Τα έθνη δημιουργούσι την Ιστορίαν, ουχί η Ιστορία τα έθνη.
Συντελεί όμως πάντοτε εις την ηθικήν αυτών επίρρωσιν
και ενίοτε εις την εκπλήρωσιν των τιμιωτάτων
αυτών πόθων.
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, 1886
Σκοπός αυτής της
εργασίας είναι να παρουσιάσει τον τρόπο πρόσληψης των ευρωπαϊκών
ιστοριογραφικών επιρροών και αντιλήψεων από τους εθνικούς μας ιστοριογράφους (Ζαμπέλιο,
Παπαρρηγόπουλο, Λάμπρο, Καρολίδη) κατά το β’ μισό του 19ου αι. και
τις αρχές του 20ου. Παράλληλα εξετάζονται τα εθνικά διακυβεύματα του
νεοσύστατου ελληνικού κράτους σε σχέση με τα ιστοριογραφικά ερωτήματα, τα
κριτήρια επιλογής των κατάλληλων ερμηνευτικών σχημάτων που ανταποκρίνονταν σε
αυτά, καθώς και η διαδικασία συγκερασμού επιστήμης και ιδεολογίας με την οποία συγκροτήθηκε η εθνική μας
ιστοριογραφία.
Το ιστορικό πλαίσιο των ιστοριογραφικών αναζητήσεων
Η ίδρυση του ελληνικού κράτους αποτέλεσε υπό μία έννοια το επιστέγασμα μιας μακρόχρονης ιδεολογικής πορείας, κατά την οποία η έννοια του έθνους είχε καταστεί κυρίαρχη όχι μόνο σε κοινωνικό, πολιτικό και πνευματικό επίπεδο αλλά και ως ιστοριογραφική αναζήτηση και τεκμηρίωση.[1] Η συγκρότηση όμως του νεοελληνικού κράτους θα αποτελέσει στην πραγματικότητα την αφετηρία για νέα ιστοριογραφικά ζητούμενα. Η ανάγκη ανασυγκρότησης του παρελθόντος του, η κατανόηση των λόγων της παρακμής σε όλα τα επίπεδα κατά τους προηγούμενους αιώνες και η δικαίωση της επανάστασης του 1821 ως η συνέχεια μιας πορείας προόδου που είχε ανασταλεί λόγω αλλότριων δυνάμεων θα καταστούν τα διακυβεύματα του μικρού κρατιδίου σε όλη τη διάρκεια του 19ου αι. Η σύνδεση αυτή με το παρελθόν, ως απαραίτητου παράγοντα για την οικοδόμηση των θεσμών του νεοσύστατου κράτους –που προέκυψε από επανάσταση, βρέθηκε ωστόσο υπό την κηδεμονία της βαυαρικής αντιβασιλείας-[2] θα τεθεί αρχικά από τις ιστορικές σχολές της δυτικής Ευρώπης για να ακολουθήσουν στη συνέχεια και οι εγχώριες δυνάμεις.[3]
Η σύνδεση των νεότερων Ελλήνων με τους αρχαίους προγόνους τους ήταν αναμφισβήτητο γεγονός για το σύνολο σχεδόν των φιλελλήνων ευρωπαίων ιστορικών, αντίληψη που είχε παγιωθεί κατά την περίοδο του ευρωπαϊκού και του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ιστοριογραφικοί προβληματισμοί για την έννοια του ελληνικού έθνους είχαν διατυπωθεί από τον Δημήτριο Καταρτζή, το Ρήγα Βελεστινλή και τον Αδαμάντιο Κοραή αναδεικνύοντας τη συλλογική ταυτότητα των Ελλήνων μέσα από πολιτισμικά στοιχεία, όπως η γλώσσα, διαφοροποιώντας τους με αυτόν τον τρόπο από άλλες βαλκανικές εθνικές ομάδες.[4] Η ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους ήταν επομένως δεδομένη για το σύνολο της ιστορικής σκέψης της περιόδου. Το δεδομένο αυτό ωστόσο δεν μπορούσε να απαντήσει σε ένα βασικό ιστορικό ζήτημα, της «υπερχιλιετούς» επιβίωσης των Ελλήνων ως έθνους και ενώ υπόκειτο σε συνεχή υποταγή από αλλόφυλους κατακτητές.[5] Το ζήτημα αυτό ήταν κομβικό για τη δικαίωση της Μεγάλης Ιδέας και του γεωπολιτικού σχεδιασμού της ενσωμάτωσης εδαφών με «αλύτρωτο» ελληνισμό στον κορμό του μικρού κράτους σε μια περίοδο ανάδυσης και των γειτονικών βαλκανικών εθνικισμών. Αν προστεθεί και η απόρριψη για το «ομόαιμο» αρχαίων και σύγχρονων Ελλήνων με τη θεωρία περί «εκσλαβισμού» και «εξαλβανισμού» που θα διατυπώσει ο Φαλμεράιερ (1830), η ιστοριογραφία του 2ου μισού του 19ου αι. θα στρατευθεί στην τεκμηρίωση της τρισχιλιετούς επιβίωσης του έθνους.[6]
Οι αναζητήσεις αυτές αλλά και οι απαντήσεις τους δεν θα είναι μακριά βέβαια από τα συμβαίνοντα στη Γηραιά Ήπειρο. Αντίθετα θα λέγαμε ότι ακολουθούν είτε πιστά είτε επιλεκτικά τις ιστοριογραφικές τάσεις που παρουσιάζονται ως τεκμηριωτικές των εθνικών διεκδικήσεων κυρίως στα γερμανικά πανεπιστήμια, τα οποία βρίσκονται κάτω από τη βαριά σκιά του ιστορισμού του Λέοπολντ Φον Ράνκε. Η αναζήτηση των «πραγματικών γεγονότων» με το θεϊκά υποκινούμενο νόημά τους, θα γίνει το προπαγανδιστικό άρμα για την εξυπηρέτηση των εθνικών στόχων του γερμανικού καθεστώτος.[7] Αυτή η αντίληψη θα υιοθετηθεί πρόθυμα και θα προσαρμοστεί ανάλογα και από τους Έλληνες ιστοριογράφους της περιόδου. Εδράζοντας στα γεγονότα του παρελθόντος τα διακυβεύματα του παρόντος και τις προσδοκίες του μέλλοντος θα συμπληρωθεί και από το έργο μια σειράς άλλων Ευρωπαίων ιστοριογράφων, που ασχολούμενων και με την ελληνική ιστορία, θα προσφέρουν την απαραίτητη πρώτη ύλη για την στέρεα οικοδόμηση του ελληνικού παρελθόντος.
