Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

"Ιππότες του δρόμου" της Ελένης Φ.



Κεφάλαιο 6
Έλλη
Κουβάλησε το δίσκο με τα ποτά στην τραπεζαρία του παλατιού, όπου ο Δούκας έτρωγε το γεύμα του. Από την άλλη πλευρά του μακρόστενου, σκοτεινού δωματίου καθόντουσαν όρθιοι κάτι αξιοθρήνητοι με στολές αστυφύλακα. «Το δίσκο με το φαγητό.», μου παρήγγειλε ο Δούκας. Εγώ υποκλίθηκα ελαφρά και γύρισα στην κουζίνα.
Η μαγείρισσα με υποδέχτηκε. «Τι γίνεται πάνω;», με ρώτησε.
«Θα σου πω όταν γυρίσω.». Πήρα το δίσκο με τα φαγητά και τον κουβάλησα στην τραπεζαρία. Τον άφησα μπροστά στο Δούκα και τακτοποίησα τα πιάτα στο τραπέζι.
«Ο μπάτλερ πού είναι;», με ρώτησε.
«Αρρώστησε και είναι κατάκοιτος στο κρεβάτι, αφέντη μου.». Απέφυγα να του πω την αλήθεια. Όλες αυτές οι τυπικότητες ήταν απλώς για κάλυψη.
«Μπορείς να φύγεις.», μου είπε ο Δούκας.
Υποκλίθηκα ελαφρά, βγήκα από το δωμάτιο και αμέσως έστησα αυτί. Από μέσα διέκρινα τη φωνή του δούκα. «Και πώς έμοιαζαν αυτοί που σας πήραν τα σπαθιά;». Τους πήραν τα σπαθιά; Ε ρε χυλόπιτα που θα πέσει! Ξεκινάει με το “πώς τολμάτε” και δωσ’ του. Χαμός.
«Ο ένας ήταν θηριώδης. Τέρας κανονικό, τεράστιος! Πάνω από δύο μέτρα! Και είχε κάτι μπράτσα!…» Απογοητεύτηκα. Ίσως τελικά να μην έπεφτε και τόση χυλόπιτα. «Ο άλλος ήταν… πιο παράξενος.». Οι ελπίδες μου αναπτερώθηκαν.
«Τι εννοείς πιο παράξενος;», ρώτησε ο Δούκας με απειλητικό τόνο. Θα γίνει χαμός!, σιγοτραγούδησα από μέσα μου.
«Ε…, είχε μοβ μαλλιά…», όπα ρε μεγάλε, το παράκανες κιόλας «και τα μάτια του ήταν δεμένα μ’ ένα πανί.». !!!
«Και πώς γίνεται να πολεμάει κάποιος με δεμένα μάτια;». Ωχ. Ξεκινάει η χυλόπιτα.
«Δεν… ξέρω κύριε.».
«Θα σου απαντήσω εγώ. ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ!». Ακούστηκε ένα πιάτο να σπάει. Μετά βίας συγκρατούσα τα γέλια μου. «ΠΩΣ ΤΟΛΜΑΤΕ ΝΑ ΨΑΧΝΕΤΕ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΣΟ ΑΧΡΗΣΤΟΙ ΕΙΣΤΕ!». Ουουου! Αναρωτιέμαι τι θα γίνει στο τέλος. «ΑΜΑΡΤΗΣΑΤΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΘΕΟ ΠΑΡΑΔΕΧΟΜΕΝΟΙ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΔΑΙΜΟΝΩΝ!». Τι έκανε λέει; «ΑΣΠΑΖΕΣΤΕ ΑΙΡΕΣΕΙΣ!». Ρε συ Δούκα, πας καλά; Ουπς! Δεύτερο σπασμένο πιάτο. Καλύτερα να την κάνω.
Κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες για την κουζίνα και τα ‘πα όλα στην μαγείρισσα με τι νι και με το σίγμα.
Μετά από πολλή ώρα συλλογισμού, μου απάντησε. «Πρέπει να προσέχουμε πολύ τον Μπάτλερ. Δεν πρόκειται να προδώσει τον εαυτό του, αλλά τώρα που ο Δούκας άρχισε να παίρνει μια μικρή ιδέα για το τι συμβαίνει στον έξω κόσμο, μπορεί να βάλει τον μπάτλερ στο μάτι!».
«Ναι,», της απάντησα «αλλά δεν τους πίστεψε!».
«Ποτέ δεν ξέρεις.». Σταμάτησε για μια στιγμή. «Καλύτερα να πας να του πεις τα νέα.».
Έγνεψα καταφατικά και πήγα τρέχοντας στα διαμερίσματα των υπηρετών. Έφτασα μπροστά στη πόρτα του και χτύπησα. «Σαμουήλ, να μπω;».
«Μόνη σου είσαι;».
«Ναι.».
«Μπες.».
Μπήκα λοιπόν κι εκείνος σηκώθηκε όρθιος από το κρεβάτι. Φορούσε μόνο το παντελόνι του. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Όχι μπροστά του. Όχι μπροστά στο μεγαλείο ενός αγγέλου.
Δυνατή και κομψή κορμοστασιά και ασημένια μαλλιά. Το πρόσωπό του νέο, αλλά το βλέμμα του σοφό, συνειδητοποιημένο. Το πιο θαυμαστό όμως ήταν τα φτερά του. Μεγάλα, δυνατά, καλυμμένα από ολόλευκα πούπουλα, πιο άσπρα και αφράτα από το χιόνι και τα σύννεφα. Έμεινα να χαζεύω.
«Τι έγινε;». Η φωνή του με προσγείωσε στην πραγματικότητα.
