεν είχε καμία σχέση με το παιδί που είχα χάσει», θα πει αργότερα στην μητέρα του. «Πραγματικά, δεν είχα ιδέα για το βάθος των σκέψεων και των συναισθημάτων της».
  Αν και βυθισμένος στην θλίψη, ο Όττο Φρανκ θέλει να εκδώσει το ημερολόγιό της. Θέλει να μάθει και ο υπόλοιπος κόσμος την ιστορία της. Στην αρχή, δεκάδες εκδοτικοί οίκοι το απορρίπτουν. Τελικά το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ  θα δημοσιευτεί για πρώτη φορά στην Βρετανία με τον τίτλο «Το πίσω σπίτι».
Το βιβλίο  παίρνει καλές κριτικές, όπως και στην Αμερική, αλλά και στην Γαλλία. Την μεγαλύτερή του όμως επιτυχία την γνωρίζει στην Ιαπωνία, όπου λαμβάνει διθυραμβικές κριτικές και σημειώνει πωλήσεις της τάξης των 100000 βιβλίων και άνω. Με το πέρασμα των ετών, η δημοτικότητά του μεγάλωσε και έγινε πολύ δημοφιλές. Μάλιστα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, αλλά και στο θέατρο, ενώ πολλοί ήταν αυτοί που μίλησαν με τα καλύτερα λόγια για αυτό, όπως ο Νέλσον Μαντέλα, ο οποίος είπε ότι «διαβάζοντάς το κατά την διάρκεια της φυλάκισης του, έλαβε πολύ κουράγιο από την ιστορία της μικρής Άννας».
  Η Άννα Φρανκ υπήρξε ένα κορίτσι γεμάτο δημιουργικότητα, σοφία και κυρίως θέληση για ζωή. Έγραψε μονάχα ένα βιβλίο, αλλά αυτό ήταν αρκετό. Σήμερα θεωρείται ηρωίδα, ένα σύμβολο του ολοκαυτώματος, αλλά και μια πολύ καλή συγγραφέας, αν και τελικά δεν κατάφερε να το μάθει ποτέ. Το ημερολόγιό της διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται  από δεκάδες ανθρώπους, οι οποίοι μέσα του αντικρίζουν ένα ζωντανό κορίτσι που πίστευε στην ζωή, στην αγάπη και, παρόλα τα όσα πέρασε, στην καλοσύνη των ανθρώπων..
    «Και πραγματικά είναι αξιοθαύμαστο το ότι δεν έχω εγκαταλείψει ακόμη τις αρετές μου, παρότι φαίνεται πια τόσο παράλογο και αδύνατο να τις κρατήσω. Τις κρατάω λοιπόν, γιατί, κόντρα σε όλα, πιστεύω ακόμη ότι οι άνθρωποι είναι καλοί στην καρδιά..».

Αναδημοσίευση από: http://www.magazzino.gr/2015/05/blog-post.html
  • Εικονική περιήγηση στο καταφύγιο της Άννας Φρανκ: http://www.annefrank.org/en/Subsites/Home/ 

    Παράλληλα κείμενα

    1. Φραντς Κάφκα, Γράμμα στον πατέρα (απόσπασμα)

    Αγαπημένε μου πατέρα
    ......................................................................................................
    Έβλεπες τα πράγματα περίπου έτσι: Σε όλη σου την ζωή δούλεψες σκληρά, θυσιάζοντας τα πάντα για τα παιδιά σου, κυρίως δε για μένα. Συνεπώς, έκανα "τη μεγάλη ζωή", ήμουν απολύτως ελεύθερος ν' ασχολούμαι με ό,τι μου άρεσε, χωρίς ν' αντιμετωπίσω ποτέ βιοτικό πρόβλημα και γενικά δεν είχα έγνοιες. Εσύ δεν απαίτησες καμία ευγνωμοσύνη για όλα αυτά, επειδή γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει "ευγνωμοσύνη από τα παιδιά", αλλά περίμενες τουλάχιστον έναν καλό λόγο, κάποιο δείγμα συμπάθειας.
    Εγώ, αντί ν' ανταποκριθώ σ' αυτή την προσμονή σου, σε απέφευγα διαρκώς, κρυβόμουν στο δωμάτιό μου μαζί με τα βιβλία μου, έκανα παρέα με φίλους ελαφρόμυαλους και καλλιεργούσα παράδοξες ιδέες.
    [...]
    Θα ήμουν πιο ευτυχής να σε είχα φίλο, αφεντικό, θείο, παππού, ακόμη (αν και το λέω με κάποιο δισταγμό), πεθερό μου. Αλλά σαν πατέρας ήσουν πολύ δυνατός για μένα και η δύναμή σου γινόταν εντονότερη επειδή οι αδελφοί μου πέθαναν σε μικρή ηλικία και οι αδερφές μου γεννήθηκαν πολύ αργότερα.[...] Πάντως εμείς οι δύο είμαστε τόσο διαφορετικοί και εξαιτίας αυτής της διαφοράς τόσο επικίνδυνοι ο ένας για τον άλλο, ώστε εάν ήθελε κανείς να προβλέψει με ποιο τρόπο, εγώ, ένα παιδί που εξελισσόταν αργά και εσύ, ο ώριμος άντρας, θα μπορούσε να συμπεριφερόμαστε ο ένας προς τον άλλο, θα μπορούσε να συμπεράνει ότι θα με συνέθλιβες, αφανίζοντας ολοκληρωτικά την προσωπικότητά μου. Αυτό βέβαια δε συνέβη, διότι η ζωντανή πραγματικότητα είναι αδύνατον να υπολογισθεί εκ των προτέρων, έχει όμως συμβεί κάτι χειρότερο.

    [πηγή: Φραντς Κάφκα, Γράμμα στον πατέρα, μτφρ. Φ. Καλαμαράς, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996, σ. 7-12]

    2. Φραντς Κάφκα, Τα ημερολόγια (αποσπάσματα)

    Κυριακή, 19 Ioυλίου 1910 [...] Συχνά το συλλογίζομαι και πάντα αναγκάζομαι να πω στο τέλος ότι η ανατροφή μου μ' έβλαψε πολύ από ορισμένες απόψεις. Αυτό το παράπονο απευθύνεται σ' ένα πλήθος ανθρώπων, βέβαια στέκονται εδώ όλοι μαζί και, όπως στις παλιές ομαδικές φωτογραφίες, δεν ξέρουν τι να κάνουν ο ένας με τον άλλο, δεν τολμούν να κατεβάσουν τα μάτια τους και να χαμογελάσουν, τόσο νευρικοί είναι. Είναι οι γονείς μου, μερικοί συγγενείς, μερικοί δάσκαλοι, μια κάποια συγκεκριμένη μαγείρισσα, μερικά κορίτσια από το μάθημα του χορού, μερικοί επισκέπτες του σπιτιού μας από τον παλιό καιρό, μερικοί συγγραφείς, ένας δάσκαλος κολύμβησης, ένας λαχειοπώλης, ένας επιθεωρητής σχολείων, ύστερα μερικοί που τους συνάντησα μόνο μια φορά στο δρόμο, κι άλλοι, που δεν τους θυμάμαι τούτη τη στιγμή, κι άλλοι που δε θα τους θυμηθώ ποτέ, κι άλλοι, τέλος, που το μάθημά τους το είχα κατά κάποιον τρόπο απορίψει τον καιρό εκείνο, που δεν το είχα προσέξει καθόλου, με δυο λόγια είναι τόσο πολλοί που θα πρέπει να προσέξω να μην αναφέρω κάποιον δυο φορές. Και σ' όλους αυτούς εκφράζω το παράπονό μου, τους κάνω μ' αυτόν τον τρόπο γνωστούς αναμεταξύ τους, δεν ανέχομαι όμως αντίρηση. Γιατί αληθινά αρκετές αντιρήσεις έχω ανεχτεί, και, μια και οι περισσότερες αναίρεσαν τα λεγόμενά μου, δεν μπορώ να κάνω τίποτ' άλλο παρά να συμπεριλάβω κι αυτές τις αντιρήσεις στο παράπονό μου και να πω ότι, εκτός από την ανατροφή μου, κι αυτές οι αναίρεσεις μ' έβλαψαν πολύ σε ορισμένα πράγματα.