Αυτό που ασφαλώς δυσχέρανε την προσπάθεια τεκμηρίωσης, σύμφωνα και με τις αρχές του ιστορισμού, ήταν η έλλειψη βεβαιωμένων γραπτών πηγών, άρα η αδυναμία να γραφτεί στην περίπτωση αυτή πολιτική ιστορία. Με αφετηρία αυτό το γεγονός και υπό την επίδραση της γαλλικής ρομαντικής σχολής φιλέλληνες ιστορικοί θα στραφούν στην ανακάλυψη εκείνων των πολιτισμικών στοιχείων –γράμματα, τέχνες, γλώσσα – που θα αποδείκνυαν τη δυναμική παρουσία του ελληνικού λαού ακόμη και σε συνθήκες υποδούλωσης.[8]
Ζαμπέλιος – Παπαρρηγόπουλος: οι εθνικοί στυλοβάτες
Η ανάγκη λοιπόν απάντησης στις ιστοριογραφικές εθνικού ενδιαφέροντος προκλήσεις οδήγησε αρχικά τους αποκαλούμενους και εθνικούς ιστοριογράφους μας, τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, στην επιλεκτική αναζήτηση εκείνων των ιστορικών προτάσεων, ελληνικής ή – κατά κύριο λόγο - ξένης προέλευσης, που θα μπορούσαν με οιονδήποτε τρόπο να τεκμηριώσουν επιστημολογικά έστω και επιμέρους θεματικές της ελληνικής ιστορικής συνέχειας.[9] Ήδη από το 1845 ο Παπαρρηγόπουλος είχε εντοπίσει την απουσία των Ελλήνων από τη μελέτη της βυζαντινής ιστορίας, προνομιακό πεδίο μελέτης Ευρωπαίων ερευνητών, όπως ο Τζορτζ Φίνλεϊ, που ήδη είχε δώσει κάποιες ικανοποιητικές απαντήσεις στο ζήτημα της ιστορικής μετάβασης.[10]
Η προβληματική τους εντοπιζόταν στο κενό χρόνου- με την έννοια της απουσίας εθνικού αισθήματος και πολιτικής κυριαρχίας - από την αρχαιότητα στην εθνική παλιγγενεσία[11] και άρα στη ανάγκη ένταξης στο ιστορικό σχήμα δύο «προβληματικών» παρουσιών: των αρχαίων Μακεδόνων και της ένταξής τους στο ελληνικό έθνος, καθώς και των Βυζαντινών μέσα από τη έννοια του εξελληνισμού του ανατολικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.[12]
Το αποφασιστικό βήμα θα γίνει από τον Ζαμπέλιο με τη δημοσίευση των Δημοτικών Ασμάτων (1852) και την ένταξη στην ελληνική ιστορία της μακεδονικής και της βυζαντινής περιόδου, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο την έννοια της συνέχειας της ελληνικής ιστορίας, ενώ θα τοποθετήσει την ανάδυση του νέου ελληνισμού κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο και μέσα από τη σύγκρουση του ορθόδοξου ελληνικού Βυζαντίου με την ελληνορωμαϊκή Δύση, μια άποψη που είχε διατυπωθεί και από φιλέλληνες ιστορικούς στις προηγούμενες δεκαετίες[13].
