Κυριακή 13 Ιουλίου 2025

Ψηφιοποιώντας το παρελθόν: μια Ιστορία επιβίωσης

Εισαγωγή

 Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να παρουσιάσει  την έννοια των αρχείων στην ψηφιακή εποχή σε συνδυασμό με  τους προβληματισμούς που αναπτύσσονται σε παγκόσμιο επίπεδο όσον αφορά στη διάσωσή τους. Θα εστιάσουμε στη συζήτηση για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της ψηφιοποίησης των πηγών καθώς και στις προτάσεις για την αντιμετώπιση των τυχόν αδυναμιών. Θα εξεταστούν  επίσης το ακανθώδες ζήτημα της πρόσβασης και  της διαχείρισης του αρχειακού υλικού μέσα σ’ ένα περιβάλλον ιδιωτικοποίησης,  ο συνεχώς μεταβαλλόμενος χαρακτήρας τους  αλλά και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ιστορικοί είτε στην επιστημονική τους έρευνα είτε στην υιοθέτηση νέων μεθόδων. Τέλος, θα παρουσιάσουμε, μέσα από παραδείγματα,  τρόπους με τους οποίους επέδρασε η ψηφιοποίηση στο πεδίο της Δημόσιας Ιστορίας  και της νοηματοδότησης του παρελθόντος μέσω νέων εκφάνσεων  συλλογικής μνήμης. 

Αλλαγές στο πεδίο των ιστορικών πηγών από την ψηφιοποίηση

     Οι τεράστιες ανατροπές που σηματοδοτήθηκαν από τη χρήση των νέων τεχνολογικών εργαλείων στον τομέα της ψηφιοποίησης του υλικού και η ευκολία με την οποία ακόμη και μη επαΐοντες αποκτούν πρόσβαση στον κυβερνοχώρο επέφεραν πολύ σημαντικές αλλαγές στην έννοια του ιστορικού αρχείου. Ως ιστορικό αρχείο δεν εννοείται πλέον μόνο μια συλλογή γραπτών ή οπτικοακουστικών  τεκμηρίων σε φυσική υλική μορφή αλλά και ένα άυλο σύνολο που μπορεί να περιλαμβάνει γραπτές πηγές, φωτογραφικό και οπτικοακουστικό υλικό, μαρτυρίες, ιστοσελίδες, ηλεκτρονικά μηνύματα αλλά και άλλες μορφές ηλεκτρονικής επικοινωνίας και έκφρασης[1]. Η σημασία όλου αυτού του ιστορικού υλικού είναι πλέον τέτοια που  η UNESCO αναγνώρισε την ανάγκη λήψης μέτρων στην κατεύθυνση της διαφύλαξης της ψηφιακής κληρονομιάς. Η ρευστότητα ωστόσο του χώρου με την γεωμετρική αύξηση των ιστοτόπων ιστορικού ενδιαφέροντος συνιστά ένα πολύπλοκο τοπίο  που κάνει ιδιαίτερα δύσκολη τη συγκρότηση διαδικτυακών αρχείων[2].

