Βιογραφία – Εργογραφία: Για τη ζωή και το έργο της Μαρούλας Κλιάφα, εδώ.
Λογοτεχνικό είδος: επιστολικό μυθιστόρημα. «…Η απότομη και ιδιαίτερα έντονη ανάπτυξη του είδους τον 18ο αι. οφείλεται στο ότι η παρουσίαση ενός μυθιστορήματος με τη μορφή επιστολών ανάμεσα σε συγκεκριμένα πρόσωπα δίνει στον συγγραφέα τη δυνατότητα να παρουσιάσει το έργο του ως αληθινή μαρτυρία.[…] η χρήση της επιστολής ως βασικής αφηγηματικής μονάδας προσφέρει και μια σειρά από άλλα πλεονεκτήματα, τα οποία οι συγγραφείς της εποχής δεν αργούν να ανακαλύψουν και να εκμεταλλευτούν: για παράδειγμα, δίνει τη δυνατότητα για εύκολη εναλλαγή θεμάτων, προσώπων και αφηγητών, για δημιουργία πλοκής και ταυτόχρονη παροχή πληροφοριών στον αναγνώστη κτλ.
(Πηγή: Γιάννης Ν. Παρίσης, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 669).
Θέμα: Ο ρατσισμός και ο αντίκτυπός του στα άτομα
Τίτλος: Ο τίτλος είναι μεταφορικός. Η πορεία της ζωής για την κατάκτηση της ευτυχίας είναι γεμάτη εμπόδια και δυσκολίες. Απαιτεί κουράγιο, πείσμα, υπομονή, προσπάθεια και ψυχική δύναμη. Όταν μάλιστα διαφοροποιείσαι λόγω κάποιου χαρακτηριστικού τότε τα εμπόδια όπως και οι προσπάθειες υπερπήδησής τους είναι ακόμη περισσότερα.
Περίληψη: Το απόσπασμα αποτελείται από δύο επιστολές, της Βερόνικας, ενός δεκαπεντάχρονου κοριτσιού αλβανικής καταγωγής, και της Ελένης, μιας συνομήλικής της Ελληνίδας. Η Βερόνικα περιγράφει στη φίλη της τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η οικογένειά της από τους ρατσιστές γείτονές της και εξομολογείται τα συναισθήματά της, της πικρίας και του φόβου. Η Ελένη συμμερίζεται τα συναισθήματα της φίλης της και την παρηγορεί. Ωστόσο, μέσα από την επιστολή της αφήνει να διαφανεί ότι και η ίδια αντιμετωπίζει κάποια διακριτική μεταχείριση, καθώς είναι ένα άτομο με κινητικά προβλήματα, γεγονός που ωστόσο αποκρύπτει από τη φίλη της.
Ενότητες -Πλαγιότιτλοι:
· Η επιστολή της Βερόνικας: Τα παράπονα της Βερόνικας για τη ρατσιστική αντιμετώπιση από τους γείτονές της
· Η επιστολή της Ελένης: Η παρηγοριά και η στήριξη της Ελένης
Χαρακτηρισμοί:
· Βερόνικα: Ευαίσθητη και ειλικρινής απέναντι στη φίλη της. Υποφέρει από τη συμπεριφορά των γειτόνων της και αναζητά συμπαράσταση.
· Ελένη: Συμπαραστέκεται στη φίλη της, ωστόσο αποκρύπτει τη δική της κατάσταση. Φαίνεται ότι και η ίδια είναι θύμα ρατσιστικών συμπεριφορών και ότι δεν έχει αποδεχτεί τα κινητικά προβλήματα που έχει.
· Γείτονες της Βερόνικας: Κινούμενοι από άγνοια και προκαταλήψεις ασκούν λεκτική βία απέναντι στην οικογένεια. Δεν δίνουν το παραμικρό περιθώριο στους νέους ένοικους να τους γνωρίσουν και να τους αποδεχτούν. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, παρόλο που έχει θετική στάση απέναντι στην οικογένεια, αποδέχεται την κατάσταση και δεν προβαίνει σε καμία ενέργεια.