    Μήπως νομίζει κανείς ότι ανατράφηκα κάπου παράμερα: Όχι, καταμεσής στην πόλη ανατράφηκα, καταμεσής στην πόλη. Όχι, π.χ., σ' ένα ερείπιο στα βουνά ή κοντά στη λίμνη. Οι γονείς μου και η ακολουθία τους ήταν ως τώρα τυλιγμένοι από το παράπονό μου και γκρίζοι, τώρα όμως παραμερίζουν εύκολα αυτό το παράπονο και χαμογελούν, γιατί πήρα τα χέρια μου από πάνω τους, τα έφερα στο μέτωπό μου και σκέφτομαι: έπρεπε να ήμουν ο μικρός κάτοικος των ερειπίων, ν' αφουγκράζομαι τις κραυγές των κορακιών, να μου ρίχνουν τον ίσκιο τους πετώντας από πάνω μου, να δροσίζομαι κάτω απ' το φεγγάρι, ακόμα κι αν στην αρχή ήμουν λίγο αδύνατος κάτω από την πίεση των καλών μου ιδιοτήτων, που θα φύτρωναν μέσα μου με τη δύναμη των ζιζανίων, καμένος από τον ήλιο, που θα με έλουζε απ' όλες τις πλευρές μέσα από τα ερείπια, πάνω στο κρεβάτι μου από κισσό.
    [...]
    18 Δεκεμβρίου. [...] Βράδυ, ώρα εντεκάμισι. Το ότι όσο δεν απελευθερώνομαι από το γραφείο είμαι χαμένος, μου είναι σαφές περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο, το ζήτημα όμως είναι, όσο είναι δυνατό, να κρατήσω το κεφάλι μου τόσο ψηλά, ώστε να μην πνιγώ. Πόσο δύσκολο θα είναι αυτό, ποιες δυνάμεις θα μου αποροφήσει, φαίνεται ήδη από το ότι σήμερα δεν τήρησα το νέο μου πρόγραμμα, να καθήσω από τις οχτώ ως τις έντεκα το βράδυ στο τραπέζι μου, ότι μάλιστα αυτή τη στιγμή δεν το θεωρώ αυτό καμιά μεγάλη συμφορά, ότι έγραψα βιαστικά τούτες τις λίγες γραμμές, για να πέσω στο κρεβάτι μου.
    [...]
    19 Ιανουαρίου [1911]. [...] Μια φορά σκόπευα να γράψω ένα μυθιστόρημα όπου συγκρούονταν δυο αδερφοί κι ο ένας τους πήγαινε στην Αμερική, ενώ ο άλλος έμενε σε μια ευρωπαϊκή φυλακή. Έγραψα απλώς μερικές αράδες εδώ κι εκεί, γιατί είχε αρχίσει αμέσως να με κουράζει. Έτσι κάποτε, μια Κυριακή απόγευμα, που είχαμε πάει επίσκεψη στον παππού και στη γιαγιά και είχαμε φάει ένα ιδιαίτερα μαλακό ψωμί, όπως το συνήθιζαν εκεί, αλειμμένο με βούτυρο, έγραψα κάτι για τη φυλακή μου. Είναι πιθανό ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος το έκανα από ματαιοδοξία και ότι, σπρώχνοντας το χαρτί πάνω στο τραπεζομάντηλο, χτυπώντας το μολύβι στο τραπέζι, κοιτάζοντας ένα γύρο κάτω απ' το φως της λάμπας, ήθελα να κάνω κάποιον να μου πάρει το γραφτό, να το κοιτάξει και να με θαυμάσει. Στις λίγες εκείνες γραμμές περιγραφόταν κυρίως ο διάδρομος της φυλακής, ιδιαίτερα η ησυχία και το κρύο του· αναφέρονταν ακόμα μερικά λόγια συμπόνιας για τον αδερφό που είχε μείνει πίσω, γιατί αυτός ήταν ο καλός αδερφός. Ίσως είχα μια στιγμιαία αίσθηση της ασημαντότητας της περιγραφής μου, μόνο που πριν από 'κείνο το απόγευμα δεν έδινα πολλή προσοχή σε τέτοια αισθήματα όταν καθόμουν μαζί με τους συγγενείς μου, που τους είχα συνηθίσει (η δειλία μου ήταν τόσο μεγάλη ώστε το συνηθισμένο μ' έκανε σχεδόν ευτυχισμένο), γύρω από το στρογγυλό τραπέζι στο γνωστό δωμάτιο, και δεν μπορούσα να ξεχάσω ότι ήμουν νέος κι ότι, μέσα από τούτη τη σημερινή ησυχία, προοριζόμουν για μεγάλα πράγματα. Ένας θείος μου, που του άρεσε να κοροϊδεύει, μου πήρε τέλος το χαρτί, που το κρατούσα πολύ χαλαρά, του έριξε μια ματιά, μου το ξανάδωσε χωρίς καν να γελάσει, κι είπε στους άλλους που τον παρακολουθούσαν με τα μάτια: «τα συνηθισμένα», σε μένα δεν είπε τίποτα. Εγώ έμεινα καθισμένος κι έσκυβα όπως πριν πάνω από το άχρηστο τώρα χαρτί μου, όμως στην πραγματικότητα είχα με μια σπρωξιά αποκλειστεί από την ομήγυρη, η κρίση του θείου επαναλαμβανόταν μέσα μου με σχεδόν ήδη πραγματική σημασία, κι ακόμα και μέσα στην αίσθηση της οικογένειας απόκτησα μια ενόραση του ψυχρού χώρου του κόσμου μας, που έπρεπε να τον ζεστάνω με μια φωτιά, που έπρεπε πρώτα να τη βρω.
    [...]
    [πηγή: Φραντς Κάφκα, Τα ημερολόγια-Α': 1910-1913, μτφ. Αγγέλα Βερυκοκάκη, Εξάντας, Αθήνα 1978, σ. 20-21, 32, 40-41]

    3. Ζλάτλα Φιλίποβιτς, Ένα Ημερολόγιο από το Σεράγεβο (απόσπασμα)

    Το ημερολόγιο αναφέρεται στον πόλεμο στο Σεράγεβο, αλλά τα αφηγούμενα μπορούν να συμβούν σε κάθε τόπο που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Το ημερολόγιο αυτό είναι γραμμένο σε μορφή επιστολών, όχι με την αυστηρή μορφή του επιστολικού είδους. Είναι γραμμένο με απλό και επικοινωνιακό τρόπο, όπου η αποστολέας, ενώ φαίνεται ότι απευθύνεται στη θεία Μίμη, ουσιαστικά απευθύνεται σε όλους μας, όλοι είμαστε αποδέκτες της κραυγής αγωνίας του παιδιού στον πόλεμο.
    Δευτέρα 29 Ιουνίου 1992
    Dear Mimmy ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΠΙΑ ΤΟΥΣ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΥΣ! ΚΑΙ ΤΙΣ ΟΒΙΔΕΣ ΠΟΥ ΠΕΦΤΟΥΝ! ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ! ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ! ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΙΝΑ! ΚΑΙ ΤΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ! ΚΑΙ ΤΟ ΦΟΒΟ! Η ζωή μου δεν είναι όλα αυτά! Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει μια μαθήτρια έντεκα χρονών επειδή θέλει να ζήσει! Μια μαθήτρια που δεν πηγαίνει πια στο σχολείο, που δε νιώθει καμία χαρά, καμία από τις συγκινήσεις μιας μαθήτριας. Ένα παιδί που δεν μπορεί να παίζει πια, που έχει μείνει χωρίς φίλες, χωρίς ήλιο, χωρίς πουλιά, χωρίς επαφή με τη φύση, χωρίς φρούτα, χωρίς σοκολάτες, χωρίς καραμέλες, ένα παιδί που έχει μείνει μόνο με λίγο γάλα σε σκόνη. Ένα παιδί που, με μια μόνο λέξη, δε ζει σαν παιδί. Ένα παιδί του πολέμου. Τώρα πια συνειδητοποιώ πραγματικά ότι βρίσκομαι μέσα σ' έναν πόλεμο, ότι είμαι μάρτυρας ενός βρόμικου και απεχθούς πολέμου. Εγώ, όπως επίσης και χιλιάδες άλλα παιδιά μιας πόλης που καταστρέφεται, κλαίει, θρηνεί, ελπίζει σε μια βοήθεια που δε θα έρθει. Θεέ μου, θα σταματήσουν όλα αυτά μια μέρα, θα μπορέσω να ξαναγίνω μαθήτρια, να ξαναγίνω ένα παιδί που θα είναι χαρούμενο επειδή είναι παιδί; Άκουσα να λένε ότι η παιδική ηλικία είναι η πιο όμορφη περίοδος της ζωής. Ήμουν χαρούμενη όταν ζούσα σαν ένα φυσιολογικό παιδί, αυτός ο βρόμικος πόλεμος, όμως, μου πήρε τα πάντα. Για ποιο λόγο; Είμαι θλιμμένη. Θέλω να κλάψω. Κλαίω.