Διάσωση των ψηφιακών πηγών

     Ένα από τα πλέον κρίσιμα ζητήματα που ορθώνεται μπροστά στους ιστορικούς της ψηφιακής εποχής είναι η διατήρηση των ψηφιακών αρχείων στο διηνεκές. Αρχεία που ευθύς εξαρχής δημιουργούνται σε ψηφιακή μορφή π.χ. κυβερνητικά έγγραφα αλλά και ηλεκτρονικά βιβλία, εφημερίδες, ταινίες, χωρίς τη διασφάλισή τους σε υλική μορφή κινδυνεύουν να χαθούν οριστικά, εφόσον δεν υπάρξουν συγκεκριμένα πρωτόκολλα αποθήκευσής τους. Η αστάθεια των ψηφιακών μέσων και οι συνεχείς τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα των λειτουργικών συστημάτων και των λογισμικών[3] έχουν οδηγήσει ένα μεγάλο τμήμα αρχείων ψηφιοποιημένων κατά τα προηγούμενα χρόνια να μην είναι πλέον προσβάσιμα. Σε αντίθεση με τα βιβλία που μπορούν να διατηρηθούν για δεκαετίες ή και αιώνες, ψηφιακά μέσα αποθήκευσης όπως CD και DVD προηγούμενων δεκαετιών μπορεί πλέον να μην «διαβάζονται» τόσο λόγω  των τεχνολογικών αλλαγών όσο και λόγω της φυσικής φθοράς τους, αφού ως υλικά αντιστέκονται λιγότερο στο πέρασμα του χρόνου. Επιπρόσθετοι κίνδυνοι μπορεί να είναι είτε ένα μαγνητικό πεδίο[4] είτε ακόμη και μια κυβερνοεπίθεση, συνήθης κατάσταση τα τελευταία χρόνια.

     Προτάσεις σε τεχνικό επίπεδο υπάρχουν πολλές[5]. Από την αρχική ιδέα της εκτύπωσης των αρχείων, κάτι όμως ιδιαίτερα κοστοβόρο και μάλλον αμφιλεγόμενο, αφού, όπως υποστηρίζει ο Rosenzweig, αντιστρατεύεται την ίδια τη λειτουργικότητα του μέσου, μέχρι τη διατήρηση του απαρχαιωμένου τεχνικού εξοπλισμού – με  ότι αυτό σημαίνει σε επίπεδο ανταλλακτικών – και τη μεταφορά στοιχείων από τη μια ψηφιακή μορφή στην άλλη – διαδικασία που, καθώς δεν είναι αυτοματοποιημένη, καθίσταται χρονοβόρα και δαπανηρή. Η πιο προωθημένη πρόταση φαίνεται να είναι αυτή της «μίμησης» (emulation)[6], της ανάπτυξης  δηλαδή ενός συστήματος, το οποίο θα χρησιμοποιεί λειτουργικά συστήματα και λογισμικά, που θα «μιμούνται» τα αρχικά, λύση όμως που θεωρείται, τουλάχιστον μέχρις στιγμής, απολύτως θεωρητική.

   Αν λάβουμε βέβαια ως δεδομένο ότι πάντοτε υπήρχαν απώλειες αρχείων[7], ίσως ο κίνδυνος τελικά να μην είναι και τόσο μεγάλος. Παρόλο που η απώλεια κάποιων, κυρίως πρωτότυπων,[8] θα πρέπει να θεωρείται αναπόφευκτη, η μεταγραφή σε πιο σύγχρονα αποθηκευτικά μέσα είναι ο πιο πρόσφορος τρόπος διάσωσής τους. Και εδώ όμως θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το κόστος και η –εξ ανάγκης-  επιλογή των κρισιμότερων απ’ αυτά. Αυτό βέβαια με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι κάποια στιγμή θα προκύψει η τεχνολογία αιχμής που θα επιτρέψει τη διατήρηση των σύγχρονων ψηφιακών αρχείων. 

     Αυτό όμως σε δεύτερο επίπεδο σημαίνει ότι και οι ίδιοι οι ιστορικοί θα πρέπει να απομακρυνθούν από παραδοσιακές αγκυλώσεις – όπως η θεώρηση ότι η διάσωση είναι αποκλειστικά έργο των αρχειονόμων και ότι τα τεχνικά ζητήματα είναι έξω από τον ορίζοντα της έρευνάς τους [9]– και θα συνεργαστούν μαζί τους προκειμένου να διαφυλάξουν όχι μόνο το παρόν αλλά και το μέλλον της ιστορικής έρευνας.

