Κεφάλαιο 1
Ο γέρο-Γιάννης
Δευτέρα, 9 (τουλάχιστον έτσι λέει το παλιό χαλασμένο ρολόι) το βράδυ,
1652 στην κρεβατοκάμαρά μου.
Σήμερα θα έλεγα ότι ήταν μια παράξενα ενδιαφέρουσα μέρα. Θα σκεφτείς τώρα Μιχαήλ,
ότι ο γέρο-Γιάννης είναι, άρα πιθανότατα του ανέθεσε κάποιος ευγενής κανένα
διαμέρισμα να φτιάξει για τους υπηρέτες, που έγιναν πολλοί. Λυπάμαι αγαπημένε
μου φίλε, αλλά αυτή τη φορά θα σε διαψεύσω.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και ανακάθισα. Πράγματι,
τι παράξενη μέρα και τούτη.
Από την πρώτη ματιά θα έλεγες ότι τίποτα παράξενο δεν έγινε σήμερα, αλλά
και πάλι λέει το παλιό ρητό ότι τα φαινόμενα απατούν. Αυτό το ξέρεις καλά,
πιστεύω. Θυμάσαι εκείνο το παλιό εργοτάξιο στο οποίο δουλεύαμε για λογαριασμό
του δούκα; Ακόμη εκεί είμαι και τυραννιέμαι, επειδή δεν μας δίνουνε οι
ξυλοκόποι ξύλα. Τέλος πάντων. Αυτό είναι άλλο θέμα.
Τον περασμένο μήνα λοιπόν, ήρθε ένας νέος εργάτης στο εργοτάξιο. Ένας νεαρός
άντρας, τον λένε Γκάλαντιν. Νομίζω. Δεν είναι ότι τον άκουσα και ποτέ να
μιλάει, άμα δεν είναι απόλυτα απαραίτητο. Όπως και να ‘χει, μου έκανε παράξενη
εντύπωση ετούτος ο νεαρός. Καταρχάς είναι τα παράξενα χαρακτηριστικά του. Δεν
συναντάς σε ανθρώπους τέτοια. Τα μαλλιά του, με πιστεύεις ή όχι, είναι μαβιά.
Στέκονται ψηλά με ένα περίεργο τρόπο. Για τα μάτια του μη με ρωτάς. Τα καλύπτει
με ένα πανί. Τυφλός είναι, θα σκεφτείς. Να που δεν είναι όμως. Μάλιστα, μπορεί
και βλέπει κάτω από εκείνο το πανί. Πώς έβγαλα αυτό το συμπέρασμα είναι απλό.
Μπορεί τώρα ένας τυφλός να διαβάσει χειρόγραφο; Όχι. Ποτέ μου δεν τον είδα να
τα βγάζει εκείνο το μαντήλι από τα μάτια του και εγώ ποτέ δεν τον ρώτησα γιατί.
Θα πεις Μιχαήλ, ότι γέρασε ο παλιόφιλός και μαλάκωσε, αλλά τον συμπαθώ πολύ
αυτόν τον νεαρό. Είναι ο μοναδικός που δεν με βρίζει για τον μισθό.
Θα με ρωτήσεις τώρα, τι κάθεται ο ξεμωραμένος και σε γεμίζει με αυτές τις
σκέψεις. Λοιπόν, το περίεργο περιστατικό που έγινε σήμερα έχει σχέση με
εκείνον. Ως συνήθως, τον πήρα μαζί μου μαζί με εκείνο το θεριό, τον Λόγχεριν –
θυμάσαι εκείνον τον μπρατσαρά με τη γερακίσια μύτη που κάνει για τρεις άντρες,
σωστά; - και πήγαμε από του Γκόβαμοβ να πάρουμε τους μεντεσέδες και τα κουφώματα
από τα παραθύρια που του παραγγείλαμε. Στην επιστροφή περάσαμε και από την
αγορά, πουλάνε τώρα τελευταία και κοσμήματα. Πού τα βρήκαν οι αλήτες δεν ξέρω.
Ο Γκάλαντιν πήγε και κοντοστάθηκε μπροστά στον πάγκο, και χάζευε εκείνα τα
ασημένια και χρυσά τριαντάφυλλα που φτιάχνουν τώρα τελευταία. Με το που τον
είδε ο Λόγχεριν, με γύρισε από την άλλη και μου πετάει μία « Πάμε να φύγουμε». Κάτι γίνεται τώρα μ’ αυτούς τους δύο, δεν μπορεί.
Κι ενώ πηγαίναμε να φύγουμε και να αφήσουμε τον Γκάλαωτιν στης ησυχία του,
Τσακ! μπαίνουν κλέφτες.