Υιοθετώντας τα ερμηνευτικά σχήματα των Γάλλων ρομαντικών ιστοριογράφων σε συνδυασμό με τις θεωρίες της ενότητας της ελληνικής ιστορίας του Τσιγκάιζεν και της μετάβασης από τη ρωμαϊκή στη βυζαντινή αυτοκρατορία του Φίνλεϊ, ο Ζαμπέλιος, χωρίς να αρνείται την άποψη των Διαφωτιστών για τον καταπιεστικό χαρακτήρα της ρωμαϊκής άρχουσας τάξης, διατύπωσε τη θεωρία του σταδιακού εξελληνισμού της αυτοκρατορίας μέσα από τη δράση ενός ελληνικού λαού καθοδηγούμενου από την Ορθόδοξη Εκκλησία.[14] Η θεωρία αυτή που θεωρούσε τη βυζαντινή μοναρχία ως ρωμαϊκή[15] ήταν και η κυρίαρχη αφήγηση της περιόδου. Σύμφωνα με αυτή οι Έλληνες γνώρισαν διαδοχικές κατακτήσεις από Μακεδόνες, Ρωμαίους και «εξελληνισμένους» Βυζαντινούς λόγω της παρακμής τους και τώρα ήρθε η ώρα της αναγέννησης με πρότυπο βέβαια την κλασική Ελλάδα. Έτσι ο Ζαμπέλιος θα διαχωρίσει την πολιτική ιστορία της μοναρχίας, η οποία τεκμαίρεται από τις γραπτές πηγές, από την ιστορία του βυζαντινού ελληνισμού, η οποία φανερώνεται μέσα από τα πολιτισμικά κατάλοιπα, όπως οι θρύλοι και οι παραδόσεις, αντίληψη που υιοθετήθηκε από τον Ωγκυστέν Τιερρύ. Αυτή η ερμηνεία ωστόσο θα προκαλέσει τη σφοδρή αντίδραση του Παπαρρηγόπουλου, καθώς η θεώρηση της μοναρχίας ως ρωμαϊκής αντιστρατευόταν τα γεωπολιτικά συμφέροντα του ελληνικού κράτους που θεωρούσε εαυτό ως νόμιμο κληρονόμο των βυζαντινών εδαφών.[16]
Την πιο πειστική ωστόσο επεξεργασία στην ιδέα του ελληνικού έθνους θα δώσει εντέλει ιστοριογραφικά ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην Ιστορία του ελληνικού έθνους (1853). Χρησιμοποιώντας στοιχεία από τον Τυπάλδο, το Ρενιέρη και κυρίως το Ζαμπέλιο[17] από τους Έλληνες και τον Ντρόυζεν, τον Μακώλεϋ, τον Καρλάιλ, τον Γκρότε και τον Γκιζό από τους Ευρωπαίους[18], ο Παπαρρηγόπουλος θα υποδείξει τον μεσαιωνικό ελληνισμό ως την κατεξοχήν περίοδο απόδειξης της τρίσημης συνέχειας του ελληνικού έθνους.
Με κριτήριο προσδιορισμού τη γλώσσα το ελληνικό έθνος διακρίνεται στο πέρασμα των αιώνων από ενότητα και συνέχεια.[19] Επομένως δεν θεωρούνται ελληνικές μόνο οι πόλεις-κράτη της αρχαιότητας αλλά και όλα τα κρατικά μορφώματα που τις διαδέχτηκαν στο πέρασμα των αιώνων, των Μακεδόνων και των Βυζαντινών συμπεριλαμβανομένων, τα οποία, έχοντας «εξελληνιστεί»[20] λόγω της ανωτερότητας του ελληνικού πολιτισμού, θα εισαγάγουν το αυτοκρατορικό ιδεώδες, έτσι όπως παρουσιάζεται στο έργο του Ντρόιζεν και μέσα στα πλαίσια του γερμανικού ιστορισμού,[21] και άρα της πλήρωσης της γεωπολιτικής αποστολής του ελληνικού κράτους μέσω της Μεγάλης Ιδέας. Σε σύγκριση μάλιστα με τον δυτικό Μεσαίωνα το Βυζάντιο θα αναδεικνυόταν ως η δύναμη εκείνη που προστάτευσε τον πολιτισμό, τη γλώσσα και τη θρησκεία από τις ανατολικές επιβολές.[22]
Η
ενσωμάτωση της βυζαντινής περιόδου είναι αυτή που ολοκληρώνει ουσιαστικά το
σχήμα της ελληνικής συνέχειας (αρχαίος, μεσαιωνικός, νέος ελληνισμός) με
απαραίτητη προϋπόθεση την πολιτισμική (γλωσσική και θρησκευτική) ενοποίηση της
ανατολικής Μεσογείου μέσω των αλεξανδρινών κατακτήσεων[23], με
κάθε ελληνισμό να δέχεται από τη θεία πρόνοια μια συγκεκριμένη αποστολή με
παγκόσμια διάσταση.[24] Παρόλο που αρχικά η θεωρία αυτή θα γνωρίσει
σοβαρές επιφυλάξεις[25] θα
διοχετευθεί μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος και του πολιτικού λόγου στο
ευρύτερο σώμα της κοινωνίας έτσι ώστε να
αποτελεί βασική παραδοχή μέχρι σήμερα. Ο ίδιος ο Παπαρρηγόπουλος πιστεύοντας
απόλυτα στην υποταγή της επιστήμης στην εξυπηρέτηση των εθνικών επιδιώξεων[26] θα
εγκαινιάσει τη διάδοση των ιδεών του σε μια πρώιμη μορφή δημόσιας ιστορίας,
εμπλέκοντας και την ελληνική κοινωνία στη σχέση ιστορίας και πολιτικής,[27] εμπλοκή
που παραμένει ζωντανή ως σήμερα.