 Πρόσβαση και Διαχείριση των ψηφιακών πηγών

     Η ψηφιοποίηση του αρχειακού υλικού και η ανάρτησή του στο διαδίκτυο έδωσε τη δυνατότητα πρόσβασης  σ’ αυτό οποιουδήποτε είχε κάποιο ενδιαφέρον, επαγγελματικό ή ερασιτεχνικό, για το παρελθόν[10]. Ο ιστορικός δε χρειάζεται πλέον να ταξιδέψει μακριά ή να ψάχνει επί μακρόν για το αρχείο που τον ενδιαφέρει, εξασφαλίζοντας έτσι χρόνο και χρήμα. Και όλα αυτά θα ήταν βέβαια ιδιαιτέρως διευκολυντικά στο έργο του,  σε έναν ιδανικό κόσμο στον οποίο η κρατική χρηματοδότηση παρεχόταν αφειδώς, ώστε να διασφαλίζεται η διάσωση και η διαχείριση του υλικού και η πρόσβαση σε αυτό ήταν άνευ όρων. Η πραγματικότητα ωστόσο απέχει παρασάγγας από αυτό. Ήδη πολλά αρχειακά σύνολα ανήκουν σε ιδιώτες[11], οι οποίοι είτε επιβάλλουν κάποια χρέωση είτε θέτουν ιδιαίτερους περιορισμούς στην πρόσβαση σ’ αυτά με το πρόσχημα των πνευματικών δικαιωμάτων. Αλλά και δημόσια αρχεία εξαρτώνται πολλές φορές από την ιδιωτική χρηματοδότηση με ό,τι μπορεί αυτό να σημαίνει για την ανεξάρτητη λειτουργία τους.

     Τυπικές περιπτώσεις διατήρησης ψηφιοποιημένων συνόλων κάτω από ιδιωτικό έλεγχο αλλά με διαφορετική  διαχειριστική λογική αποτελούν το Pitt Project, το Internet Archive (I.A.)και το Google  Groops (G.G.)[12]. Με πιο γνωστά  τα δυο τελευταία, παρόλο που παρουσιάζονται ως «βιβλιοθήκες», φαίνεται ότι έχουν υιοθετήσει περισσότερο την οργανωτική δομή δεδομένων που ακολουθούν οι πληροφορικοί επιστήμονες  παρά αυτήν των βιβλιοθηκονόμων. Έτσι εστιάζουν περισσότερο στην αναζήτηση απευθείας στις ιστοσελίδες παρά στη συγκρότηση αρχειακών καταλόγων.

     Και οι «βιβλιοθήκες» αυτές όμως έχουν τα όριά τους. Καταρχάς υπάρχει η οικονομική πλευρά,  καθώς η  λειτουργία τους εν πολλοίς  εξαρτάται είτε από την ιδιωτική χρηματοδότηση είτε από την εμπορική διαφήμιση. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι ο περιορισμός ή η έλλειψη των απαραίτητων πόρων θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια την επιβίωση αυτών των αρχείων. Σε αυτά μπορούμε να προσθέσουμε την αδυναμία να συμπεριλάβουν κάθε υπάρχουσα ιστοσελίδα τόσο για τεχνικούς λόγους – κυρίως στο «βαθύ δίκτυο» - όσο και για νομικούς (χρεώσεις, απαγόρευση πρόσβασης, νόμοι για τα πνευματικά δικαιώματα), για να κατανοήσουμε το ανέφικτο (;) της ίδρυσης και λειτουργίας μιας ψηφιακής βιβλιοθήκης που περιλαμβάνει  τα πάντα και απευθύνεται στους πάντες[13].