Πήρα άλλη μία βαθιά ανάσα και συνέχισα το
γράψιμο.
Ωχ αμάν ‘βαγγελίστρα. Θα γίνει η αγορά ρημαδιό, σκέφτηκα. Ποιος νοιάζεται
για τους αγρότες της συμφοράς, θα μου πεις, αλλά εγώ νοιάστηκα, όχι για κανέναν
άλλο λόγο, αλλά επειδή θα μου τα πρήξει η γυναίκα μου μετά που δεν θα έχει πού
να κουβεντιάζει με τις φιλενάδες της. Το άχτι της γυναίκας πάνω στον άντρα
πέφτει και αυτό ξεπάστρεψε κι εμένα, κι εσένα κι όλα τα θύματα του γυναικείου
φίλου.
Αλλά να μην σ’ ενοχλώ μ’ αυτές τις σκέψεις κι ας επιστρέψουμε στο θέμα μας.
Ο Λόγχεριν και ο Γκάλαντιν, με το που είδαν τον χαμό, πήραν τα σπαθιά από την
αστυφυλακή που κοίταζε το σκηνικό με σαγόνια ως το πάτωμα και όρμησαν στους
κλέφτες αντί για εκείνους (ε ρε γλέντια με την χυλόπιτα που θα ρίξει ο δούκας
στους αστυφύλακες αύριο!) και όχι μόνο τους νίκησαν, τους πήραν και όλα τα
χρήματα που είχαν πάνω τους! Κι ήταν κι αξιοσέβαστο ποσό. Τη βολέψαμε όλοι μια
χαρά. Κατάφερα μάλιστα να ξεχρεώσω και το νοίκι. Τελικά άμα το πήρε ο Γκάλαντιν
εκείνο το χρυσαφί λουλούδι που χάζευε, δεν ξέρω επειδή με αναγνώρισε εκείνος ο
μπάρμαν απ’ το παλιό στέκι μας (τι ωραίες εποχές και τούτες!) και με πέταξε έξω
από την αγορά με τις κλοτσιές.
Αυτά είχα να σου πω φίλε μου κι ελπίζω να είσαι καλά (πόσο καλά μπορώ να
είμαι με τους ρευματισμούς μου, θα μου πεις, αλλά έτσι μωρέ, για το έθιμο) και
να λάβω απάντησή σου προτού τα τινάξει εκείνο το γαϊδούρι που έχεις για τις
επιστολές.
Ο παλιόφιλος,
Γιάννης
Την επόμενη μέρα, σύμφωνα με το ρολόι, είχα
παρακοιμηθεί και η γυναίκα μου ούρλιαζε, αλλά όταν ήρθα τρεχάτος από το σπίτι
(τι σπίτι, παράγκα), ανακάλυψα ότι το ρολόι πήγαινε τώρα όχι μία, αλλά δύο ώρες
πίσω. Κάθισα λοιπόν και περίμενα. Μια ώρα. Εμφανίστηκε ο Γκάλαντιν. «Όλα
καλά;», τον ρωτάω. Μου γνέφει. Καθίσαμε λοιπόν να περιμένουμε μαζί. Ν’ αρχίσεις
συζήτηση με τον Γκάλαντιν αδύνατο. Μετά από κανά δεκάλεπτο εμφανίστηκε κι ο
Λόγχεριν. «Τι έγινε, το ξεχρέωσες το νοίκι;», με ρωτάει. Εγώ τον αγριοκοίταξα
και ορκίζομαι (άλλο καινούριο κι αυτό!) ότι άκουσα τον Γκάλαντιν να γελάει.
«Καλά, εσύ αυτό λες αντί για καλημέρα;». Εδώ είναι που γελάει ο Γκάλαντιν.
Γέλασε και δεν απάντησε. Σιγά - σιγά λοιπόν μαζεύτηκαν όλοι οι εργάτες. Ενώ
δουλεύαμε λοιπόν, ο Λόγχεριν φωνάζει μία: «Ο Γκάλαντιν σήμερα το πρωί
γελούσε!».
Βουβαμάρα. Σιωπή. Νεκροταφείο. Γυρίσαμε όλοι
και κοιτούσαμε τον Γκάλαντιν.
«Τι;! Δικαίωμά μας δεν είναι να γελάμε;».
Όπα ρε βαγγελίστρα, δωσ’ μου ένα λεπτό. Φωνάζει
ο Γκάλαντιν; Πιο εύκολα κάνεις σε ψοφίμι ανάκριση παρά παίρνεις απάντηση από
τούτον.
Βάλαμε όλοι τα γέλια. Κι ο Γκάλαντιν δεν
κρατήθηκε, γέλασε και αυτός.
Συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.