Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Διαμαντής Αξιώτης, "Η Άννα του Κλήδονα" [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Γυμνασίου]

Διαμαντής Αξιώτης (1942)



Ο Διαμαντής Αξιώτης γεννήθηκε στην Καβάλα το 1942, όπου και ζει. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές "Ιχώρ" (1966), "Ποσοστό ευθύνης" (1974), "Διαμπερές", εκδ. "Σκαπτή Ύλη" (1976), "Ύπνος μεσημβρίας", εκδ. "ΑΣΕ" (1985). Επίσης, τις ανθολογίες "Καβαλιώτες ποιητές" (1983), "Καβαλιώτες πεζογράφοι" (1985), "Διηγήματα Φώτη Πρασίνη" (1987), όλες από τις εκδόσεις της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καβάλας. Πεζογραφική παρουσία, η συλλογή αφηγημάτων "Το μισό των Κενταύρων", εκδ. "Παρατηρητής" (1990), "Ξόβεργα με μέλι", 1η έκδοση εκδ. "Τραμ" (1994), 2η έκδοση εκδ. "Νεφέλη" (1994). Υπεύθυνος, επί σειρά ετών, των λογοτεχνικών περιοδικών "Σκαπτή Ύλη" και "Υπόστεγο". Από το 1986 συνεργάζεται με την Ελληνική Ραδιοφωνία.
[Πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]



  • Περισσότερες πληροφορίες για το έργο του Διαμαντή Αξιώτη θα βρείτε στην προσωπική του ιστοσελίδα: http://axiotisd.gr/
  •  Για τη σημασία του μήνα Ιούνιου και το έθιμο του Κλήδονα: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CE%BF%CF%8D%CE%BD%CE%B9%CE%BF%CF%82
  • Για τα θρακικά έθιμα επισκεφθείτε την επίσημη ιστοσελίδα του Συλλόγου Θρακιωτών Επαρχίας Νέστου: http://www.syl-thrak-nestos.gr/images_sylogos/ethima/ethima.html
  • Ακούστε το τραγούδι "Ο Κλήδονας" από την Αλέκα Μαβίλη και το παραδοσιακό "Τραγούδι του Κλήδονα" από την Κυριακή Σπανού.