     Καταληκτικά θα υποστηρίζαμε ότι το μέλλον των ψηφιακών αρχείων και συνεπακόλουθα η μελλοντική ιστορική έρευνα εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από  το σταθερό προσανατολισμό στον επιστημονικό σχεδιασμό και τη χρηματοδότηση που μπορεί να προσφέρει το κράτος, ασκώντας τον απαραίτητο δημόσιο έλεγχο προς όφελος της μελλοντικής ιστορικής γνώσης, θεσπίζοντας το νομοθετικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οφείλουν να κινούνται οι ιδιώτες υπηρετώντας όχι το ατομικό αλλά το συλλογικό  συμφέρον, εξασφαλίζοντας τη δωρεάν και ελεύθερη πρόσβαση σε όλους[14], σε συνδυασμό ασφαλώς με τις νέες τεχνολογικές και οργανωτικές προσεγγίσεις, απότοκο της δουλειάς όλων των εμπλεκομένων 

Χαρακτήρας των ψηφιακών αρχείων και πηγών

          Κάθε ψηφιακή καινοτομία προκαλεί, όπως είναι φυσικό, ανάμικτα συναισθήματα είτε υπέρμετρης αισιοδοξίας, όπως προοπτικές παγκόσμιας ειρήνης, είτε απύθμενης απαισιοδοξίας, όπως η υπονόμευση κάθε ζωτικής πτυχής της ανθρώπινης δραστηριότητας[15]. Έτσι και η  μετάβαση από το χαρτί στην ψηφιοποίηση αρχείων και των πηγών συνιστά στροφή σε μια τεχνολογία που δεν αγκαλιάσθηκε εξαρχής με ενθουσιασμό από όλους τους ιστορικούς είτε γιατί ήταν τεχνο-ανειδίκευτοι είτε γιατί εξέφραζαν  -βάσιμους- φόβους για τη βιωσιμότητα μιας τέτοιας ανατροπής στις κλασικές επιστημονικές μεθόδους[16].

           Οι δυνατότητες ωστόσο αυτές βρήκαν την απόλυτη εφαρμογή τους κυρίως στις εκπαιδευτικές ψηφιακές πλατφόρμες των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση, η δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας με τον καθηγητή, η παρακολούθηση ηλεκτρονικών μαθημάτων, η υποβολή εργασιών και η αξιολόγησή τους, η τεχνική υποστήριξη καθώς και ο έλεγχος της λογοκλοπής ανοίγουν νέους ορίζοντες στην ανώτατη εκπαίδευση[17]. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα ασφαλώς – για να έρθουμε στα καθ’ ημάς -  είναι το εξ αποστάσεως μεταπτυχιακό στη Δημόσια Ιστορία του ΕΑΠ, το οποίο υιοθετεί όλες αυτές τις ψηφιακές καινοτομίες.

     Οι αλλαγές αυτές μπορεί να αγκαλιάστηκαν με θέρμη γιατί λειτούργησαν διευκολυντικά σε πρακτικά ζητήματα , αλλά, όπως ήταν φυσικό, σε καθαρά ακαδημαϊκό επίπεδο τέθηκαν νέα ερωτήματα τόσο για την επίδραση της ψηφιοποίησης στην ιστορική έρευνα όσο και την  αποτελεσματικότητα της ως μέσου  στην διατήρηση και αναπαραγωγή των τεκμηρίων.  Σε αντίθεση με το παρελθόν που οι οικονομικοί περιορισμοί επέτρεπαν ελεγχόμενη έκδοση ιστορικών κειμένων από επαγγελματίες ιστορικούς, η ανάρτηση μιας εργασίας δεν απαιτεί το εχέγγυο ενός διδακτορικού[18]. Έτσι υπάρχουν προσωπικές ιστοσελίδες, όπου δεν είναι καθόλου βέβαιο αν αυτοί που γράφουν είναι ιστορικοί και κατά πόσο το πόνημα που αναρτούν είναι προϊόν της δικής τους έρευνας ή απλά λογοκλοπής[19].  Από την άλλη πλευρά πολλοί  ιστορικοί διατηρούν προσωπική ιστοσελίδα[20], καθώς το μέσο τούς προσφέρει ένα φθηνό τρόπο δημοσίευσης αλλά και άμεσης ανταπόκρισης από το αναγνωστικό κοινό τους. Στα θετικά συμπεριλαμβάνεται και το χαμηλότερο κόστος συντήρησης καθώς και ο κατά πολύ περιορισμένος αποθηκευτικός χώρος σε σχέση με ένα υλικό αρχείο.