· Η οικογένεια της Βερόνικας: Με τη στάση τους απέναντι στη βίαιη συμπεριφορά των γειτόνων καταρρίπτουν τα στερεότυπα. Με αξιοπρέπεια αντιμετωπίζουν την επίθεση που δέχονται, χωρίς να ανταποδίδουν με αντίστοιχο τρόπο.
Αφήγηση – αφηγηματικοί τρόποι: α’ πρόσωπο (επιστολές), β’ πρόσωπο (όταν απευθύνονται η μία στην άλλη), ευθύς λόγος (στην 1η επιστολή), περιγραφή γεγονότων, διάλογος (στην 1η επιστολή), αφήγηση, σχόλιο.
Γλώσσα -ύφος: απλή, καθημερινή, προφορικότητα. Ο ευθύς λόγος προσφέρει αμεσότητα και ζωντανεύει τα γεγονότα. Τα αποσιωπητικά τονίζουν τη συγκινησιακή φόρτιση του προσώπου. Το ύφος είναι άμεσο, συγκινησιακό.
Εκφραστικά μέσα:
· Μεταφορές: π.χ. από πού κρατάει η σκούφια τους
· Ασύνδετα: π.χ. οικονομική άνεση, ομορφιά, έρωτα
· Εικόνες: π.χ. Προ ημερών η μαμά συνάντησε στο ασανσέρ την κυρία
· Ρητορικές ερωτήσεις: π.χ. Γιατί μερικοί άνθρωποι γίνονται τόσο κακοί;
Ρατσισμός: περισσότερα για το φαινόμενο του ρατσισμού, στην ιστοσελίδα Μικρόκοσμος
Παράλληλο κείμενο: Αντώνης Σουρούνης, «Ξενοφοβία»
Το σήμα κατατεθέν του πατέρα μου ήταν πάντα το χοντρό του μουστάκι. Στη δεκαετία του ’50, όταν πήγε στη Γερμανία να δουλέψει, μετά από λίγο καιρό ο προϊστάμενος στο εργοστάσιο του είπε:
«Ή τη δουλειά ή το μουστάκι. Διάλεξε ποιο από τα δύο θες να χάσεις».
Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολύ λίγοι ξένοι κι ακόμη λιγότεροι ξένοι με μουστάκι. Όταν θέλησε να μάθει το λόγο, του είπαν ότι οι Γερμανοί συνάδελφοι τον βλέπουν και τρομάζουν. Ο πατέρας μου ήξερε καλά τί θα πει τρόμος. Είχε ζήσει τη σφαγή της Σμύρνης, είχε ζήσει το αλβανικό μέτωπο, τον Εμφύλιο, τη φτώχια, την ανεργία, δεν ήθελε λοιπόν να τρομάζει τους ανθρώπους. Το ξύρισε. Τώρα όμως τρόμαξε ο ίδιος και σ’ ένα μήνα το ξανάφησε.
«Ας με διώξουν», είπε. «Δεν θα μου λεν οι Γερμανοί πώς να ξυρίζομαι».
Δεν τον έδιωξαν, γιατί είχαν προλάβει να δούνε όλοι πως δίχως εκείνες τις τρίχες ήταν κι αυτός ένας συνηθισμένος άνθρωπος σαν τους ίδιους και δεν υπήρχε λόγος να τον φοβούνται. Είχαμε προλάβει όμως κι εμείς να διαπιστώσουμε γιατί οι γείτονές μας Γερμανοί δεν καλημέριζαν την καλημέρα μας. Μας φοβούνταν. Εμείς φοβόμασταν αυτούς κι αυτοί εμάς. Όταν μπαίναμε στο μπακάλικο να ψωνίσουμε, ο μπακάλης βιαζόταν να ξεμπερδεύει μαζί μας, κι αν τύχαινε κανένας γείτονας να ’ρχεται από απέναντι, άλλαζε καλού κακού πεζοδρόμιο. Οι ποσότητες των τροφίμων που αγοράζαμε τον είχαν τρομάξει και το είχε διαδώσει παντού. Άλλωστε μας έβλεπαν όλοι που γυρίζαμε καταφορτωμένοι. Αφού πεινούσαμε τόσο, γιατί να μη φάμε και άνθρωπο; Πού ξέρανε με τί τρεφόμασταν εκεί απ’ όπου ήρθαμε; Δυο βήματα παρακάτω ήταν η Αφρική, μπορεί κι ένα βήμα. Γιατί λοιπόν να μην καταβροχθίζομε κι ανθρώπους; Εδώ που τα λέμε, ίσως και να το κάναμε, αν δεν είχαμε τη δουλειά μας και δε χορταίναμε απ’ αυτήν.