Λάμπρος – Καρολίδης: Δυο ξένοι στον ίδιο σκοπό
Η επόμενη φάση στην ελληνική ιστοριογραφία (τέλη 19ου – αρχές 20ου) θα σημαδευτεί από το έργο δύο πολύ σημαντικών - αν και ιδεολογικών αντιπάλων – ιστορικών: του Σπυρίδωνα Λάμπρου και του Παύλου Καρολίδη. Ομόσταβλοι στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με βίους παράλληλους και συγκρουόμενους κατά περίπτωση, θεμελίωσαν νέα επιστημολογικά παραδείγματα, επηρεάζοντας και κατευθύνοντας τη νεοελληνική ιστοριογραφία. Η στάση τους απέναντι στο έργο του Παπαρρηγόπουλου μπορεί να χαρακτηριστεί ως αμφίθυμη, καθώς στήριξαν το κυρίαρχο τρίσημο σχήμα χωρίς ωστόσο να διστάσουν να έρθουν ενίοτε και σε ρήξεις.[28] Σπουδαγμένοι και οι δύο στη Γερμανία θα ακολουθήσουν εντούτοις διαφορετικούς δρόμους: ο Λάμπρος στα βήματα του Ράνκε και ο Καρολίδης στην υιοθέτηση της παγκόσμιας Ιστορίας.
Ο Σπυρίδωνας Λάμπρος (1851-1919) θα είναι αυτός ο οποίος θα προωθήσει τις βυζαντινές σπουδές[29] αλλά και ένα νέο μοντέλο στην επιστήμη της Ιστορίας στον ελληνικό χώρο . Με σπουδές στο Βερολίνο και τη Λειψία[30] και κάτω από την επιρροή του κυρίαρχου ρεύματος του ιστορικού θετικισμού θα προσπαθήσει να συνδυάσει την ιστορική έρευνα με την εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος . Εκκινώντας από τον Σαβινιύ και με σαφείς αναφορές στο έργο του Ράνκε[31] μαρτυρείται η επίδραση που άσκησε τόσο ο ίδιος όσο και οι δάσκαλοί του της Πρωσικής Σχολής Ντρόιζεν και Μόμμσεν[32] στην επιστημονική του συγκρότηση, η οποία θα διαμορφώσει τόσο τα θεωρητικά σχήματα και μεθοδολογικά εργαλεία όσο και την πολιτική κατεύθυνση που θα λάβει το επιστημονικό του έργο.[33]
Η θήτευσή του στον ιστορικισμό εκδηλώνεται με σαφήνεια με την προτεραιότητα που δίνει στον εντοπισμό και στην καταγραφή γραπτών τεκμηρίων, τα οποία είτε δημοσίευε αυτούσια είτε τα χρησιμοποιούσε ως πηγές στο έργο του. Με τη συγκρότηση των αρχειακών συνόλων που προέκυψαν ο Λάμπρος θα περιχαρακώσει τα ερευνητικά ζητούμενα και για τις επόμενες γενιές των Ελλήνων ιστορικών.[34] Η μεθοδολογία και η πρακτική που θα ακολουθήσει για την έκδοση των πηγών –πρωτοποριακή για τα ελληνικά πράγματα – θα αποτελέσουν και το αντικείμενο διδασκαλίας στα φροντιστηριακά μαθήματα, στα «σεμινάρια» («ασκήσεις»)[35] που θα εγκαινιάσει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών εντάσσοντας σ’ αυτά και τις βοηθητικές επιστήμες.[36] Σκοπός των μαθημάτων αυτών ήταν η προετοιμασία των μελλοντικών ιστορικών εκπαιδεύοντάς τους σε πρακτικές εμπειρικής έρευνας, αρχειακής τεκμηρίωσης και έκδοσης– ανάλογες με αυτές στον ευρωπαϊκό χώρο - αλλά και κανόνων για τη συγκρότηση επιστημονικού έργου, όπως η χρήση υποσημειώσεων.[37] Η σπουδαιότητα που έδινε στην ύπαρξη των αρχείων μαρτυρείται από την επιμονή του για την ίδρυση κρατικού αρχείου, το οποίο και θα επιτύχει το 1914.[38]
Η στροφή αυτή στον θετικισμό δεν αμφισβητεί τις εθνικές επιδιώξεις ούτε στοχεύει στον κλονισμό του τρίσημου σχήματος. Αντίθετα επιδιώκει την πληρέστερη ενσωμάτωση των υπό μελέτη περιόδων στην εθνική συνέχεια.[39] Έχοντας στο επίκεντρο των επιστημονικών του αναζητήσεων πτυχές της βυζαντινής ιστορίας και της ιστορίας των δυτικών κυριαρχιών, παρουσίασε παράλληλα ένα πολυσχιδές έργο με κυρίαρχη στόχευση την προώθηση, μέσω της επιλεκτικής διαχείρισης των τεκμηρίων του παρελθόντος, των ιδεολογικών και πολιτικών στόχων του ελληνικού κράτους.[40] Στα πλαίσια αυτά θα προσεγγίσει και τα «πρωτοεμφανιζόμενα» επιστημονικά πεδία της γλωσσολογίας και της λαογραφίας και μέσω της συνεργασίας του με τους «εθνικούς» εκπροσώπους τους, το Γεώργιο Χατζηδάκι και το Νικόλαο Πολίτη, θα παρουσιάσει έναν επιστημονικό λόγο που θα εδραιώσει, σε συνδυασμό με τον εμπειρισμό των ερευνών του, την έννοια του έθνους ως μεθοδολογική αρχή. [41] Η ανάδυση των βαλκανικών εθνικισμών και η διεκδίκηση του Βυζαντίου ως τμήμα και της δικής τους ιστορίας θα κινητοποιούσαν τον Λάμπρο και προς την κατεύθυνση των δημοσιεύσεων σε ξενόγλωσσα περιοδικά, ώστε να διασφαλίσει τη σταθερή υπενθύμιση των ελληνικών θέσεων.[42]