     Πλέον η ανάρτηση δεν περιορίζεται στο κείμενο με τις παραπομπές και τη βιβλιογραφία και κάποιες σχολιασμένες φωτογραφίες, αλλά έχουν τη δυνατότητα να προσθέσουν εικόνα και ήχο, να επικοινωνήσουν με τους αναγνώστες τους με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου  να επισυναφθούν φωτογραφίες ή άλλο υλικό, αλλά και επαφή σε πραγματικό χρόνο μέσω ζωντανής σύνδεσης (συνεντεύξεις),[21]  με υπερσυνδέσμους να διευκολύνουν τη μετάβαση από ιστοσελίδα σε ιστοσελίδα, ανατρέποντας την κλασική γραμμική αφήγηση ενός έντυπου κειμένου[22]. Η ανατροπή όμως αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην οργάνωση μιας ιστοσελίδας, αλλά εξισώνει και τις ιστοσελίδες μεταξύ τους, αφού η σπουδαιότητά τους δεν εξαρτάται πλέον από την ποιότητα του έργου τους, αλλά από τα πρωτόκολλα που χρησιμοποιούν οι κάθε λογής μηχανές αναζήτησης[23].

      Σημαντικός επομένως θεωρείται ο έλεγχος της ποιότητας του αναρτόμενου υλικού, μια που οι καθιερωμένες διαδικασίες ελέγχου και πιστοποίησης φαίνεται ότι θα πρέπει να αναθεωρηθούν στη βάση των νέων δεδομένων. Η γεωμετρική αύξηση των τεκμηρίων δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και ποιοτική βελτίωση[24], ενώ η απουσία εξειδικευμένων « ψηφιακών» αρχειονόμων μπορεί να επιτείνει το πρόβλημα, καθώς είναι δύσκολο να ελεγχθεί η προέλευση και η αυθεντικότητα των πηγών[25]. Ενώ από τη μια πλευρά αναγνωρίζεται ο εκδημοκρατισμός της ιστορικής εργασίας, μια που πλέον δεν απαιτείται διαμεσολάβηση από κάποιον ειδικό[26], από την άλλη επισείεται ο κίνδυνος του πολλαπλασιασμού των ψευδεπίγραφων πληροφοριών. Η υπερσυσσώρευση αυτή λοιπόν των τεκμηρίων,  γνωστή και με τον όρο «υπερφόρτωση πληροφορίας» (information overload)[27] στον κυβερνοχώρο όρθωσε στους ιστορικούς  ένα εμπόδιο που μερικές δεκαετίες πριν θα ήταν αδιανόητο. Συνηθισμένοι στην ανεπάρκεια των πηγών, η πληθώρα του κυβερνοχώρου αντιμετωπίζεται ως μια κατάσταση μη διαχειρίσιμη[28].

      Το γεγονός ότι τα ψηφιακά αρχεία εύκολα παραποιούνται, κάνει ιδιαίτερα επιτακτική την ανάγκη της ύπαρξης ενός συστήματος σήμανσης των ψηφιακών αρχείων[29] αλλά και ελέγχου της αυθεντικότητάς τους. Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται τα έγγραφα Adobe PDF[30] που διασφαλίζουν την αρχική προέλευση του κειμένου. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και η εντύπωση ότι τα ψηφιακά αρχεία  είναι λιγότερο οργανωμένα σε σχέση με τα φυσικά που σε συνδυασμό με τον όγκο τους και την πληθώρα των πληροφοριών – σημαντικών και ασήμαντων –μπορούν να δημιουργήσουν προβλήματα στη διαχείρισή τους.

