Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τ’ αγνάντεμα (Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Γυμνασίου)

                                         Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης  (Φωτογραφία Παύλου Νιρβάνα)
 

Πρόσθετο υλικό

·         Γενιά του 1880 (Νέα Αθηναϊκή Σχολή)

·         Ηθογραφία

·         Ρεαλισμός

·         Βιογραφία-Εργογραφία του Παπαδιαμάντη

·         Εποχές και συγγραφείς: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Ψηφιακό Αρχείο ΕΡΤ)

·         Καλή σου νύχτα, κυρ Αλέξανδρε (Ψηφιακό Αρχείο ΕΡΤ)


O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) χρησιμοποίησε την καθαρεύουσα για τις εκτενείς περιγραφές του, ενώ για τους διαλόγους του το ιδίωμα της Σκιάθου, της ιδιαίτερης πατρίδας του. Ο Παπαδιαμάντης, γιος ιερέα και τρίτο από τα έξι παιδιά μιας φτωχής οικογένειας, έζησε μια ζωή γεμάτη στερήσεις. Ξεκίνησε γράφοντας μυθιστορήματα: Η μετανάστις (1879-80), Οι έμποροι των εθνών (1882-83), Η γυφτοπούλα (1884), σύμφωνα με τα πρότυπα των ιστορικών μυθιστορημάτων, για να στραφεί τελικά στο ηθογραφικό διήγημα, το οποίο καλλιέργησε για μια εικοσιπενταετία. Η νουβέλα του «Χρήστος Μηλιώνης», που δημοσιεύτηκε στην Εστία το 1885, θεωρήθηκε ως μετάβαση του συγγραφέα από το ιστορικό μυθιστόρημα στο ηθογραφικό διήγημα.

Από το έργο του ξεχωρίζουν τα σκιαθίτικα διηγήματα, μερικά από τα οποία αναγνωρίστηκαν ως αριστουργήματα της πεζογραφίας μας. Οι ήρωές του, ταπεινοί βοσκοί, κοπέλες, εμποράκοι, ηλικιωμένες χήρες, ναύτες και καπετάνιοι ιστιοφόρων πλοίων, συγκροτούν έναν κόσμο στον οποίο συνυπάρχουν η καλοσύνη, η αθωότητα αλλά και η κακία και ο φθόνος. Η γλώσσα του, προσωπική και ιδιότυπη, είναι επηρεασμένη από τη γλώσσα της εκκλησίας και της υμνογραφίας. Στα διηγήματά του χρησιμοποιεί το ρεαλισμό για να απεικονίσει έναν κόσμο σκληρό, που υποφέρει από τη φτώχεια και τη δυστυχία. Σε πολλά όμως από αυτά επικρατούν τα λυρικά στοιχεία και ποιητές όπως ο Ελύτης έχουν κάνει λόγο για τη «μαγεία του Παπαδιαμάντη». Ανάμεσα στα εκλεκτά του διηγήματα συγκαταλέγεται «Το μοιρολόγι της φώκιας», όπου θαυμάζει κανείς τις σκηνοθετικές ικανότητες του συγγραφέα. Από τα διηγήματά του ξεχωρίζουν τα «Στο Χριστό στο Κάστρο», «Όνειρο στο κύμα», «Ο ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου», «Τα ρόδινα ακρογιάλια». Το πιο πολυσυζητημένο έργο του όμως είναι η Φόνισσα (1903).

[Πηγή: Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας]

Διήγημα

Μαζί με τη νουβέλα και το μυθιστόρημα, το διήγημα είναι ένα από τα τρία βασικά είδη της αφηγηματικής πεζογραφίας. Οι ρίζες του χάνονται στη λογοτεχνία της αρχαιότητας· με τη μορφή όμως που το γνωρίζουμε σήμερα, εμφανίστηκε στη δυτική λογοτεχνία στις αρχές του 19ου αιώνα και, κυρίως, από το 1830 και μετά. Πολλά από τα χαρακτηριστικά του διηγήματος που θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια, καθορίστηκαν από το γεγονός ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα, τα διηγήματα δημοσιεύονταν κυρίως στις εφημερίδες, που τα ζητούσαν επίμονα, γιατί είχαν μεγάλη ανταπόκριση στο αναγνωστικό τους κοινό.


Το πρώτο χαρακτηριστικό ενός διηγήματος είναι η συντομία του. Η έκταση του, βέβαια, δεν είναι επακριβώς καθορισμένη και μπορεί να ποικίλλει αλλά σε γενικές γραμμές έχουμε να κάνουμε με μια σύντομη αφήγηση. Αυτή η συντομία οδηγεί στο δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό του διηγήματος, που είναι ένας συνδυασμός λιτότητας και πυκνότητας, τόσο στη γλώσσα όσο και στο περιεχόμενο. Συγκεκριμένα, ο μύθος, η ιστορία δηλαδή που αφηγείται ένα διήγημα, επικεντρώνεται συνήθως γύρω από ένα βασικό γεγονός, με έναν κεντρικό ήρωα. Μ' άλλα λόγια, κάθε διήγημα αποτυπώνει ένα επεισόδιο από τη ζωή του πρωταγωνιστή, το οποίο όμως αποδεικνύεται ιδιαίτερα σημαντικό για τη ζωή και τη μοίρα του και γι' αυτό αξίζει να προσεχθεί ιδιαίτερα.