Η συνειδητοποίηση επίσης ότι η ελληνική ιστοριογραφική παραγωγή είναι ανεπαρκής, θα τον οδηγήσει σε ένα πλούσιο μεταφραστικό έργο, το οποίο θα εμπλουτίσει με δικές του εισαγωγές και επίμετρα, ενισχύοντας το αποδεικτικό οπλοστάσιο της ενσωμάτωσης ιστορικών περιόδων στο ελληνικό ιστορικό συνεχές. Καθώς στο κέντρο των επιδιώξεών του είναι η δημιουργία μελλοντικών ιστορικών, τους οποίους πίστευε ότι θα μπορούσε να αντλήσει μέσα από τη δεξαμενή των λειτουργών μέσης εκπαίδευσης, ενδιαφέρθηκε και για τη βιβλιογραφική υποστήριξή τους, με πιο χαρακτηριστική τη μετάφραση το 1902 της Εισαγωγής εις τας ιστορικάς μελέτας των Λανγκλουά και Σενιομπός, σύγγραμμα με σαφείς επιρροές από τη γερμανική ιστοριογραφία. [43]
Η «ρομαντική ιστορική επιστήμη»[44] του Λάμπρου μπορεί να προβληματίζει σε σχέση με τη δοσολογία ιστορίας και μυθοπλασίας που περιείχε στο έργο του, ωστόσο η συμβολή του στη νεοελληνική ιστοριογραφία και στην ενίσχυση του τρίσημου σχήματος παραμένει αδιαμφισβήτητη.
Ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα είναι και η περίπτωση του Παύλου Καρολίδη (1849-1930), καππαδοκικής καταγωγής και οθωμανικής υπηκοότητας, στοιχεία που θα κατευθύνουν τόσο το έργο του όσο και τον πολιτικό του βίο. Με σπουδές και αυτός στη Γερμανία θα διδάξει στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας (1877-1878) Ιστορία των μέσων και νεωτάτων αιώνων και θα καταλάβει την έδρα του Παπαρρηγόπουλου .[45]
Ο Καρολίδης με μια περισσότερο φιλοσοφική θεώρηση της ιστορίας ασχολήθηκε κυρίως με μεθοδολογικά και θεωρητικά ιστορικά ζητήματα, οπτική που εφάρμοσε και στα φροντιστήριά του. Η σύνδεση αυτή ιστορίας–φιλοσοφίας θα δώσει και το στίγμα του Καρολίδη ως ιστορικού και καθηγητή στα τέλη του 19ου αι., ερχόμενος σε ρήξη και με τον Παπαρρηγόπουλο και με τον σύγχρονό του Λάμπρο και αναπαράγοντας ουσιαστικά το κλίμα των διενέξεων της ίδιας περιόδου στα γερμανικά πανεπιστήμια .[46]
Επηρεασμένος από τη φιλοσοφία της ιστορίας του 18ου αι. και τις αντιλήψεις των ιστορικών της «σχολής της Χαϊδελβέργης»- και σε αντίθεση με τη σημασία της έννοιας του έθνους στον γερμανικό ιστορισμό- ο Καρολίδης θα υποστηρίξει την ιδέα μιας καθολικής ιστορίας, η οποία ωστόσο διέπεται από ηθικές αρχές που ανάγονται στην παρέμβαση της θείας Πρόνοιας. Στην αντίληψή του για την παγκόσμια ιστορία κεντρική θέση κατέχει ο ασιατικός πολιτισμός, ο οποίος συνδέεται άμεσα με τη γένεση του ελληνικού πολιτισμού. Καθώς οι δύο πολιτισμοί συναντώνται στα εδάφη της Μικράς Ασίας, αναδεικνύεται η κυρίαρχη θέση του ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος επιβιώνει σε όλες τις περιόδους και άρα και σε αυτή του Βυζαντίου. Με ενδιάμεσο σταθμό το Βυζάντιο η αρχαιοελληνική σκέψη θα διοχετευθεί στην Ευρώπη, ήδη από την περίοδο του Μεσαίωνα και άρα θα αποκτήσει παγκόσμια σημασία. Με το σχήμα αυτό ο Καρολίδης υπηρετεί την βασική κατευθυντήρια εθνική γραμμή, της επιβεβαίωσης της ελληνικότητας της Μικράς Ασίας και της ενδοχώρας της μέσα στα πλαίσια υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας.[47]
Η κεντρική αυτή θέση του Βυζαντίου στο έργο του Καρολίδη είναι σύμφωνη με τη μελέτη του Μεσαίωνα που παρατηρείται την περίοδο αυτή στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, μέσα στο κλίμα του ρομαντισμού του 19ου αι. Δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση με το έργο του στις σχέσεις του Βυζαντίου με τη Δύση και το Ισλάμ αλλά και στην επιβολή του ελληνικού πολιτισμού πάνω στο ρωμαίο κατακτητή, ο Καρολίδης δίνει το σύνθημα για τη δυνατότητα «άλωσης» της Οθωμανικής αυτοκρατορίας «από τα μέσα» μέσω του κυρίαρχου ελληνικού πολιτισμού[48].