  Το έθιμο του Κλήδονα

Από τις μαθήτριες: Λιάκου Σοφία, Παπαθανασίου Χρύσα

Η λέξη ‘Κλήδονας’ προέρχεται από την αρχαία λέξη ‘η κληδών’, που σημαίνει ο προγνωστικός ήχος, το μαντικό σημάδι και ο συνδυασμός τυχαίων ή άσχετων μεταξύ τους λέξεων  κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής, στις οποίες αποδιδόταν προφητική σημασία.
Το έθιμο ‘Κλήδονας’ διαρκεί 2 ημέρες, την 23η και 24η Ιουνίου, όταν γιορτάζουμε τον Άγιο Ιωάννη τον Κλήδονα, που λέγεται και Ριζικάρης, αφού η παράδοση λέει ότι φέρνει τύχη ή Ριγανάς, επειδή την ημέρα αυτή έβγαιναν και μάζευαν ρίγανη πρωί-πρωί, πριν απ’ την ανατολή του ηλίου, αφού πίστευαν πως έχει μαγική δύναμη.
Την παραμονή του Αϊ-Γιαννιού (23/6) οι ανύπαντρες κοπέλες μαζεύονται σε ένα από τα σπίτια του χωριού, όπου αναθέτουν σε κάποια ή σε κάποιες να φέρουν από το πηγάδι το «αμίλητο νερό». Επιστρέφοντας στο σπίτι, όπου τελείται ο κλήδονας, το νερό μπαίνει σε πήλινο δοχείο, την υδροφόρο, στο οποίο η κάθε κοπέλα ρίχνει ένα αντικείμενο (μήλο πράσινο ή κόκκινο, κόσμημα, κλειδί κ.ά.), το λεγόμενο ριζικάρι. Στη συνέχεια το δοχείο σκεπάζεται με κόκκινο ύφασμα, το οποίο δένεται γερά με ένα κορδόνι («κλειδώνεται») και τοποθετείται σε ταράτσα ή άλλο ανοιχτό χώρο. Εκεί παραμένει όλη τη νύχτα υπό το φως των άστρων. Οι κοπέλες επιστρέφουν ύστερα στα σπίτια τους. Λέγεται ότι τη νύχτα αυτή θα δουν στα όνειρά τους το μελλοντικό τους σύζυγο.
Την 24η Ιουνίου, πριν βγει ο ήλιος, ώστε να μη χαθεί η μαντική επιρροή των άστρων, η υδροφόρος νεαρή της προηγούμενης μέρας φέρνει μέσα στο σπίτι το αγγείο. Το μεσημέρι ή το απόγευμα συγκεντρώνονται και πάλι οι ανύπαντρες κοπέλες, καθώς και παντρεμένες γυναίκες, συγγενείς και γείτονες και των δύο φύλων για να παίξουν το ρόλο μαρτύρων της μαντικής διαδικασίας.
Καθισμένη στο κέντρο, η υδροφόρος νεαρή βγάζει ένα-ένα από το αγγείο τα αντικείμενα, που αντιστοιχούν στο «ριζικό» κάθε κοπέλας και μια άλλη με ποιητικό ή μαντικό ταλέντο απαγγέλει ταυτόχρονα τυχαίες μαντινάδες. Οι μαντινάδες  είναι επηρεασμένες μόνο από τη θέα του ριζικαριού, αφού η μαντιναδολόγος δεν ξέρει σε ποια ανήκει το κάθε ριζικάρι. Η μαντινάδα που αντιστοιχεί στο αντικείμενο της κάθε κοπέλας θεωρείται ότι προφητεύει το μέλλον της και σχολιάζεται από τους υπόλοιπους.
Αφού βγουν όλα τα ριζικάρια από το υδροφόρο αγγείο, η υδροφόρος νεαρά χύνει το νερό του αγγείου μέσα σε ένα πηγάδι σταυρωτά και στη συνέχεια το σκεπάζει με ένα κόκκινο πανί. Το μεσημέρι ή τα μεσάνυχτα οι κοπέλες και κάποιοι νεαροί, σηκώνουν προσεκτικά το πανί, ώστε να μη δει φως το νερό του πηγαδιού, και βάζουν μέσα το κεφάλι τους. Παράλληλα, η υδροφόρος με ένα καθρέφτη κατεβάζει τις ακτίνες του ηλίου ή του φεγγαριού μέσα στο πηγάδι και οι κοπέλες ρίχνοντας με ειδικό τρόπο μία – μία τα ριζικάρια τους μέσα στο πηγάδι, στα κύματα του νερού του πηγαδιού βλέπουν υπερφυσικά ή μεταφυσικά φαινόμενα, όπως αγαπημένα πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή το πρόσωπο που θα παντρευτούν κ.ά., τα οποία ερμηνεύουν μετά οι μεγαλύτερες γυναίκες.
Σημειώνεται ότι:
α) Όσοι παρακολουθούν αυτή την ιεροτελεστία πρέπει να έχουν αυτοσυγκέντρωση αλλά και μυστικότητα.
β) Αν το πηγάδι δεν έχει καθαρό και πόσιμο νερό δε γίνεται να πραγματοποιηθεί το έθιμο του Κλήδονα.
Στο Βυζάντιο, την παραμονή του Αγίου Ιωάννη, οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν  σε κάποιο σπίτι ή στη γειτονιά, όπου γινόταν τραπέζι με μορφή γαμήλιου δείπνου. Εκεί παρευρισκόταν κάποιο νεαρό κορίτσι ντυμένο νύφη. Στο τέλος της βραδιάς, ο κάθε παρευρισκόμενος έριχνε ένα αντικείμενο σε ειδικό αγγείο με νερό, απ’ όπου το έβγαζε στη συνέχεια η «νύφη» με τη μορφή κλήρου ως απάντηση στην ερώτηση του καθενός για το τι επιφύλασσε το μέλλον.
 