Digital History:  οδηγός επιβίωσης για   τους ιστορικούς του κυβερνοχώρου

     Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η φιλόδοξη προσπάθεια των Daniel J. Cohen   και Roy Rosenzweig να  κωδικοποιήσουν και να συστηματοποιήσουν τη μέχρι τώρα εμπειρία τους από τη χρήση του κυβερνοχώρου ως μέσου για την ανάδειξη και διαφύλαξη του επιστημονικού   έργου. Με τον ιστότοπο Digital History: A Guide to Gathering, Preserving, and Presenting the Past on the Web συστήνουν ένα ηλεκτρονικό βιβλίο το οποίο απευθύνεται σε ιστορικούς –επαγγελματίες και ερασιτέχνες,  καθηγητές και σπουδαστές, αρχειονόμους και εφόρους μουσείων – που επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν αυτό το μέσο είτε για να δημιουργήσουν τον δικό τους προσωπικό ιστορικό ιστότοπο είτε για να εκμεταλλευτούν όλες τις δυνατότητές του στην ανάρτηση των δικών τους ήδη υφιστάμενων εργασιών[31].

     Ήδη από την εισαγωγή οι δύο ιστορικοί συνοψίζουν τη χρήση των ψηφιακών μέσων και δικτύων αναγνωρίζοντας επτά (7) θετικές πλευρές –χωρητικότητα (capacity), προσβασιμότητα (accessibility), χειριστικότητα (manipulability), διαδραστικότητα (interactivity), ευελιξία (flexibility), ποικιλία (diversity), υπερκειμενικότητα (hypertextuality)  [ή μη γραμμικότητα (nonlinearity)] – και πέντε (5) «κινδύνους» - ποιότητα (quality), διάρκεια (durability), αναγνωσιμότητα (readibility), ουδετερότητα (passivity) , μη προσβασιμότητα (inaccessibility) - που μπορεί να  μη λάβει σοβαρά ο ιστορικός στον «δρόμο ταχείας κυκλοφορίας της πληροφορίας»[32].

     Χωρίς να δηλώνουν είτε υπερενθουσιώδεις είτε όμως και απαισιόδοξοι όσον αφορά το μέλλον της Ιστορίας στην ψηφιακή εποχή και παρουσιάζοντας τόσο τα θετικά όσο και τους κινδύνους του ψηφιακού μέσου[33], οι δύο ιστορικοί καθοδηγούν βήμα προς βήμα τον ενδιαφερόμενο στον σχεδιασμό του ιστότοπου[34], παρουσιάζοντας τα κατάλληλα τεχνολογικά εργαλεία[35], τους τρόπους ψηφιοποίησης του υλικού - φιλικού διαδικτυακά αλλά αξιόπιστου όσον αφορά την εξασφάλιση της ιστορικής ακεραιότητας[36]-, τους τρόπους αποτελεσματικής προσέγγισης του κοινού[37], τις πρακτικές συγκέντρωσης υλικού[38] αλλά θίγοντας και θέματα,  όπως οι νόμοι για τα πνευματικά δικαιώματα και τη δικαιόχρηση[39],  καθώς και τους κινδύνους από τη διατήρηση ιστορικού υλικού σε ψηφιακή μορφή και πώς μπορεί να αποφευχθεί η  -αναπόφευκτη; - απώλειά του[40].

     Συγχρόνως ωστόσο με την ενθάρρυνση για τη χρήση του ψηφιακού μέσου, οι δύο ερευνητές δεν παραλείπουν να υπενθυμίσουν ότι η ψηφιακή ιστορία δεν θα πρέπει να διαφέρει και πολύ από την τυπωμένη όσον αφορά τις βασικές αρχές αλλά και δεν θα πρέπει να αφεθεί ως μέσο είτε στα χέρια οικονομικών συμφερόντων είτε στους φανατικούς «τεχνολάτρες». Άλλωστε, καταλήγουν ότι

 

«όλοι εμείς έχουμε την ευθύνη να εξασφαλίσουμε ότι η νέα ψηφιακή ιστορία είναι μια δημοκρατική ιστορία, μια που αντανακλά πολλές διαφορετικές φωνές του παρελθόντος και του παρόντος, που ενθαρρύνει τον καθένα να συμμετάσχει στο γράψιμο των δικών του ιστοριών, και που προσεγγίζει διαφοροποιημένα και πολλαπλά ακροατήρια στο παρόν και στο μέλλον»[41]. 