Η θέση αυτή θα βρει την αντανάκλασή της και στην πολιτική του δράση προωθώντας τη σύναψη ελληνοτουρκικών σχέσεων και απορρίπτοντας εξολοκλήρου οποιαδήποτε προσπάθεια προσέγγισης με τους βαλκανικούς γείτονες, τους οποίους θεωρούσε εν δυνάμει επικίνδυνους για την επέκταση της Ελλάδας στο χώρο της Μακεδονίας. Ωστόσο τόσο η πολιτική του στάση όσο και το συγγραφικό του έργο θα αμφισβητηθούν ποικιλοτρόπως από τους ομοτέχνους του, θέτοντας τον Καρολίδη υπό τη βαριά σκιά του Σπυρίδωνα Λάμπρου[49].
Αντί επιλόγου
Από την περίοδο που ο Λάμπρος αναρωτιόταν για το ποιος διατύπωσε πρώτος την αρχή της συνέχειας της ελληνικής ιστορίας, έχει περάσει ήδη ένας αιώνας και ίσως η απάντηση δεν απασχολεί (!) ιστοριογραφικά πλέον κανέναν. Αυτό που έχει σημασία ωστόσο είναι η παρατήρηση, που ο ίδιος προσθέτει, ότι το σχήμα της συνέχειας προέκυψε ως αποτέλεσμα της αλλαγής στην οπτική και στη μεθοδολογία των εθνικών μας ιστοριογράφων.[50] Αυτή η συνειδητοποίηση οδήγησε τους εθνικούς ιστοριογράφους μας να επικεντρωθούν περισσότερο στη συνεχή τεκμηρίωση του τρίσημου σχήματος, στην ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας και στην στήριξη των εθνικών διεκδικήσεων παρά στην ανάπτυξη ανεξάρτητης και αντικειμενικής ιστορικής έρευνας, με την έννοια που της δίνουμε σήμερα. Ωστόσο, όπως έχει παρατηρηθεί και για τις ιστοριογραφικές εξελίξεις του 19ου αι., οι επιστημολογικές αναζητήσεις δεν αναπτύσσονται σε κενό και επομένως θα πρέπει να εξετάζονται μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον στο οποίο εμφανίστηκαν και διαμορφώθηκαν. Οι εθνικές προκλήσεις της περιόδου (ήττα 1897-μεγαλοϊδεατισμός- μακεδονικό-βαλκανικοί πόλεμοι-μικρασιατική εκστρατεία) δεν επέτρεπαν την αμφισβήτηση του κυρίαρχου μοντέλου της εθνικής ιστορίας.[51] Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ιδωθεί και το έργο τους, που αν κρίνουμε με κριτήριο την ανθεκτικότητά του στο χρόνο, θα λέγαμε ότι δικαιώθηκαν απόλυτα από τις επιλογές τους.
Βιβλιογραφία –Δικτυογραφία
· Βόγλη Ελπίδα, Τι πρέπει να γνωρίζει ο ιστορικός για την επιστήμη και το επάγγελμά του;, Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 2015 [Ηλεκτρ. βιβλ. διαθέσιμο στο: http://hdl.handle.net/11419/3821 ]
· Γαζή Έφη, «Μια ρομαντική ιστορική επιστήμη: Η περίπτωση του Σπυρίδωνος Π. Λάμπρου (1851-1919)», στο, Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002. Δ΄ Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας: Πρακτικά, επιμέλεια Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης και Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης, 2 τόμοι, Αθήνα: ΙΝΕ/ΕΙΕ, 2004, τόμ. Α΄,σ.195-212.
· Iggers G. G., «Nationalism and historiography, 1789-1996. The German example in historical perspective», στο, Stefan Berger, Mark Donovan και Kevin Passmore (επιμ.), Writing national histories: Western Europe since 1800, Λονδίνο και Ν. Υόρκη: Routledge, 1999.
· Καραμανωλάκης Βαγγέλης Δ., Η συγκρότηση της ιστορικής επιστήμης και η διδασκαλία της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1837-1932), Αθήνα: ΙΑΕΝ & ΙΝΕ/ΕΙΕ, 2006.
· Κιτρομηλίδης Πασχάλης Μ., «Η ιδέα του έθνους και της εθνικής κοινότητας στην ελληνική ιστοριογραφία», στο, Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002. Δ΄ Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας: Πρακτικά, επιμέλεια Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης και Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης, 2 τόμοι, Αθήνα: ΙΝΕ/ΕΙΕ, 2004, τόμ. Α’σ.37-50.
· Κουλούρη Χριστίνα, Ιστορία και Γεωγραφία στα ελληνικά σχολεία (1834-1914), Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1988
http://www.iaen.gr/istoria_kai_geografia_sta_ellinika_sholeia__1834_1914_-b-31*164.html
· Κουμπουρλής Γιάννης, «Ο “Σπυρίδων Ζαμπέλιος” του Νίκου Σβορώνου και ο ελληνικός ιστορισμός», π. Νέα Εστία [Αφιέρωμα στον Νίκο Γ. Σβορώνο (1911-1989)], τόμος 170, τχ. 1850 (Δεκέμβριος 2011), σ.888-908.
· Κουμπουρλής Γιάννης, Οι ιστοριογραφικές οφειλές των Σπ. Ζαμπέλιου και Κ. Παπαρρηγόπουλου. Η συμβολή Ελλήνων και ξένων λογίων στη διαμόρφωση του τρισήμου σχήματος του ελληνικού ιστορισμού (1782-1846), Αθήνα: ΙΙΕ/ΕΙΕ, 2012.