Παράλληλο κείμενο

Εμμανουήλ Ροΐδη, «Το ξεστούπωμα»

        Το να νυστάζη τις χωρίς να ημπορή να κοιμηθή είναι βάσανος, την οποίαν καλώς γνωρίζουν κατά τα θερινά καύματα οι Αθηναίοι. Αν δοκιμάση ν' αναγνώση, στερείται μετ’ ολίγον της ικανότητος να κρατή τους οφθαλμούς ανοικτούς, αλλ' ευθύς άμα σβύση το κηρίον, τον αναγκάζει να τους ανοίξη και πάλιν η ανικανότης να κοιμηθή. Η τοιαύτη μεταξύ νυσταγμού και αϋπνίας πάλη και τα αλλεπάλληλα αψίματα και σβυσίματα του κηρίου παρατείνονται πολλάκις μέχρι της πρωίας, ή της εξαντλήσεως της θήκης των πυρείων. Ουδεμίαν γνωρίζω κατάστασιν οδυνηροτέραν της νυσταλέας ταύτης αγρυπνίας, αν τύχη μάλιστα να επιδεινώσωσι ταύτην δαγκάματα σκνιπών και κωνώπων. Εις ταύτα προστίθενται πολλάκις και τα κέντρα της συνειδήσεως, κατά τας τοιαύτας προ πάντων ώρας ελεγχούσης ημάς, δι' όσα έτυχε να πράξωμεν κατά το διάστημα του βίου μας ανόητα ή κακά έργα. Το τελευταίον τούτο έκλινα να υποθέσω ιδιαιτέραν μου ψυχοπάθειαν, μέχρις ου έτυχε ν' ανεύρω εις την 'Φιλοσοφίαν του Ασυνειδήτου' του Εδ. Χάρτμαν ακριβή του ικανώς, ως φαίνεται, συνήθους τούτου φαινομένου περιγραφήν. Το κυρίως χαρακτηρίζον την ψυχικήν ταύτην διάθεσιν είναι ότι βλέπομεν τα πράγματα ως δια μεγεθυντικού φακού, θεωρούντες άξια να ζυγισθώσιν εις την πλάστιγγα της τελευταίας κρίσεως παραπτώματα, εις τα οποία θα ηρκείτο ο παπάς να επιβάλη ως επιτίμιον είκοσι μετάνοιες και τριήμερον αποχήν από οίνου και ελαίου, ως εκανόνισε την εξής ιδικήν μου αμαρτίαν.
        Ο ήλιος εμεσουράνει κάθετος επί της κεφαλής, ενώ ανηρχόμην μετά ομηλίκου δωδεκαετούς συμμαθητού μου τον ανήφορον, τον άγοντα εις γείτονα της Ερμουπόλεως εξοχήν καλουμένην Πισκοπειό, ή σχολαστικώς Επισκοπείον. Ως πάντες γνωρίζουσι, τα βουνά της Σύρου είναι γυμνότερα του Αδάμ, το χόρτον είναι τελείως άγνωστον και η βλάστησις περιορίζεται εις ψωριώσας τινάς το φθινόπωρον φασκομηλέας και ηλιοκαείς κατά το θέρος ακάνθας.
        Εις απόστασιν ολίγων βημάτων προηγείτο ημών κατάξηρος κ' εκείνος ψωραλέος όνος, σύρων επιπόνως βαρέλαν ύδατος, τοποθετημένην επί είδους διτρόχου χειραμάξης υπό την οδηγίαν γραίας χωρικής. Το πρόσωπον αυτής δεν εβλέπαμεν, αλλά μόνην την ράχιν, ήτις τοσούτον είχε κυρτωθεί υπό το βάρος των ετών και των μόχθων, ώστε εσχημάτιζεν ορθήν σχεδόν με τα σκέλη της γωνίαν.
        Τον όνον, την βαρέλαν και την γραίαν είχαμεν ακολουθήσει μηχανικώς, από την παρά τους πρόποδας του λόφου βρύσιν μέχρι της εγγιζούσης κορυφής αυτού, ασθμαίνοντες και άφωνοι εκ της ζέστης και του καμάτου. Ο πυρακτωμένος κονιορτός έκαιεν ως θερμή στάχτη τας πτέρνας των ποδών μας, ενώ ετύφλωνε τους οφθαλμούς μας των λευκών βράχων η ακτινοβολία. Παντός είδους μύγαι εβόμβουν περί την κεφαλήν μας και αι ακρίδες επερίμεναν σχεδόν να τας πατήσωμεν, δια να τιναχθώσι δι' ενός πηδήματος εις μακράν απόστασιν, ανοίγουσαι ως ριπίδιον τα κόκκινα ή γαλανά των πτερά.