Το βασικό πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει ο διηγηματογράφος είναι, ακριβώς, να μπορέσει να περάσει από το ειδικό στο γενικό: μέσα δηλαδή από την αφήγηση ενός μεμονωμένου επεισοδίου, να μπορέσει να προσφέρει στον αναγνώστη μια πλήρη ηθογράφηση και ψυχογραφία του πρωταγωνιστή, καθώς και μια συνολική αίσθηση της ζωής του. Για να το επιτύχει αυτό, δεν αρκούν μόνο η λιτότητα και η πυκνότητα· χρειάζεται επίσης μια προσεκτική επιλογή του θέματος, ένας επιτυχημένος συνδυασμός αφήγησης, διαλόγου και περιγραφής, σωστή χρήση της γλώσσας, αρχιτεκτονική διάρθρωση της πλοκής κτλ. Για παράδειγμα, ένα διήγημα μπορεί να περιλαμβάνει και κάποια δευτερεύοντα πρόσωπα ή επεισόδια, τα οποία όμως θα είναι πολύ σύντομα και θα έχουν ως βασικό τους στόχο να φωτίσουν το βασικό γεγονός ή να συμπληρώσουν την ψυχογραφία του πρωταγωνιστή.

Ανάλογα με το θέμα τους, τα διηγήματα μπορούν να διακριθούν σε ηθογραφικά, ρεαλιστικά, κοινωνικά, ιστορικά, ψυχολογικά, αστυνομικά κτλ. Στην παραδοσιακή τους μορφή παρουσιάζουν όλα τα χαρακτηριστικά που συνήθως συναντάμε στην πεζογραφία: αληθοφάνεια, συγκεκριμένο χρόνο και τόπο, θέματα από την καθημερινή ζωή κτλ. Βέβαια, το σύγχρονο διήγημα πολύ συχνά αμφισβητεί όλα αυτά τα παραδοσιακά γνωρίσματα.

 Σε ό,τι αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία, το διήγημα αναπτύχθηκε κυρίως από τη γενιά του 1880 και έκτοτε καλλιεργείται συστηματικά απ' τους πιο σημαντικούς Έλληνες πεζογράφους. Μάλιστα, μπορούμε να πούμε ότι το νεοελληνικό διήγημα έχει δώσει έργα υψηλής ποιότητας, πολύ περισσότερα απ' ό,τι το μυθιστόρημα. Σημαντικοί Έλληνες διηγηματογράφοι θεωρούνται γενικά ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Δημοσθένης Βουτυράς, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Δημήτρης Xατζής, ο Αντώνης Σαμαράκης κ.ά.

[Πηγή: Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων]


Διαβάστε τα δύο κείμενα, για να εντοπίσετε ομοιότητες και διαφορές με Τ’ αγνάντεμα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Κ. Π. Καβάφης

Δέησις


Η θάλασσα στα βάθη της πήρ'* έναν ναύτη. —
Η μάνα του, ανήξερη,
πιαίνει* κι ανάφτει

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και
ναν* καλοί καιροί —

και όλο προς τον άνεμο στήνει τ' αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,


η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θα 'λθει πια ο υιός που περιμένει.

 


 


 

Tο πετροκάραβο - Λαϊκή παράδοση από τον Πόρο

 

Aντίκρι στον καβο-Mπίστη του Πόρου και στον Kαβαλάρη των Mεθάνων είν’ ένα ξερονήσι μοναχικό και έρημο, το Πετροκάραβο. Aυτό, έναν καιρό, ήταν μία από τις μεγαλύτερες μπρατσέρες του κόσμου. Ήταν ογλήγορη και πέρναγε όλα τ’ άλλα καράβια. Kαπετάνιο είχε μια νεράιδα, που την έχασε η πολλή της περηφάνια. Γιατί δεν της έσωνε που ήταν η πρώτη στη θάλασσα, μόν’ ηθέλησε να γίνει και η πρώτη τού ουρανού. Kαι γι’ αυτό βάλθηκε να περάσει και το φεγγάρι, κι ορκίστηκε: «Ή το φεγγάρι θα περάσω, ή να χαθώ!»
          Kαι μια βραδιά η νεράιδα, αφού ετοίμασε το καράβι της, λέει στο φεγγάρι: «Έλα να ιδούμε σήμερα ποιος θα γίνει ο αφέντης της θάλασσας!» Tο φεγγάρι τραβούσε ήσυχα το δρόμο του, και η νεράιδα επάσχιζε να το φθάσει. Tρεις μέρες και τρεις νύχτες επάλευε, όσο που είδε τ’ άσπρα της πανιά να γίνουν κουρέλια. Aπό το θυμό και την ντροπή της, άρχισε να βρίζει και να καταριέται τη μάνα της. Tότε σηκώνεται μεγάλη θαλασσοταραχή, κι ένα αστροπελέκι επέτρωσε το καράβι.
          Aν τύχει και ζυγώσει κανείς εκεί, και βάλει τ’ αυτί του σε μία τρύπα που είναι στη μέση στο Πετροκάραβο, ακούει κάτι σα φωνές, σα μοιρολόγια· εκεί λεν πως ήταν η κάμαρα της νεράιδας. Kαι πολλά καράβια, όταν περάσουν από κει τη νύχτα και κάνει μεγάλη φουρτούνα, βλέπουν μπροστά στην πλώρη ένα μεγάλο κόκκινο φως τρεμουλιαστό. Mερικοί μάλιστα αλαφροΐσκιωτοι βλέπουν και μια γυναίκα, με κάτασπρα ντυμένη, να κρατεί αυτό το φως στο δεξί της χέρι.


(από το βιβλίο: Nικόλαος Γ. Πολίτης, Παραδόσεις, Γράμματα, 1994)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.