· Λιάκος Αντώνης, «“Προς επισκευήν ολομελείας και ενότητος”. Η δόμηση του εθνικού χρόνου», στο, Επιστημονική συνάντηση στη μνήμη του Κ. Θ. Δημαρά, Αθήνα: ΚΝΕ/ΕΙΕ, 1994,σ.171-199 [Ηλεκτρ. αντίτ. διαθέσιμο στο: https://helios-eie.ekt.gr/EIE/bitstream/10442/7644/1/N03.009.0.pdf]
· Αντώνης Λιάκος, «Το ζήτημα της “συνέχειας” στη νεοελληνική ιστοριογραφία», στο, Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002, Δ΄ Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας: Πρακτικά, επιμέλεια Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης και Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης, 2 τόμοι, Αθήνα: ΙΝΕ/ΕΙΕ, 2004, τόμ. Α΄,σ.53-64.
· Μπάλτα Αθανασία, Βόγλη Ελπίδα, Χρηστίδης Χρήστος, Θέματα Ελληνικής Ιστορίας (19ος-20οςαι.) Ebook2016
[1] Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, «Η ιδέα του έθνους και της εθνικής κοινότητας στην ελληνική ιστοριογραφία», στο, Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002. Δ΄ Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας: Πρακτικά, επιμέλεια Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης και Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης, 2 τόμοι, Αθήνα: ΙΝΕ/ΕΙΕ, 2004, τόμ. Α΄, σ. 37
[2] Ελπίδα Βόγλη, Τι πρέπει να γνωρίζει ο ιστορικός για την επιστήμη και το επάγγελμά του;, Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 2015 [Ηλεκτρ. βιβλ. διαθέσιμο στο: http://hdl.handle.net/11419/3821 ], σ. 275.
[3] Γιάννης Κουμπουρλής, Οι ιστοριογραφικές οφειλές των Σπ. Ζαμπέλιου και Κ. Παπαρρηγόπουλου. Η συμβολή Ελλήνων και ξένων λογίων στη διαμόρφωση του τρισήμου σχήματος του ελληνικού ιστορισμού (1782-1846), Αθήνα: ΙΙΕ/ΕΙΕ, 2012, σ.524.
[4] Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, «Η ιδέα…, ό.π., σ. 37-38.
[5] Γιάννης Κουμπουρλής, Οι ιστοριογραφικές…, ό.π.,σ. 525.
[6] Ελπίδα Βόγλη, Τι πρέπει…, ό.π.,σ.275 ,280-281.
[7] G. G. Iggers, «Nationalism and historiography, 1789-1996. The German example in historical perspective», στο, Stefan Berger, Mark Donovan και Kevin Passmore (επιμ.), Writing national histories: Western Europe since 1800, Λονδίνο και Ν. Υόρκη: Routledge, 1999, σ.19.
[8] Γιάννης Κουμπουρλής, «Ο “Σπυρίδων Ζαμπέλιος” του Νίκου Σβορώνου και ο ελληνικός ιστορισμός», π. Νέα Εστία [Αφιέρωμα στον Νίκο Γ. Σβορώνο (1911-1989)], τόμος 170, τχ. 1850 (Δεκέμβριος 2011), σ.900-902.
[9] Γιάννης Κουμπουρλής, Οι ιστοριογραφικές…, ό.π., σ. 525.
[10] Στο ίδιο, σ.529. Ο Φίνλεϊ στο βιβλίο του «Το ελληνικό βασίλειο και το ελληνικό έθνος» όριζε τη νέα αποστολή του ελληνικού κράτους που ήταν η επέκταση των συνόρων του , καθώς θεωρούσε ότι ζωτικά τμήματα του ελληνισμού ήταν έξω απ’ αυτά, βλ. Αθανασία Μπάλτα, Ελπίδα Βόγλη, Χρήστος Χρηστίδης, Θέματα Ελληνικής Ιστορίας (19ος -20ος αι.) Ebook2016 https://www.researchgate.net/profile/Elpida_Vogli/publication/303923130_Elpida_Bogle_Anamesa_se_dyo_%27epanastaseis%27_To_basileio_tou_Othona_kai_oi_%27prostatides%27_Dynameis/links/575e74c908aec91374b17cf5/Elpida-Bogle-Anamesa-se-dyo-epanastaseis-To-basileio-tou-Othona-kai-oi-prostatides-Dynameis.pdf, σ.114-116.
[11] Αντώνης Λιάκος, «“Προς επισκευήν ολομελείας και ενότητος”. Η δόμηση του εθνικού χρόνου», στο, Επιστημονική συνάντηση στη μνήμη του Κ. Θ. Δημαρά, Αθήνα: ΚΝΕ/ΕΙΕ, 1994, σ. 173 -174 [Ηλεκτρ. αντίτ. διαθέσιμο στο: https://helios-eie.ekt.gr/EIE/bitstream/10442/7644/1/N03.009.0.pdf]
[12] Γιάννης Κουμπουρλής, Οι ιστοριογραφικές…, ό.π., σ.529.
[13] Στο ίδιο, σ.889-890. Ο Κουμπουρλής τονίζει την προτεσταντική προέλευση του Έμερσον, του Τσινκάιζεν και του Φίνλεϊ.
[14] Γιάννης Κουμπουρλής, Οι ιστοριογραφικές…, ό.π., σ.529-531
[15] Στο ίδιο,σ.541.