    Η Ζλάτα σου

    Τρίτη 10 Αυγούστου 1992
    Dear Mimmy Δεν έχουμε νερό και ηλεκτρικό ρεύμα, τα φέρνουμε βόλτα όπως μπορούμε. Όταν βγαίνω έξω και δεν πέφτουν πυροβολισμοί, μου δημιουργείται η εντύπωση ότι ο πόλεμος έχει τελειώσει, οι διακοπές όμως του νερού και του ηλεκτρικού ρεύματος, το σκοτάδι, ο χειμώνας, η έλλειψη ξυλείας και τροφίμων με ξαναφέρνουν στην πραγματικότητα και συνειδητοποιώ τότε ότι ο πόλεμος εξακολουθεί να είναι εδώ. Για ποιο λόγο; Για ποιο λόγο τα "κακομαθημένα παιδιά" δεν καταλήγουν σε μια συμφωνία; Πραγματικά διασκεδάζουν. Μαζί μας. Γράφω καθισμένη στο τραπέζι, αγαπημένη μου Mimmy, και βλέπω τον μπαμπά και τη μαμά. Διαβάζουν. Όταν σηκώνουν τα μάτια τους από τα βιβλία τους, αυτά λάμπουν. Τι να σκέπτονται; Τα βιβλία που διαβάζουν, ή μήπως προσπαθούν να συναρμολογήσουν τα κομμάτια που έχει σκορπίσει ο πόλεμος; Μου δημιουργείται ένα παράξενο συναίσθημα όταν τους βλέπω έτσι. Κάτω από το φως του καντηλιού (δεν έχουμε πια κεριά, έχουμε φτιάξει, λοιπόν, καντήλια με λάδι), μου φαίνονται όλο και πιο θλιμμένοι. Κοιτάζω τον μπαμπά. Πόσο έχει αδυνατίσει! Έχει χάσει είκοσι πέντε κιλά σύμφωνα με τη ζυγαριά, όταν όμως τον βλέπω, έχω την εντύπωση ότι έχει αδυνατίσει πολύ περισσότερο. Θα έλεγε κανείς ότι ακόμα και τα γυαλιά του έχουν γίνει πολύ μεγάλα για το πρόσωπό του. Και η μαμά, επίσης, έχει αδυνατίσει πάρα πολύ. Θα έλεγε κανείς ότι έχει ζαρώσει, ο πόλεμος έχει σκάψει ρυτίδες στο πρόσωπό της. Θεέ μου, τι έχει κάνει αυτός ο πόλεμος στους γονείς μου!.. Δε μοιάζουν πια με τον μπαμπά και τη μαμά μου. Θα σταματήσουν όλα αυτά μια μέρα, θα τελειώσουν τα βάσανά μας, για να ξαναγίνουν οι γονείς μου αυτό που ήταν χαρούμενοι, χαμογελαστοί, όμορφοι άνθρωποι; Αυτός ο ανόητος πόλεμος καταστρέφει τα παιδικά μου χρόνια, καταστρέφει τη ζωή των γονιών μου. Μα, ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΛΟΓΟ; STOP THE WAR! PEACE! I NEED PEACE! Εμπρός, θα παίξω μια παρτίδα χαρτιά μαζί τους!
    Η Ζλάτα που σε αγαπάει

    Δευτέρα 15 Μαρτίου 1993
    Dear Mimmy Είμαι πάλι άρρωστη. Πονάει ο λαιμός μου, φτερνίζομαι και βήχω. Σύντομα έρχεται η άνοιξη. Η δεύτερη άνοιξη του πολέμου. Το ξέρω χάρη στο ημερολόγιο, γιατί την άνοιξη δεν τη βλέπω, δεν μπορώ να τη δω, γιατί δεν την αισθάνομαι. Το μόνο που βλέπω είναι οι δυστυχισμένοι άνθρωποι, που εξακολουθούν να μεταφέρουν νερό, και άλλους, ακόμα πιο δυστυχισμένους, νέους ανθρώπους που δεν έχουν πια χέρια ή πόδια. Είναι όσοι ήταν αρκετά τυχεροί, ή άτυχοι, και δε σκοτώθηκαν. Δεν υπάρχουν πια δέντρα που ν' ανθίζουν, ούτε πουλιά, ο πόλεμος κατέστρεψε τα πάντα. Δεν υπάρχουν πια ανοιξιάτικα κελαηδήματα. Δεν υπάρχουν καν τα περιστέρια, το σύμβολο του Σεράγιεβο. Δεν υπάρχουν πια παιδικές φωνές, ούτε παιχνίδια. Τα παιδιά δεν μοιάζουν πια με παιδιά. Τους πήραν την παιδική τους ηλικία, και χωρίς παιδική ηλικία δεν υπάρχουν παιδιά. Έχω την εντύπωση ότι το Σεράγιεβο αργοπεθαίνει, εξαφανίζεται. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσα να αισθάνομαι την άνοιξη, την εποχή που ξυπνάει τη ζωή, όταν εδώ δεν υπάρχει πια ζωή, όταν εδώ όλα μοιάζουν νεκρά; Είμαι και πάλι θλιμμένη, Mimmy. Πρέπει να σου πω ότι η θλίψη με κυριεύει ολοένα και πιο συχνά. Είμαι θλιμμένη όταν σκέφτομαι, και πρέπει να σκέφτομαι.
    Η Ζλάτα σου
    [πηγή: Ζλάτλα Φιλίποβιτς, Ένα Ημερολόγιο από το Σεράγεβο (απόσπασμα), Νέα Ελληνικά. Α' Τάξη 1ου Κύκλου-Τεχνικά Επαγγελματικά Εκπαιδευτήρια, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα, σ. 156-159]

    4. Γιώργου Ιωάννου, «Εν ταις ημέραις εκείναις...»

Θα προσπαθήσω ώστε η κατάθεσή μου αυτή για το διωγμό και την εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης επί γερμανικής κατοχής να είναι ξερή — ξερή και στεγνή — χωρίς ιστορικές και φιλολογικές επεκτάσεις ή αμφίβολα ακούσματα. Και όλα αυτά από σεβασμό προς το φριχτό μαρτύριό τους, που μόνο το πένθος και την άκρα σοβαρότητα εμπνέει.
Δεν είναι, άλλωστε, πολλά, ούτε ιδιαιτέρως συνταραχτικά αυτά που έχω να πω εγώ για την υπόθεση, γιατί ήμουν τότε μικρό παιδί — φτωχός και περίκλειστος έφηβος — με βάσανα και προβλήματα, που τον κρατούσαν κιόλας σε απόσταση από τους άλλους. Πάντως, οι Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη ήταν τόσο πολλοί και τόσο μπλεγμένοι με τη ζωή μας, ώστε όσο κλειστός και αν ήσουν ήταν αδύνατο να μην υποπέσει στην αντίληψή σου η συμφορά, που τους είχε βρει.
Αλλά και οι Εβραίοι σαν λαός ήταν ανέκαθεν πολύ κλειστοί και ιδιαίτερα αποτραβηγμένοι από μας, κι αυτή τη στάση εξακολούθησαν, δυστυχώς, να την κρατούν και όταν οι Γερμανοί άρχισαν να τους περισφίγγουν. Δεν ξέρω ακριβώς τους λόγους της απόστασης — αν και τους υποθέτω — αλλά νομίζω πως ήταν βαρύ σφάλμα τους αυτό. Θα είχαν σωθεί και άλλοι τους, πολύ περισσότεροι. Ο διωγμός, βέβαια, και η εξόντωση δεν επρόκειτο να αποτραπεί, αλλά θα σώζονταν και άλλοι, ιδίως νεότεροι. Υποθέτω πως η σατανικότητα και η αποφασιστική σκληρότητα των διωκτών έκανε τους Εβραίους να προτιμήσουν σιωπηλά την οδό του μαρτυρίου, που τη φαντάζονταν, βέβαια, φριχτή, μα με κάποιο λογικό τέρμα. Και γελάστηκαν οικτρά.
Είναι αλήθεια ότι ο ελληνικός λαός είχε από πάντοτε μια στάση αδιάφορης ανοχής απέναντι των Εβραίων. Ούτε τους αγαπούσε μα ούτε και τους μισούσε. Τους ψιλοκορόιδευε, βέβαια, πράγμα που το μαρτυρούν και τα διάφορα ανέκδοτα καθώς και οι χαρακτηρισμοί. Αλλά μίσος με κανέναν τρόπο δεν έτρεφε, εκτός φυσικά από μεμονωμένες περιπτώσεις προσωπικών διαφορών, άγριων εμπορικών ανταγωνισμών και αρπακτικών ενεργειών. Αλλά αυτά συμβαίνουν, και πολύ συχνά μάλιστα, και μεταξύ των ατόμων του ίδιου λαού. Υπήρχαν ακόμα και κάποιες οργανωμένες αντισημιτικές ομάδες, που όμως ήταν τόσο ασήμαντες, ώστε δεν κατόρθωσαν να παίξουν ολέθριο ρόλο ούτε και στη διάρκεια της κατοχής.