Ο δρόμος όπου έμεναν οι γονείς μου ήταν ένας εργατικός δρόμος, όπου σπάνια συναντούσες άνθρωπο. Ολημερίς βρίσκονταν κλεισμένοι στα εργοστάσια, ολοβραδίς μπρος στην τηλεόραση κι ολονυχτίς κοιμούνταν. Όποιος έκανε κάτι έξω απ’ αυτά ήταν ύποπτος. Οι συμπατριώτες μας που έρχονταν από μακριά να γιορτάσουμε τις άγιες μέρες τούς τρόμαζαν και τους πανικόβαλλαν. Παρακολουθούσαν πίσω από τις κουρτίνες τα αυτοκίνητα που κατέφθαναν γεμάτα οικογένειες, ταψιά και τεντζερέδες και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τί συμβαίνει. Για κείνους ήταν άγριες μέρες και δεν ησύχαζαν ώσπου ν’ ακούσουν τ’ αυτοκίνητα να φεύγουν. Ρωτούσαν το σπιτονοικοκύρη μήπως υπήρχε καμιά κρυφή ταβέρνα μες στο σπίτι του και ποιος πληρώνει όλα τούτα τα φαγιά. Εκείνος φοβόταν πιο πολύ απ’ όλους, γιατί είχε καταντήσει να ’ναι ξένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Μόνο η δική του οικογένεια ήταν γερμανική κι ούτε ήξερε μέχρι πότε θα εξακολουθούσε να ’ναι. Μέσα στο αχούρι του ζούσαν άλλες δύο οικογένειες αλλοδαποί, μια ιταλική και μια ακόμα ελληνική. Οι μόνοι γκάσταρμπάιτερ σ’ ολόκληρη την περιοχή. Όλοι αυτοί ανεβοκατέβαιναν τις σάπιες σκάλες που χρησιμοποιούσαν η γυναίκα του και τα παιδιά του, μπαινόβγαιναν στο ίδιο αποχωρητήριο της αυλής με ξεκούμπωτα πουκάμισα και λυμένα ζωνάρια και ανοιγόκλειναν την ίδια πόρτα, που πίσω της ποτέ δεν ήξερες τί σε περιμένει. Τα ’λεγε όλα αυτά στους γείτονες, όταν τον κατηγορούσαν πως έφερε μες στα πόδια τους αγριωπούς και πεινασμένους αγνώστους για μια χούφτα μάρκα. Προσπαθούσε να τους πείσει ότι τα κεφαλάκια και τα έντερα που έβλεπαν να κουβαλάνε οι νοικάρηδές του προέρχονταν από αρνάκια που αγόραζαν κανονικά από τα σφαγεία κι όχι από σφαγμένους Γερμανούς. Τί να πει κι ο ίδιος, που τα παιδιά του του μιλούσαν ήδη λέξεις ακαταλαβίστικες και τρώγανε όλ’ αυτά τα σκατά. Το σπίτι του βρομοκοπούσε σκόρδο χωρίς να το βάζει στο στόμα του. Όπως κι εκείνοι μισούσε το σκόρδο κι όμως ήταν αναγκασμένος ν’ ανέχεται την μπόχα του, για να μπορεί ν’ αγοράζει τα λουκάνικα που τόσο αγαπούσε.
Η κόρη του αγάπησε το σκόρδο, επειδή προηγουμένως αγάπησε τον Έλληνα που το ’τρωγε. Όταν περνάω από την Κολονία, πηγαίνω και τους βλέπω.
«Το καλοκαίρι θα ’ρθω στην Ελλάδα», μου λέει κάθε φορά ο παλιός μου σπιτονοικοκύρης. «Ο εγγονός μου μου μαθαίνει ελληνικά».
Ποτέ δεν ήρθε. Και γιατί νά ’ρθει άλλωστε; Η Ελλάδα πήγε κοντά του.
[πηγή: Αντώνης Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 32002, σ. 43-45]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.