[16] Γιάννης Κουμπουρλής, «Ο “Σπυρίδων…, ό.π.,σ.905-907.
[17] Έφη Γαζή, «Μια ρομαντική ιστορική επιστήμη: Η περίπτωση του Σπυρίδωνος Π. Λάμπρου (1851-1919)», στο, Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002. Δ΄ Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας: Πρακτικά, επιμέλεια Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης και Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης, 2 τόμοι, Αθήνα: ΙΝΕ/ΕΙΕ, 2004, τόμ. Α΄, σ.198. Ο Λάμπρος αποδίδει στον Ζαμπέλιο την έννοια της ενότητας του ελληνικού έθνους και της εγκόλπωσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
[18] Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, «Η ιδέα του έθνους…, ό.π., σ.38.
[19] Στο ίδιο, σ.38-39.
[20] Γιάννης Κουμπουρλής, «Ο “Σπυρίδων…, ό.π., σ.903.
[21] Αντώνης Λιάκος, «“Προς επισκευήν…, ό.π.. ,σ.179.
[22]Γιάννης Κουμπουρλής, Οι ιστοριογραφικές…, ό.π., σ.544-548.
[23] Γιάννης Κουμπουρλής, Οι ιστοριογραφικές…, ό.π., σ.537-538.
[24] Αντώνης Λιάκος, «“Προς επισκευήν…, ό.π.. ,σ.180,183-184.
[25] Για την υποδοχή του σχολικού βιβλίου ιστορίας, το οποίο συμπεριελάμβανε το Βυζάντιο στην ελληνική ιστορία, βλ. Χριστίνα Κουλούρη, Ιστορία και Γεωγραφία στα ελληνικά σχολεία (1834-1914), Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1988, σ. 164-168: http://www.iaen.gr/istoria_kai_geografia_sta_ellinika_sholeia__1834_1914_-b-31*164.html
[26] Για τον Παπαρρηγόπουλο η αρχειακή τεκμηρίωση δεν αποτελούσε προτεραιότητα - είχε άλλωστε κατηγορηθεί από τους ομοτέχνους του για έλλειψη τεκμηρίωσης και αποσιώπησης της προέλευσης των ξένων πηγών στο έργο του- καθώς αυτό θεωρούσε ότι λειτουργούσε σε βάρος την συνολικής σύνθεσης και του υπέρτερου σκοπού της απόδειξης της συνέχειας, βλ., Βαγγέλης Δ. Καραμανωλάκης, Η συγκρότηση της ιστορικής επιστήμης και η διδασκαλία της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1837-1932), Αθήνα: ΙΑΕΝ & ΙΝΕ/ΕΙΕ, 2006,σ.254-255,256. Σκληρή κριτική ασκήθηκε και από τον Λάμπρο.
[27] Ελπίδα Βόγλη, Τι πρέπει…, ό.π.,σ.282.
[28] Στο ίδιο, σ.209,212.
[29] Γιάννης Κουμπουρλής, Οι ιστοριογραφικές…, ό.π., σ.546-547.
[30] Έφη Γαζή, «Μια ρομαντική…, ό.π., σ.203.
[31] Στο ίδιο, σ.196.
[32] Βαγγέλης Δ. Καραμανωλάκης, Η συγκρότηση…,ό.π., σ.243.
[33] Έφη Γαζή, «Μια ρομαντική…, ό.π., σ.202.
[34] Βαγγέλης Δ. Καραμανωλάκης, Η συγκρότηση…,ό.π., σ.243.
[35] Στο ίδιο,σ.243,257 και Έφη Γαζή, «Μια ρομαντική…, ό.π., σ.204.
[36] Βαγγέλης Δ. Καραμανωλάκης, Η συγκρότηση…,ό.π., σ.289.
[37] Στο ίδιο,σ.245.
[38] Έφη Γαζή, «Μια ρομαντική…, ό.π., σ. 205.
[39] Βαγγέλης Δ. Καραμανωλάκης, Η συγκρότηση…,ό.π., σ.256.
[40] Έφη Γαζή, «Μια ρομαντική…, ό.π., σ.202.
[41] Στο ίδιο, σ.205-206, 209-210.
[42] Ο Λάμπρος θα προβεί γενικότερα σε δημοσιεύσεις καθώς τις θεωρεί αποδεικτικές ακαδημαϊκής επάρκειας, βλ., Βαγγέλης Δ. Καραμανωλάκης, Η συγκρότηση…,ό.π., σ.245-246.
[43] Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Η συγκρότηση…,ό.π., σ.247-250,256.
[44]Έφη Γαζή, «Μια ρομαντική…, ό.π., σ.212.
[45] Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Η συγκρότηση…,ό.π., σ.207-208.
[46] Στο ίδιο, σ. 211-212,214, 257.
[47] Στο ίδιο, σ. 212-213, 215.
[48] Στο ίδιο, σ. 216-217,219.
[49] Στο ίδιο, σ.218-219.
[50] Αντώνης Λιάκος, «Το ζήτημα της “συνέχειας” στη νεοελληνική ιστοριογραφία», στο, Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002, Δ΄ Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας: Πρακτικά, επιμέλεια Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης και Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης, 2 τόμοι, Αθήνα: ΙΝΕ/ΕΙΕ, 2004, τόμ. Α΄, σ. 53-54.
[51] Ελπίδα Βόγλη, Τι πρέπει…, ό.π., σ.160,284.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.