Χρήσεις των πηγών στη δημόσια ιστορία και στη συλλογική μνήμη

   Αν θεωρήσουμε ότι μια πτυχή της Δημόσιας Ιστορίας είναι οι τρόποι  με τους οποίους ενθαρρύνονται τα ιστορικά υποκείμενα να επανακατασκευάσουν το παρελθόν τους με την ενεργή συμμετοχή τους σε πλευρές της ιστορικής έρευνας[42] , τότε η νέα ψηφιακή εποχή φαίνεται να πετυχαίνει το σκοπό της. Καθώς πλέον οι επιστημονικές αντιπαραθέσεις δεν περιορίζονται σε έναν μικρό κύκλο διανοουμένων, αλλά ο καθένας αποκτά το δικαίωμα μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα να παρεμβαίνει στη συζήτηση είναι φανερό ότι αυτό έχει συνέπειες στο πώς αντιλαμβάνεται μια κοινωνία τον εαυτό της στο «ιστορικό γίγνεσθαι»[43]. Η τάση των ψηφιακών συλλογών να διατηρούν – τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα- κάθε ιστορία, μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση των τρόπων με τους οποίους κατασκευάζεται η συλλογική μνήμη μέσα από την ατομική εμπειρία και κατά συνέπεια του ρόλου της στη Δημόσια Ιστορία.

      Η αλλαγή της ιστορικής κουλτούρας όσον αφορά στην αντιμετώπιση του παρελθόντος και την ενσωμάτωσή του στο παρόν[44] , η οποία γίνεται αντιληπτή ως μια αμφίδρομη επικοινωνία[45]  επηρεάζεται άμεσα από την εφαρμογή των ψηφιακών καινοτομιών. Πέρα από τα επίσημα κανάλια της  ακαδημαϊκής ιστορικής παραγωγής (δημοσιεύματα, μονογραφίες κλπ.),  νέα υποκείμενα  φαίνεται να διεκδικούν τη θέση τους όχι μόνο πλέον ως καταναλωτές αλλά και ως παραγωγοί ιστορικής γνώσης[46]. Διαδικτυακοί κόμβοι και προσωπικές ιστοσελίδες ιστορικού ενδιαφέροντος διεκδικούν το ενδιαφέρον τόσο της επιστημονικής κοινότητας όσο και του ευρύτερου πεπαιδευμένου και απαίδευτου κοινού.

     Σύμφωνα με τον Μπιλάλη[47] οι πρακτικές που ακολουθούνται στον κυβερνοχώρο με την κυριαρχία της εικόνας αμφισβητούν οτιδήποτε υπήρχε μέχρι τώρα στη ιστορική έρευνα καθώς ανατρέπονται και οι τρόποι με τους οποίους οι σύγχρονοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το παρελθόν τους. Ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο τοποθετούνται τα στοιχεία σε μια ιστοσελίδα δίνουν συγκεκριμένες πληροφορίες[48]  ενώ καταργούν τα όρια ανάμεσα στη μελέτη της εικόνας και της γλώσσας.[49]  Μέσω όμως της υπονόμευσης  των μέχρι τότε γνωστών ακαδημαϊκών πρακτικών δίνεται συγχρόνως η ευκαιρία να αμφισβητηθεί  και η δυτική οπτική στην ιστοριογραφία[50], ανοίγοντας νέες δυνατότητες πέρα από τις γραμμικές και επετειακές αφηγήσεις των δυτικών συστημάτων[51], φέρνοντας  στο προσκήνιο την ατομική κουλτούρα[52] και αναδεικνύοντας την ετερογένεια της παγκόσμιας ιστορικής κληρονομιάς.[53] Επομένως τα ψηφιοποιημένα αρχεία έχουν τη δυνατότητα να φιλοξενήσουν οπτικές, ομάδες και κοινότητες αποκλεισμένες από τα επίσημα αρχεία και άρα να επιδιωχθούν ουσιαστικότερες έρευνες σε πολλούς τομείς.