Οι Εβραίοι, πάλι, ανταπέδιδαν την αδιαφορία με αδιαφορία ή με ψεύτικα χαμόγελα και ψευτοπεριποιήσεις, καθώς και διφορούμενες διπλωματικές φράσεις, που έμειναν θρυλικές. Και πιθανώς με ανέκδοτα, που ακόμα δεν ξεθάρρεψαν να μας τα πούνε.
Πάντως, όσο κι αν η Θεσσαλονίκη είχε παντού Εβραίους, το κάτω τμήμα της, αυτό ιδίως το δυτικό, είχε τους πιο πολλούς, είτε ως υπαλλήλους είτε ως καταστηματάρχες είτε και ως οικογένειες. Ακριβώς σ’ αυτό το τμήμα τους γνώρισα καλύτερα και μέσα σ’ αυτό τους θυμάμαι.
Από το 1941 κατοικούσαμε στο ψηλότερο πάτωμα ενός σπιτιού της οδού Ιουστινιανού, που είχε στην αρχή αριθμό 8 και μετά 14. Η οδός Ιουστινιανού είναι αυτή που αρχίζει απέναντι από την Αχειροποίητο και, διακοπτόμενη από την πλατεία Δικαστηρίων, φτάνει μέχρι το λεγόμενο «Καραβάν-Σαράι». Εμείς κατοικούσαμε στο τμήμα της Ιουστινιανού, που ορίζεται καθέτως από τη Χαλκέων και τη Βενιζέλου. Η περιοχή, όπως διαβάζω στα βιβλία, ονομαζόταν «Παλαιά Οβριακή», πράγμα που πιθανώς σημαίνει ότι εκεί κατοικούσαν παλαιοί Εβραίοι, αρχαίοι, ή βρισκόταν εκεί η παλαιότερη συνοικία των Εβραίων.
Και το 1941 κατοικούσαν στην «Παλιά Οβριακή» πολλοί Εβραίοι, που αποτελούσαν τουλάχιστο το ένα τρίτο των κατοίκων της γειτονιάς. Δεν φαίνονταν φτωχοί, μα ούτε και πλούσιοι. Καταστηματάρχες ίσως οι περισσότεροι, μικρών και μεσαίων καταστημάτων. Ζούσαν, όπως είπαμε, πολύ περιορισμένοι μέσα στα σπίτια τους, πολύ αφοσιωμένοι στις οικογένειές τους και απέφευγαν τις σχέσεις μαζί μας.
Οι περισσότερες από αυτές τις οικογένειες είχαν μαζευτεί, όπως μάθαμε, σχεδόν μαζί με μας στην Παλιά Οβριακή. Μετακινήθηκαν από τις μεμονωμένες κατοικίες τους και έπιασαν σπίτια στο κέντρο, που προηγουμένως όλοι το απόφευγαν, γιατί βομβαρδιζόταν συχνότερα. Αυτό το έκαναν γιατί προφανώς πίστευαν ότι στο κέντρο της πόλης, στη βιτρίνα της, θα ήταν πιο προφυλαγμένοι από τις αυθαιρεσίες ενός κατακτητή, που δεν έκρυβε το μίσος του γι' αυτούς.
Στο δικό μας σπίτι, Ιουστινιανού 8, κατοικούσαν δύο οικογένειες Εβραίων στο δεύτερο πάτωμα, που το κρατούσαν από κοινού. Είχαν έρθει λίγο πριν από μας. Ήταν δύο ζευγάρια και είχαν τρία παιδιά.
Ένα κοκκινομάλλικο κορίτσι με πρέκνες στο πρόσωπο δεκατέσσερα με δεκαπέντε χρονώ, ένα παλικαράκι δεκαεφτά με δεκαοχτώ και ένα μικρό αγόρι τρία με τέσσερα χρονώ, που το έλεγαν Ίνο. Τα δυο μεγάλα πήγαιναν σε κάποιο σχολείο, αλλά μάλλον σε κάποιο ξένο, στο γαλλικό ίσως. Δε θυμάμαι ονόματα άλλα, παρά μόνον ένα επίθετο. Ο ένας τους ελέγετο "Σιντώ". "Μαντάμ Σιντώ", λέγαμε τη μία κυρία, η οποία συχνά στις σκάλες μιλούσε στα γαλλικά με την επίσης γαλλομαθή νοικοκυρά μας, Ασημώ Κορμπάνογλου, από τα μέρη της Ανατολικής Ρωμυλίας. Πάντως, με τις δυσκολίες που είχαμε όλοι μας και με τις φοβερές δυσκολίες, που αντιμετώπιζαν οι Εβραίοι, δεν είχαμε παρά ελάχιστα γνωριστεί. Άλλωστε, εγώ ήμουν μικρό παιδί και δεν μπορούσα να αναπτύξω μόνος μου σχέσεις. Μια φορά πήγα μαζί με τον κύριο Σιντώ για κάποια δουλειά στο μαγαζί του, που βρισκόταν πίσω από την αγορά Μοδιάνο, στην Κομνηνών. Δεν ξέρω τι μαγαζί ήταν, γιατί, όπως όλα τα μαγαζιά της εποχής, δεν είχε εμπορεύματα.

Κάτω από το σπίτι της Ιουστινιανού υπήρχαν δύο μαγαζιά. Το ένα φούρνος και το άλλο καφεκοπτήριο. Το καφεκοπτήριο το είχε ο Εβραίος Αζούς. Το μαγαζί, που δεν πουλούσε, βέβαια, τότε καφέ αληθινό, αλλά από ρεβίθι, κριθάρι ή σιτάρι, το γύριζε ό πατέρας με τα δυο του παλικάρια. Ήταν ωραίοι άνθρωποι αυτοί, με ωραία σωματική διάπλαση και κάτι μεγάλα εκφραστικά μάτια σαν Αρμένηδες. Οι δυο νεαροί, μάλιστα, ήταν παλαιστές ή πυγμάχοι κι αυτό φαινόταν αμέσως στο φκιάσιμό τους. Δεν ξέρω πού κατοικούσαν οι Αζούς, αλλά τον περισσότερο χρόνο βρίσκονταν στο μαγαζί ή στο πεζοδρόμιο, έξω από το μαγαζί τους. Άλλωστε, και οι άλλοι μαγαζάτορες συνήθως στο πεζοδρόμιο βρίσκονταν, καθώς το τμήμα αυτό της Ιουστινιανού είχε — και έχει — πολλά καταστήματα επίπλων, που τα έβγαζαν από το πρωί στο πεζοδρόμιο. Έπιπλα, παρ’ όλη την πείνα, πουλιόντουσαν και τότε. Τα αγόραζαν, κυρίως, οι μαυραγορίτες, οι Γερμανοί και οι χωρικοί. Πολλά από τα μαγαζιά αυτά ανήκαν σε Εβραίους.
Στα άλλα σπίτια, ιδίως στην οδό Σιατίστης, κατοικούσαν πολύ περισσότεροι Εβραίοι, κι αυτό φάνηκε, όταν μετά το μάζεμά τους, τα σπίτια αυτά ερήμωσαν. Και θαρρώ πως έμειναν και χωρίς νοικοκυραίους, καθώς οι ιδιοκτήτες τους έλαβαν την άγουσα προς τα στρατόπεδα.
Το τμήμα της Ιουστινιανού από τη Χαλκέων ως τη Βενιζέλου σχηματίζει, μαζί με την κάθετο σ' αυτό οδό Σιατίστης, ένα Ταυ, που εάν φρουρήσεις τις τρεις εξόδους του — Χαλκέων, Βενιζέλου και Φιλίππου — ελέγχεις όλη τη γειτονιά. Αυτό ακριβώς έκαναν και οι Γερμανοί. Όταν ήρθε το φριχτό πλήρωμα του χρόνου, την άνοιξη του 1943, και αποφάσισαν να κινήσουν το διωγμό, που με τόση επιμέλεια είχαν όλο αυτό το διάστημα προετοιμάσει, ένα από τα προσωρινά γκέτο που δημιούργησαν ήταν και αυτό το Ταυ των οδών Ιουστινιανού και Σιατίστης.