        Η γραία έσυρε πάντοτε το καπίστρι, ως να ήθελε να βοηθήση την επίπονον πρόβασιν του ασθμαίνοντος υποζυγίου της· οι κακώς προσηρμοσμένοι τροχοί έτριζαν πενθίμως και το επ' αυτών βαρέλιον εξηκολούθει να ταλαντεύεται προς δεξιάν και αριστεράν ως μεθυσμένος βρακάς.
        Κατ' εκείνην την στιγμήν ο μεσημβρινός δαίμων μού ενεφύσησεν ιδέαν, ήτις μ' έκαμε να γελάσω.
        ― Γιαννακό, εψιθύρισα εις το ωτίον του συντρόφου μου, δεικνύων δια του δακτύλου το εκ στουπίου πώμα της βαρέλας, δεν θα ήτο νόστιμον ν' ανοίξωμεν την βρύσιν;
        Η ιδέα μου τόσον του ήρεσεν, ώστε τον έκαμεν αμέσως να λησμονήση την κούρασίν του· επλησίασεν επί της άκρας των ποδών εις το βαρέλι, έθεσε την χείρα επί του υγρού σώματος, εστράφη τότε να με κοιτάξη, εξέφραξε μετά ενθαρρυντικόν νεύμα μου την οπήν και το νερόν εξεχύθη ως κρυστάλλινος κρουνός επί της κονιορτώδους ατραπού.
        Περιττόν να είπω ότι ευθύς μετά το πραξικόπημα ευρέθη και πάλιν πλησίον μου ο Γιαννακός, ή ότι οι τέσσαρες πόδες μας ήσαν έτοιμοι εις φυγήν. Κατεσκοπεύαμεν την γραίαν, ήτις όμως δεν εστράφη, δια τον λόγον ότι ήτο βαρύκοος η δυστυχής.
        Εφ' όσον εξηκολούθει η χύσις, το βήμα του όνου απέβαινε ταχύτερον· το κενωθέν βαρέλι αντί να βαρυταλαντεύεται ως μεθυσμένος, εχόρευεν ευθύμως κατά τας ανωμαλίας της οδού μεταξύ των δύο τροχών οίτινες ανακουφισθέντες κ' εκείνοι από το υπερβολικόν βάρος έπαυσαν να τρίζωσιν απαισίως. Μετ' ολίγον αντί να σύρεται ο όνος υπό της γραίας, ήρχισε να σύρη εκείνος την γραίαν. Τούτο ήτο τόσον ασύνηθες, ώστε την έκαμε να υποπτεύση ότι κάτι έκτακτον είχε συμβή. Εσταμάτησεν, αφήκε το κάρον να προχωρήση εν ή δύο βήματα και είδε την άφρακτον τρύπαν, εκ της οποίας απέσταζαν αι τελευταίαι ρανίδες του τόσον επιπόνως μετακομισθέντος υγρού.
        Τότε μόνον έστρεψε την κεφαλήν και μας είδε και είδομεν και ημείς το πρόσωπόν της. Ωμοίαζεν εκατοντούτις, κάτισχνος, ξηρά και μαύρη ως μούμια εξ Αιγύπτου. Επεριμέναμεν φωνάς, ύβρεις, κατάρας ή και πετροβόλημα. Ουδέ λέξιν όμως μας είπεν, αλλ' ηρκέσθη να στενάξη· αδύνατον όμως είναι να λησμονήσω το άφωνον παράπονον του βλέμματος αυτής, όταν επέρασεν έμπροσθέν μας επιστρέφουσα να μεταγεμίση το βαρέλι της εις την μακράν απέχουσαν βρύσιν. Τον Γιαννακόν έτυχε να επανίδω εις την Αίγυπτον μετά είκοσιν όλα έτη και ουδ' εκείνος το είχεν λησμονήσει.
[πηγή: Εμμανουήλ Ροΐδης, «Το ξεστούπωμα» (1898), Άπαντα, τόμος Ε', φιλολογική επιμέλεια Άλκης Αγγέλου, Αθήνα, Eρμής 1978, σ. 263-265]


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.