«Να, μόλις τώρα ο δούκας φώναξε κάτι αστυφύλακες – σκέτοι βλάκες – επειδή κάτι τύποι τους πήραν τα σπαθιά, και λέει τώρα ο ένας αστυφύλακας ότι ένα από τους τύπους που τους τα πήραν είχε τάχα μου μοβ μαλλιά και έβλεπε με δεμένα μάτια. Βλακείες, λέω εγώ, αλλά επέμενε η μαγείρισσα επέμενε να σου πω, επειδή μπορεί να σε βάλει στο μάτι ο δούκας.».
Ο Σαμουήλ σοβάρεψε. «Πρόσεξε την απουσία μου;».
«Ναι, ρώτησε πού είσαι και εγώ του είπα ότι αρρώστησες και ότι είσαι κατάκοιτος στο κρεβάτι.».
Γέλασε ελαφρά. «Αναρωτιέμαι πώς θα του φανεί όταν δεν με βρει εκεί.».
«Γιατί, σκοπεύεις να πας κάπου; Το ξέρω ότι το φτερό σου είναι πιασμένο.».
«Και οι πτήσεις είναι η καλύτερη θεραπεία.».
«Τουλάχιστον να ελέγξω εάν κοιμήθηκε ο δούκας.».
«Δεν του έριξες τίποτα στο φαΐ;», με ρώτησε.
«Εγώ του έριξα.». Γύρισα και είδα την μαγείρισσα στην πόρτα. «Θα κοιμάται όλη μέρα σαν πουλάκι.».
Ο Σαμουήλ χαμογέλασε. «Να έρθω μαζί σου;», τον ρώτησα. «Χρειάζομαι να πάρω λίγο αέρα.».
«Καλύτερα να πάρεις το πανωφόρι σου,», με συμβούλεψε «διότι θα πάρεις πολύ αέρα.».
«Να πάρω και λίγα λεφτά να πάω στην αγορά. Μείναμε από μήλα.».
Αφού πήρα μερικά λεφτά, πήγαμε τρέχοντας στον βόρειο πύργο, που ήταν και ο ψηλότερος. Κρατήθηκα σφιχτά από πάνω του και πηδήξαμε από το παράθυρο. Με ένα χτύπημα των φτερών του ο Σαμουήλ μας ύψωσε πολύ ψηλά, πάνω από τον πύργο. Η θέα ήταν καταπληκτική. Μέσα σε λίγα λεπτά φτάσαμε πάνω από την αγορά. Ο Σαμουήλ με άφησε σε ένα σημείο κοντά στην αγορά και μετά έφυγε.
Άρχισα να ψάχνω τον πάγκο με τα μήλα. Τον βρήκα γρήγορα και ο πωλητής με υποδέχτηκε. «Καλώς την Έλλη μας!».
«Γεια σας κύριε. Θα πάρω αυτά εδώ.».
«Δεν μου λες Έλλη, τις άκουσες τις φήμες;».
«Εκείνες για τους κλέφτες στην αγορά; Ναι.».
«Να ξέρεις, ό, τι ακούσεις σχετικά με αυτό, αληθινό είναι. Αλλά εγώ δεν μιλούσα για αυτές τις φήμες. Για τις άλλες έλεγα. Τις άλλες λέω, τις σημερινές.».
«Τι έγινε σήμερα;».
«Τις φήμες για τους γίγαντες στο δάσος τις ξέρεις;».
«Όλοι τις ξέρουν.».
«Ε, άκου κι αυτό. Οι φήμες αποδείχτηκαν εν μέρει αληθινές. Διότι σήμερα εμφανίστηκε ένας γίγαντας στην αγορά.».
Σοκαρίστηκα. «Τι πράμα;!».
«Ήταν φως φανάρι ότι δεν ήταν άνθρωπος. Δεν φαινόταν για μεγαλύτερος από δώδεκα χρονών, αλλά περνούσε τους πάντες στην αγορά δύο κεφάλια, μη πω και τρία. Και τέτοια ρούχα, πρώτη φορά είδα. Δεν φορούσε χιτώνα, όπως όλος ο κόσμος, αλλά κάτι σαν κι αυτά που φοράνε εκείνοι οι συμμορίτες των “Ιπποτών του Δρόμου”, σαν να ήρθε από το μέλλον. Να μην αναφέρω τα μάτια του. Κόκκινα και μαβιά, και δεν είχαν καθόλου κόρες. Τον ρώτησε βέβαια ο σιδεράς πόσο χρονών είναι, αλλά εκείνος απάντησε είκοσι τρία. Δεν τον πιστεύω καθόλου. Όχι όταν κυκλοφορεί με συμμορίτες των Ιπποτών. Και μάλιστα τον αρχηγό τους.».
«Πώς και άρχισε ο σιδεράς τις ερωτήσεις; Αυτός ποτέ δεν ενδιαφέρεται για τίποτα.».
«Ο σιδεράς, Έλλη, άρχισε να φέρεται πολύ παράξενα τώρα τελευταία. Λέει ότι θα πάει διακοπές. Άκουσον, άκουσον!». Ο σιδεράς. Διακοπές.
Τον ευχαρίστησα για τις πληροφορίες, πλήρωσα για τα μήλα και επέστρεψα στο παλάτι. Εκεί βρήκα τον Σαμουήλ να έχει μόλις επιστρέψει από τη βόλτα του. Του τα είπα όλα με το νι και με το σίγμα. Το ενδιαφέρον είναι, ότι σύμφωνα με αυτόν, αυτοί οι συμμορίτες μπήκανε στο δάσος σήμερα το πρωί.
Νομίζω ότι πρέπει να αρχίσω τις ερωτήσεις. Και ξέρω ακριβώς από ποιο άτομο θα ξεκινήσω.
Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.