Η μεγάλη συγκέντρωση των εβραίων τον Ιούλιο του 1942, κατόπιν διαταγής των κατοχικών δυνάμεων, στην πλατεία Ελευθερίας στη Θεσσαλονίκη που σηματοδότησε την έναρξη του διωγμού
Είναι γνωστή, ή μάλλον αρκετά γνωστή, η διαδικασία, που τηρήθηκε για να επιτευχθεί, χωρίς ιδιαίτερη αναταραχή, το μάντρωμα τόσων χιλιάδων ανθρώπων. Ακόμα και τα εγκλήματα που γίνονται με πλήρη άνεση από πάνοπλους εις βάρος αόπλων, ακόμα κι αυτά έχουν τις δυσκολίες τους. Και άμα είσαι σχολαστικός και μανιακός με την τάξη, τότε η ακαταστασία μπορεί να σε αρρωστήσει. Έτσι κι εδώ· υπήρχαν προβλήματα για την τρομοκράτηση, προβλήματα για την περιφρόνηση, προβλήματα για τον εξευτελισμό, την απογραφή, το σημάδεμα, την καταλήστευση των περιουσιών, το μάντρωμα, τη μεταφορά στο σταθμό, την παραμονή κοντά στο σταθμό, ώσπου να ετοιμασθεί τρένο, τη μεταφορά με τα τρένα, την τελική καταλήστευση καθ' οδόν, τη διαλογή, την κάποια χρησιμοποίηση, την άμεση εξόντωση των αδύναμων, την εξόντωση τελικά όλων. Αυτά‚ έπρεπε να λυθούν, ήθελαν δουλειά, σχέδια. Και λύθηκαν, πράγματι, κατά ιδανικό τρόπο.
Πρώτα πρώτα, από την αρχή της κατοχής εμφανίστηκαν σε ορισμένα μαγαζιά, και μάλιστα της Τσιμισκή, κάτι τυπωμένα χαρτόνια, που έγραφαν: «Οι Εβραίοι είναι ανεπιθύμητοι». Τα χαρτόνια αυτά τα έβαζαν στο τζάμι της βιτρίνας και της εισόδου. Στην αρχή αυτό μας έκανε εντύπωση, άσχημη εντύπωση, αλλά γρήγορα το συνηθίσαμε, καθώς είχαμε κάθε μέρα και νέα βάσανα. Στο κάτω κάτω εμείς δεν ήμασταν Εβραίοι...
Ύστερα μάθαμε πως στην πλατεία Ελευθερίας — τι ειρωνική σύμπτωση! — οι Εβραίοι έπαθαν από τους Γερμανούς μεγάλη νίλα κάποιο πρωινό. Αυτά όλα τα μαθαίναμε από τον κόσμο. Οι Εβραίοι του σπιτιού μας δεν έβγαζαν άχνα. Εκείνος όμως ο κύριος Σιντώ είχε μείνει πετσί και κόκαλο.
Κάποιο χειμωνιάτικο πρωί αντικρίσαμε ξαφνικά ορισμένους να κυκλοφορούν στους δρόμους μ' ένα μεγάλο πάνινο κίτρινο άστρο στο μέρος της καρδιάς. Ήτανε οι Εβραίοι που είχαν πάρει διαταγή να το φορούν και στην παραμικρή τους μετακίνηση, αλλιώς κινδυνεύαν. Και αυτό δε σήμαινε τίποτε άλλο από θάνατο. Οι Εβραίοι του σπιτιού μας και πάλι δεν έβγαζαν άχνα. Νόμιζαν ίσως πως με την άκρα υπομονή και ταπείνωση θα κατόρθωναν να κάμψουν τον παράφρονα διώκτη τους.
Η Θεσσαλονίκη για αρκετές ημέρες, όχι περισσότερες από μήνα, είχε πλημμυρίσει από κίτρινα κινούμενα άστρα. Πραγματικά ήταν πολύ καλομελετημένο το σημάδι. Διακρινόταν από πολύ μακριά. Ο συμμαθητής μας – στο Γ' Γυμνάσιο αρρένων – Μπεραχιάς ήρθε στο σχολείο φορώντας το άστρο του. Τα παιδιά, που δεν καταλαβαίνουν από τέτοια, είδαν το πράγμα από την εύθυμη πλευρά και άρχισαν να τον πειράζουν. Ήταν, άλλωστε, οι περισσότεροι παιδιά των πάνω συνοικιών της Θεσσαλονίκης, όπου είχε ελάχιστους Εβραίους, και ήταν ασυνήθιστοι στη θέα του άστρου. Εκτός αυτού ήταν παιδιά της εργατιάς, της φτωχολογιάς, κακομαθημένα, πεινασμένα, αρπακτικά, σκληρά παιδιά, με πολλή ζήλια μέσα τους προς την οικονομική άνεση. Ακόμη και εμένα με τυραννούσαν, γιατί ήμουν πιο συμμαζεμένος από αυτούς. Κάποια στιγμή, θυμάμαι, ένας τους έκανε ένα χάρτινο σταυρό, πήρε ρετσίνι από τα πεύκα της αυλής, και κόλλησε το σταυρό στη ράχη του Μπεραχιά, στο παλτό του. Ο καημένος ο Μπεραχιάς, είχε κάτι το μη παιδικό απάνω του, περπατούσε αργά με το άστρο μπροστά και το σταυρό στην πλάτη. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι γινόταν καμιά καζούρα γύρω του. Ήταν ένα κακόγουστο αστείο, που είναι ζήτημα αν ο ίδιος το κατάλαβε. Σε λίγες μέρες έπαψε να έρχεται σχολείο. Ήταν ένα παιδί ψηλό, σιωπηλό, αργοκίνητο και πάρα πολύ ήσυχο.
Ήμουν ίσως ο μόνος από τους συμμαθητές μου που κατοικούσα μέσα σε τόσους Εβραίους. Πήγαινα σ' αυτό το σχολείο, γιατί όταν το είχα αρχίσει καθόμασταν στην περιφέρειά του. Όταν μετακομίσαμε, βρεθήκαμε στην περιφέρεια του Δ' αρρένων, μα εγώ εξακολουθούσα να πηγαίνω στο Γ'. Καθώς, λοιπόν, δεν είχαμε Εβραίους, οι συμμαθηταί μου δεν ενδιαφέρονταν για τα παθήματά τους, γι' αυτό και εγώ δε μιλούσα καθόλου για όσα έβλεπα και άκουγα στη γειτονιά μου. Ακολουθούσα ασυναίσθητα την τακτική σιωπής των Εβραίων απέναντι σε τρίτους. Το ίδιο έκαμνα και στα συσσίτια των κατηχητικών σχολείων, όπου έτρωγα κάθε μεσημέρι. Δε γινόταν λόγος και δε μιλούσα. Και δε νομίζω πως ήταν από φόβο. Δεν είχαμε συναίσθηση του κινδύνου.
Θεσσαλονικείς - Εβραίοι
Μόνον ο Δαβίδ Σιών (όρθιος-κέντρο) θα επιζήσει δραπετεύοντας με τον ΕΛΑΣ
Οι υπόλοιποι θα οδηγηθούν  στο Άουσβιτς
Έτσι δεν είπα τίποτα, όταν κάποια μέρα είδα στην πόρτα του διαμερίσματος των Εβραίων κολλημένο απέξω ένα χαρτί, που έγραφε τα ονόματα αυτών που κατοικούσαν μέσα. Τα ονόματα ήταν πολύ περισσότερα απ’ όσα ξέραμε κι έτσι μάθαμε πως μέσα στο διαμέρισμα είχαν εγκατασταθεί – άθελά τους, βέβαια – και άλλες οικογένειες Εβραίων, από άλλες γειτονιές, μη εβραϊκές, όπου ήταν δύσκολο να φρουρούνται.
Η γειτονιά μας, λοιπόν, το Ταυ αυτό που περιέγραψα πρωτύτερα, γινόταν γκέτο εβραϊκό. Ταυτόχρονα, στις εξόδους του Ταυ – Χαλκέων, Βενιζέλου και Φιλίππου – έκαναν την εμφάνισή τους σκοποί χωροφύλακες – δικοί μας χωροφύλακες – που φρουρούσαν μέρα και νύχτα. Αυτό σήμαινε ότι οι Εβραίοι και με το άστρο ακόμα δεν μπορούσαν να κυκλοφορούν στην πόλη, παρά μόνο στο γκέτο τους. Κι αυτό, βέβαια, ορισμένες ώρες. Τώρα, φαντάζομαι ότι θα είχαν δημιουργηθεί και πολλά άλλα τέτοια γκέτο. Έτσι, οι Εβραίοι, όπου βρέθηκαν, βρέθηκαν. Δεν μπορούσαν πια να πάνε ούτε στα μαγαζιά τους, ούτε στους συγγενείς τους, αν αυτοί έμεναν σε άλλο γκέτο, ούτε στα ψώνια τους. Έπαψαν σχεδόν να κυκλοφορούν.
Κλεισμένοι στα σπίτια τους, καρτερούσαν. Στους δρόμους του γκέτο, εκτός από μας, κυκλοφορούσαν, και μάλιστα με ζωηρότητα, ορισμένοι νεαροί Εβραίοι, με ένα κίτρινο περιβραχιόνιο στο μπράτσο. Ήταν, φαίνεται, ένα είδος πολιτοφύλακες, που τους είχε ορίσει η Κοινότητα, ίσως και οι Γερμανοί. Τους μισούσαμε, πάντως, χωρίς να ξέρουμε ακριβώς το λόγο. Η κινητικότητα και η αυτοπεποίθησή τους τούς έκαμνε ύποπτους στα μάτια μας. Και μάλλον είχαμε δίκαιο, γιατί μερικοί από αυτούς έκαναν την εμφάνισή τους στη γειτονιά και μετά το μάζεμα των Εβραίων, έχοντας πάντα το ίδιο ύφος. Ύστερα δεν ξαναφάνηκαν.
Οι υπόλοιποι, εμείς, μπαινοβγαίναμε στο μεταξύ ελεύθερα από το γκέτο. Εγώ πήγαινα κανονικά στο σχολείο και οι δικοί μου στις διάφορες δουλειές. Ουδείς μας εμπόδισε, ούτε μας ζήτησε ποτέ ταυτότητα. Και μήπως είχαμε ταυτότητα; Γι’ αυτό πιστεύω πάντοτε, πως ακόμα και την ύστατη εκείνη στιγμή ήταν αρκετά εύκολη η διαφυγή πολλών Εβραίων. Βέβαια, υπήρχαν εκείνες οι καταστάσεις στην πόρτα. Αλίμονό τους αν δε βρίσκονταν σωστοί σε μια καταμέτρηση.
Στο σπίτι μου σιγοκουβεντιάζουν ότι θα τους πάρουν, θα τους "σηκώσουν", όπου να 'ναι, οι Γερμανοί τους Εβραίους. Τους λυπόμασταν, βέβαια, πάρα πολύ, αλλά δε βάζαμε με το νου μας το κακό, που σε λίγο έγινε. Ούτε και οι Εβραίοι – αυτοί του σπιτιού μας, τουλάχιστον – έβαζαν τέτοια συμφορά με το νου τους. Η μαντάμ Σιντώ παραπονιόταν στη μητέρα μου ότι εκεί στην Κρακοβία, όπου θα τους πάνε, κάνει πολύ κρύο και οι εκεί Εβραίοι μιλούν άλλη γλώσσα. Έτσι δε θα μπορούν να συνεννοηθούν. Εμένα με κυνηγούσε η μαντάμ Σιντώ για να μου δώσει μια μεγάλη πήλινη θερμάστρα, που την είχαν σε κάποια αποθήκη, Η αποθήκη βρισκόταν έξω από το γκέτο. Ήθελε απλώς να συνοδέψω το χαμάλη, που θα τον πλήρωνε αυτή. Εγώ με διάφορες δικαιολογίες αρνήθηκα, χωρίς να ξέρω το γιατί. Λυπόμασταν να παίρνουμε πράγματα από τους καταδικασμένους ανθρώπους.
Κατά βάθος υποψιαζόμασταν ότι κάτι το πολύ σοβαρό συμβαίνει, κάτι το ανείπωτο. Και οι Εβραίοι, βέβαια, ανησυχούσαν πολύ περισσότερο απ' ό,τι έδειχναν. Τις νύχτες ακούγαμε πνιχτές ψαλμωδίες, προερχόμενες από το σκοτεινό διαμέρισμά τους. Καθόντουσαν όλοι στο σαλόνι, μες στα σκοτεινά, και σιγοέψελναν. Κάποιες βραδιές, από τα γύρω σπίτια και ιδίως από την οδό Κλεισούρας, που έπεφτε πίσω μας και είχε πολλούς Εβραίους, ακούσαμε αργά τη νύχτα γέλια, τραγούδια και παλαμάκια. Παραξενευτήκαμε πάρα πολύ. Ποιοι ήταν αυτοί που γλεντούσαν; Την άλλη μέρα μάθαμε. Παντρεύονταν οι Εβραίοι αράδα. Ταχτοποιούσαν εκκρεμότητες, αποβλέποντας ασφαλώς και σε μια διαφορετική μεταχείριση, εφόσον θα ήταν παντρεμένοι. Δεν μπορούσαν να φανταστούν τη σκληρότητα του διώκτη τους, τα σχέδιά του…
Απέναντί μας, στην αριστερή γωνία Ιουστινιανού και Σιατίστης, έμενε ένα αντρόγυνο, που η γυναίκα μόλις είχε γεννήσει. Ήταν άνθρωποι συμπαθητικοί και μάλλον ευκατάστατοι. Αυτοί είχαν κάνει το εξής: Κατέβασαν ένα σχοινάκι από το μπαλκόνι τους ως κάτω στο κρεβατάδικο. Εκεί ανάμεσα στις τέντες και τους σπάγκους το λεπτό σχοινί δε διακρινόταν: Προφανώς συνδεόταν με κουδούνι ή καμπανάκι. Πρέπει να λάβαιναν κάποια μέτρα επάνω, στο σπίτι της λεχώνας, όταν χτυπούσε το καμπανάκι. Είναι το μόνο μέτρο άμυνας, που υπέπεσε στην αντίληψή μου, εν ταις ημέραις εκείναις. Αλλά τι να κάνει ένα καμπανάκι, μπροστά στη φοβερή γερμανική μηχανή του ολέθρου;
Θυμούμαι όμως κι ένα παιχνίδι νεαρών Εβραίων μέσα στο δρόμο. Πρέπει να ήταν μία ή δύο μέρες πριν από το μάζεμά τους και ίσως Κυριακή απόγευμα, γιατί τα μαγαζιά του δρόμου ήταν κλειστά. Είχαν ξεμυτίσει έξι εφτά παλικάρια, που ήθελαν, φαίνεται, κάπως να κινηθούν, να ξεδώσουν. Εγώ ήμουν στην εξώπορτα και τους έβλεπα από πολύ κοντά. Πρέπει να τους έβλεπαν από τις γωνίες και οι χωροφύλακες, και, βέβαια, απάνω από τα σπίτια εκατοντάδες μάτια. Φούσκωσαν, λοιπόν, ένα προφυλακτικό, το έκαναν σαν μπάλα και άρχισαν να ανταλλάσσουν πάσες με τα χέρια. Θυμούμαι που φώναζαν «Μπέμπα! Μπέμπα!», από τη μάρκα «Μπεμπέκα», που χρησιμοποιούνταν τότε πολύ. Αλλά με τον ισπανικό τρόπο προφοράς που έλεγαν το «μπέμπα» θαρρείς και βέλαζαν.
Βρισκόμαστε πια στην άνοιξη του 1943. Η κατάσταση στα πολεμικά μέτωπα έχει αλλάξει και μάλιστα εις βάρος του Άξονα. Άκρες μέσες, μαθαίνουμε τα νεότερα και στυλωνόμαστε. Αλλά και η εσωτερική κατάσταση έχει μεταβληθεί κάπως. Η Ελλάδα δεν είναι η παραλυμένη εκείνη χώρα του 1941, την επαύριο της ήττας. Έχει φουντώσει η αντίσταση στα βουνά, αλλά και μέσα στις πόλεις. Βέβαια, η Σαλονίκη δεν έχει πολύ κοντά της «δύσκολα» βουνά – δύσκολα για τους διώκτες. Και αυτό ήταν ακόμα μία ατυχία για τους Εβραίους της. Θα είχαν ξεφύγει προς αυτά αρκετοί. Από παντού δηλαδή μαυρίλα. Ιδιαίτερα άτυχοι αυτοί οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Αφού τράβηξαν τις μπόρες και τις μεγάλες πείνες και τις αλαζονείες του φαντασμένου κατακτητή, χάθηκαν απάνω στην ώρα που τα πράγματα είχαν πάρει για όλους τους άλλους – τους άλλους, εμάς, - να καλυτερεύουν.
Ώσπου ένα ξημέρωμα του Απριλίου, ιδιαίτερα νομίζω γλυκό, ξέσπασε το μέγα κακό. Ένα μεγάφωνο ουρλιάζει στο δρόμο. "Όλοι οι Εβραίοι στις πόρτες. Έτοιμοι προς αναχώρηση!" Είναι το αυτοκίνητο της προπαγάνδες, ένα μαύρο "Όπελ". Λαρυγγώδεις φωνές, κτηνώδη προστάγματα γερμανικά. Είμαστε μπλοκαρισμένοι. Κρυφοκοιτάζοντας βλέπουμε τους Γερμανούς των SS και εκείνους τους λεγόμενους "πεταλάδες" να ανεβοκατεβαίνουν βιαστικά στα σπίτια, κραυγάζοντας άγρια και βροντολογώντας τις πόρτες. "Τους παίρνουν τους Εβραίους!".
Ντυνόμαστε όπως όπως και κατεβαίνουμε από το πέμπτο πάτωμα στο δεύτερο, όπου επικρατούσε θρήνος και σύγχυση. Οι καινούργιοι Εβραίοι είχαν κιόλας κατεβεί και έτσι δεν τους είδαμε. Έμεναν οι δικοί μας, που βρίσκονται σε αλλοφροσύνη. Αλλοφροσύνη όχι τόσο απελπισίας, όσο ετοιμασίας. Να μην ξεχάσουν τίποτε από τα απαραίτητα, από όσα είχαν σκεφθεί. Τα βασικά τα έχουν, βέβαια, έτοιμα, από μέρες αμπαλαρισμένα, αλλά τρέχουν αλλόφρονες για τα ψιλοπράγματα. Η κυρία Σιντώ βράζει αυγό για τον Ίνο, θα είναι το τελευταίο του. Του το μπουκώνει, ενώ από την εξώπορτα κάτω έρχονται κτηνώδεις προσταγές. Οι πόρτες όλες ορθάνοιχτες, σύμφωνα με τη διαταγή. Όσοι κρυφοκοίταζαν από τα παράθυρα είδαν τις ίδιες στιγμές του Γερμανούς να τραβοκοπούν τους Εβραίους από τα σπίτια της οδού Σιατίστης και να τους σέρνουν στη φάλαγγα. Ιδίως είδαν γέρους και γριές, που τους τραβοκοπούσαν με τα νυχτικά. Στο δεύτερο πάτωμα έχουν κατεβεί και από τα άλλα πατώματα συγκάτοικοι, γυναίκες κυρίως. Φιλιούνται σταυρωτά με την κυρία Σιντώ. Μια δικιά μας σταυροκοπιέται και λέει δυνατά: «Μάρτυς μου ο Θεός, θα σας τα δώσω πίσω όλα». Φαίνεται της έχουν εμπιστευθεί πράγματα και μπορώ να πω ότι σωστά την έχουν διαλέξει.
Ένας ένας κατεβαίνουν οι Εβραίοι τη στριφογυριστή σκάλα, όπου εγώ ξύνοντας με ένα καρφί τη λαδομπογιά του τοίχου είχα γράψει με μεγάλα γράμματα ΕΠΟΝ. Ο πατέρας μου τότε κόντεψε να με δείρει. "Στο σπίτι σου μέσα το γράφεις;", μου φώναζε. Τελευταία κατεβαίνει η κυρία Σιντώ, κρατώντας τον Ίνο από το χέρι. Μισοκατεβαίνω και κοιτάζω κρυφά στην εξώπορτα. Στέκονται όλοι αραδιασμένοι στην πόρτα σαν να πρόκειται να βγουν φωτογραφία. Θα περάσει ο έλεγχος, θα δούνε αν είναι όλοι παρόντες και θα τους προσθέσουν στη γραμμή. Οι δικοί μας είναι εντάξει, όλοι παρόντες. "Καλά παιδιά". Η φάλαγγα σχηματίζεται στη Βενιζέλου.
Οι πόρτες του διαμερίσματος των Εβραίων μένουν ανοιχτές. Οι συγκάτοικες παίρνουν ό,τι μπορούν και, όπως αποδείχτηκε, καλά κάνουν. Παίρνουν κυρίως ρουχισμό και μικροπράγματα, που μπορούν να μεταφερθούν στα γρήγορα. Γιατί υπάρχει μεγάλος φόβος. Οι Γερμανοί από μέρες έχουν διακηρύξει πως όποιος παίρνει τα υπάρχοντα των Εβραίων τον περιμένει – τι άλλο; - τον περιμένει θάνατος.
Εγώ ανεβαίνω και ετοιμάζομαι για το σχολείο. Ήμουν πολύ πειθαρχικός, αλλά και ήθελα να ξεφύγω από αυτή την κόλαση. Καθώς ετοιμάζομαι βλέπω απ’ το παράθυρο στην Εγνατία φάλαγγες Εβραίων να οδηγούνται με τα πόδια στο σταθμό. Είναι Εβραίοι από άλλες γειτονιές και θα πρέπει να έχουν κινήσει πιο νωρίς από τους δικούς μας. Είναι ζωσμένοι από πάνοπλους Γερμανούς με προτεταμένα τα όπλα, σαν να είναι μεγάλοι εγκληματίες, που υπάρχει φόβος από στιγμή σε στιγμή να το σκάσουν. Στο τέλος της κάθε φάλαγγας πηγαίνουν φορεία με ανήμπορους, που τα κουβαλούν νεαροί Εβραίοι.
Τους δικούς μας Εβραίους δεν τους είδα που έφευγαν. Δε βόλευε το σπίτι κι ύστερα ήταν επικίνδυνο να κοιτάζεις από τόσο κοντά. Όταν βγήκα με την τσάντα μόλις τους είχαν πάρει, αλλά οι σκοποί χωροφύλακες ακόμα φύλαγαν στις εξόδους. Βγήκα από την έξοδο της Χαλκέων. "Πού πας;" μου είπε μαλακά ο χωροφύλακας, που φαινόταν ταραγμένος. "Σχολείο" του είπα και έκανα να του δείξω το πάσο, που είχα ως παιδί σιδηροδρομικού. "Πέρνα" μου είπε, προτού το δείξω. Κι έτσι πέρασα στην πλατεία Δικαστηρίων, που μόνο το κάτω μέρος της ήταν ελεύθερο. Το επάνω της, μέχρι το ύψος της Ιουστινιανού, ήταν μέγα γερμανικό στρατόπεδο οχημάτων, μηχανοκίνητων τανκς, αντιαεροπορικών και κάθε μηχανής πολέμου. Απορώ πως δεν μας έκαψαν τα συμμαχικά αεροπλάνα.
Τότε, εκεί ανάμεσα στα πεύκα που περιβάλλουν την Παναγία Χαλκέων, παρατήρησα ομάδες γύφτων, αλλά όχι μόνο γύφτων, που αγνάντευαν με βουλιμία προς τη γειτονιά μας. Για την ώρα όμως δεν τολμούσαν να πλησιάσουν, γιατί υπήρχαν οι σκοποί. Ήταν, βέβαια, ειδοποιημένοι και προφανώς κάπως έμπειροι από άλλα μαζέματα Εβραίων, σε άλλες γειτονιές, που είχαν γίνει τις προηγούμενες μέρες, αλλά εμείς δεν τα πήραμε είδηση. Ήξεραν πως η αυστηρή διαταγή των Γερμανών για τις εβραϊκές περιουσίες δεν ετηρείτο και τόσο, γι’ αυτό και ήταν έτοιμοι να ορμήξουν. Εγώ, φυσικά, δεν υποπτεύθηκα τέτοια πράγματα. Νόμισα πως είναι περίεργοι που κοιτάζουν.
Στο σχολείο, που βρισκόταν όπως είπα μακριά, κοντά στου Κεμάλ το σπίτι, δεν υπήρχε ιδιαίτερη συγκίνηση. Οι περισσότεροι συμμαθητές μου δεν ήξεραν καν ότι οι Γερμανοί μαζεύουν τους Εβραίους και σίγουρα κανένας τους δεν είχε δει αυτά που είδα εγώ πρωί πρωί. Σε λίγο κι εγώ ξεχάστηκα κι όταν άρχισε το μάθημα ξεχάστηκα ολότελα. Παιδί πράμα…
Το μεσημέρι γυρίζοντας άρχισα, μόλις ξαναβρέθηκα στην περιοχή της μεγάλης πλατείας, να ξαναμπαίνω στο κλίμα. Όσο πλησίαζα τόσο καταλάβαινα, ότι είχε γίνει διαρπαγή – γιάγμα. Άλλωστε, κάτι τελευταίοι κακομοίρηδες ακόμη σέρναν μπαούλα και ντιβάνια και αδειανά συρτάρια μέσα στα χώματα. Και κάτι χοντρούς τόμους βιβλίων δερματόδετους.
Στο σπίτι μας η εξώπορτα διπλανοιγμένη, παραγεμίσματα από στρώματα, χαρτιά και σκουπίδια στις σκάλες. Το διαμέρισμα των Εβραίων ορθάνοιχτο και σαφώς λεηλατημένο. Δεν είχε σχεδόν τίποτε μέσα. Σκουπίδια, βέβαια, άφθονα στο πάτωμα, στοίβες φλούδια από πασατέμπο, που φαίνεται ότι έτρωγαν οι Εβραίοι τις νύχτες της αναμονής, και σκισμένα βιβλία στο μπάνιο. Αυτά ήταν το μόνο πράγμα που με συγκίνησε. Στην κουζίνα τα πλακάκια του τζακιού ξηλωμένα, προφανώς για τον κρυμμένο «θησαυρό» και στη γωνιά του δωματίου ένα μονό κρεβάτι με σπασμένες μερικές σούστες. Στο κρεβάτι αυτό, που το ανεβάσαμε σε λίγο, κοιμόμουν ώσπου έγινα μεγάλος.
Το χειρότερο ίσως ήταν το εξής· τα τάγματα και τα συντάγματα των γύφτων δεν περιορίσθηκαν στο διαμέρισμα των Εβραίων, αλλά άρπαξαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους. Έβγαλαν όλα τα παραθυρόφυλλα της σκάλας, ακόμα και τα καπάκια από τα κουδούνια. Χρόνια κάναμε να αποκαταστήσουμε τις ζημιές. Παγώσαμε, βραχήκαμε και γλιστρήσαμε από το χιόνι και τον πάγο άπειρες φορές σε κείνη την απροστάτευτη σκάλα. Οι δικοί μου με κόπο έσωσαν το διαμέρισμά μας από τη λεηλασία. Βγήκαν και στέκονταν στο κεφαλόσκαλο αρματωμένοι με ό,τι μπορούσαν. Πάλι καλοί ήταν εκείνοι οι γύφτοι, που δεν ήταν και όλοι γύφτοι. Γιατί αν ήταν ένας απ’ τους τωρινούς θα είχαν βάλει φωτιά στο σπίτι.
Από ψηλά, από την πίσω μεριά του σπιτιού, βλέπαμε από την πρώτη μέρα κιόλας το εξής φαινόμενο: Είχαν ανοίξει τα εβραίικα μαγαζιά από πίσω και τα άδειαζαν. Δηλαδή διάφοροι κάτοικοι της οδού Κλεισούρας άδειαζαν τα μαγαζιά της Ιουστινιανού. Και έβλεπες κρεβάτια, μπουφέδες, ντουλάπες, καναπέδες, κομοδίνα, να ανεβαίνουν με σκοινιά σε δεύτερα και τρίτα πατώματα, που βέβαια δεν φαίνονταν από το δρόμο. Όλα αυτά μέσα σε φοβερή βιασύνη και σε αγωνιώδεις κινήσεις. Σε λίγες μέρες, οι Γερμανοί μοίρασαν τα μαγαζιά σε διαφόρους τύπους, που ίσως μπορεί να φαντασθεί κανείς πώς τους διάλεξαν. Αλλά τα μαγαζιά βρέθηκαν άδεια και αυτό ήταν μια καλή, αν και η μόνη, τιμωρία τους.
Στην αρχή νομίζαμε πως τους Εβραίους τους φορτώνουν αμέσως στα τρένα. Ύστερα μάθαμε ότι τους στοιβάζουν στο σταθμό, στον πανάθλιο συνοικισμό του βαρόνου Χιρς, που τον είχαν περιφράξει με βαριά συρματοπλέγματα, από τα οποία μερικά σώζονται ακόμα μέχρι σήμερα. Από κει τους παίρναν ομάδες ομάδες και τους στέλναν με εμπορικά κατάκλειστα τρένα προς τα πάνω. Άλλωστε, γρήγορα μάθαμε τα πράγματα από πρώτο χέρι.
Ο πατέρας μου ήταν μηχανοδηγός, οδηγούσε τρένα. Τα τρένα τότε σπανίως ήταν επιβατικά. Συνήθως ήταν στρατιωτικά, για το στρατό κατοχής. Σύνορα τότε στη βαλκανική δεν υπήρχαν. Ήταν παντού γερμανική στρατοκρατορία. Ιδίως με τη Σερβία ήμασταν ενωμένοι σιδηροδρομικώς. Τα ελληνικά τρένα δε σταματούσαν, όπως τώρα στην Ειδομένη. Αλλά, εάν χρειαζόταν, μέχρι Βελιγράδι ανέβαιναν. Έφευγε ο πατέρας μου και δεν ξέραμε πότε θα γυρίσει. Γυρνούσε ξαφνικά. Κατάκοπος καταλερωμένος με σαπισμένες τις κάλτσες στα πόδια του. Φοβερή κατάσταση.
Ένα βράδυ, αργά, γύρισε ιδιαίτερα φαρμακωμένος. Είχε οδηγήσει ένα τρένο με Εβραίους μέχρι τη Νις. "Μεγάλο κακό γίνεται με τους Εβραίους" έλεγε. "Τους πηγαίνουν με εμπορικά βαγόνια κατάκλειστα, χωρίς τροφή και νερό. Ακόμα και χωρίς αέρα. Οι Γερμανοί μας αναγκάζουν να σταματούμε το τρένο μέσα στις ερημιές, για να γίνει το ξάφρισμα. Μέσα από τα βαγόνια κλωτσάνε και φωνάζουν. Δεν είναι μόνο για νερό και αέρα, αλλά και για να βγάλουν τους πεθαμένους. Έβγαλαν από ένα βαγόνι ένα παιδάκι σαν το Λάκη μας", είπε και χάιδεψε τον αδελφό μου. Απάνω σ' αυτό τον έπιασαν τα κλάματα. Τρανταχτά κλάματα με λυγμούς. "Οι Γερμανοί δεν μπορούν να περπατήσουν από τα ρολόγια, τα βραχιόλια και τα περιδέραια, που μαζεύουν με το πιστόλι στο χέρι. Μου πέταξαν και μένα αυτά, στον λοκφύρερ". Ήταν κάτι άχρηστα ρολόγια, που δε δουλεύαν και ίσως να τα έχω ακόμα κάπου.
Έκανε και άλλα τέτοια τρένα αργότερα με την ίδια πάντα σύγχυση. Μας μιλούσε με φρίκη για την κόλαση του στρατοπέδου του σταθμού. Οι Γερμανοί είχαν βάλει άγριο χέρι στις γυναίκες. Οι Εβραίοι του Σταθμού είχαν καταρρακωθεί. Η πείνα, η βρόμα, οι αρρώστιες, οι κτηνωδίες. Τώρα διαβάζουμε πως οι Εβραίοι της Ελλάδας έφταναν ιδιαίτερα αδυνατισμένοι και οδηγούνταν οι περισσότεροι κατευθείαν στους φούρνους…
Σε λίγες μέρες ήρθε στο σπίτι ένα ψηλός, ξερακιανός, μεγάλης κάπως ηλικίας, Γερμανός πολίτης, συνοδευόμενος από ένα διερμηνέα. Ζήτησε να του ανοίξουν το διαμέρισμα των Εβραίων. Μπήκε μέσα και άρχισε να μετράει δυνατά τα δωμάτια: ein, jwei, drei… "Γερμανός! Το διαμέρισμα των Εβραίων θα το επιτάξει Γερμανός! Θα έχουμε τώρα συγκάτοικο Γερμανό. Ποιος ξέρει τι διάβολος είναι…", λέγαμε.
Και πραγματικά αυτός το πήρε. Αλλά δεν ήταν Γερμανός. Ήταν ένας καράβλαχος από τη Δυτική Μακεδονία, που είχε σπουδάσει στη Γερμανία και τώρα τα ’χε καλά και περίκαλα με τους Γερμανούς. Τους έκαμνε τεχνικά έργα. Αυτός εγκαταστάθηκε για χρόνια εκεί. Και η αλήθεια είναι, ότι, εκτός από τις γεροπαραξενιές του, διόλου δε μας πείραξε. Δεν ήταν καταδότης. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί και ήρθε το ΕΑΜ, τα χρειάστηκε. Άρχισε να μας γλυκομιλάει και να μας ξέρει. Εμείς ήμασταν οι προλετάριοι του μεγάρου και με μας ήθελε να τα έχει καλά. Αλλά τη γλίτωσε και τα επόμενα, δύστυχα και για μας, χρόνια δεν έμεινε θέση μεγάλη και τρανή που να μην την πάρει. Του είχαν εμπιστοσύνη απόλυτη. Φίλος των Γερμανών, βλέπεις…
Από τους Εβραίους του σπιτιού μας κανένας δε γύρισε. Πάει και η παχουλή κυρία Σιντώ, πάει κι ο μικρός Ίνο, πάει και το κοκκινομάλλικο κορίτσι. Αλλά κι από τη γειτονιά ελάχιστοι γύρισαν. Και πολύ τσακισμένοι. Έφταναν ένας ένας σιωπηλοί και ταπεινοί, έπαιρναν το σπίτι τους, αν μπορούσαν, και ξανάπιαναν τη δουλειά τους.
Έτσι, κανένα χρόνο μετά τον πόλεμο, και όταν όλα φαίνονταν μακρινά και κάπως ξεχασμένα, είδαμε μια μέρα το καφεκοπτήριο κάτω από το σπίτι μας ανοιχτό. Οι δυο νεαροί γιοι του Αζούς, οι παλαιστές ή πυγμάχοι, είχαν γυρίσει. Ο γερο-Αζούς όμως όχι. Χάθηκε κι αυτός στα μακρινά στρατόπεδα της παραφροσύνης.
Έγραψα εδώ, κατά μήνα Φεβρουάριο του 1983, όσα είδα και διεπίστωσα ο ίδιος για το διωγμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς.Και τα έγραψα μόνον για τους αθώους εκείνους και για κανέναν άλλο…
[πηγή: Γιώργος Ιωάννου, «Εν ταις ημέραις εκείναις...», Η πρωτεύουσα των προσφύγων. Πεζογραφήματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1987 (5η έκδ.), σ. 58-70]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.