    Μέσα σ’ αυτό το πολύ ευρύ πλαίσιο που εισάγει η κουλτούρα της ψηφιακής ιστορίας, κρίσιμος είναι ο ρόλος της ατομικής μνήμης, κατά πόσο δηλαδή το άτομο που έχει βιώσει μια ιστορική εμπειρία ή ακόμη έχει εξέλθει από ένα σύγχρονο τραυματικό για μια ολόκληρη κοινότητα γεγονός, είναι πρόθυμο να συμμετάσχει σε μια κουλτούρα «μαρτυρίας»[54]. Το διαδίκτυο, μέσα από το δημόσιο και ανοιχτό χώρο που προσφέρει, δίνει τη δυνατότητα στους πολλούς, τους «ανώνυμους» να κοινοποιήσουν το προσωπικό τους βίωμα, να  βρουν μέτοχους στη δική τους ιστορία, να διεγείρουν συναισθήματα συνδέοντας  την ατομική τους μνήμη με τη συλλογική, «....ζώντας μια συναφή ψηφιακή ζωή»[55]. Έτσι μέσα από τις μικρές προσωπικές ιστορίες χτίζεται τελικά μια μορφή δημόσιας ιστορίας ως «…μια διαδικασία με την οποία  το παρελθόν δομείται σε ιστορία και  μια πρακτική που εμπλέκει ανθρώπους όπως και έθνη και κοινότητες στη δημιουργία των δικών τους ιστοριών».[56]

    Σε αυτήν την κατεύθυνση κινούνται σύγχρονα ψηφιακά αρχεία που συνδέονται με τραυματικά γεγονότα, όπως της 11 Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ[57], το οποίο λειτουργεί ως αποθετήριο τόσο ατομικής όσο και συλλογικής μνήμης. Μέσα από προσωπικές ιστορίες και μαρτυρίες, ιδιωτικά και δημόσια ηλεκτρονικά μηνύματα εκείνων των ημερών, κάθε είδους έγγραφα από αφίσες μέχρι επιστολές και ανακοινώσεις, φωτογραφίες και έργα τέχνης, ψηφιακά κινούμενα σχέδια, συνεντεύξεις, οπτικοακουστικό υλικό[58], το οποίο δημιουργήθηκε από το ίδιο το κοινό λειτουργώντας όχι απλά ως αυτόπτες μάρτυρες αλλά ως δημοσιογράφοι, συνδέονται οι προσωπικές αφηγήσεις με τη σύγχρονη ιστορική κουλτούρα. Ενώ λοιπόν το προσωπικό, όπως υποστηρίζει η Βαλάτσου[59] έπρεπε μέχρι τότε να μένει στην ιδιωτική σφαίρα υποταγμένο στην κυρίαρχη δημόσια εκδοχή, τώρα προβάλλεται ως εξίσου σημαντικό για την οικοδόμηση μιας εθνικής μνήμης, που  όμως, μέσα από το διαδίκτυο,  «γκρεμίζει» τα σύνορα και αποκτά οικουμενική διάσταση, ενώ και το ίδιο το άτομο αισθάνεται την «ηθική» υποχρέωση να συμβάλλει με τη μαρτυρία του στην οικοδόμηση της συλλογικής μνήμης.

    Στην ίδια κατηγορία υπάγονται και ιστότοποι – που μπορεί να μην έχουν την  σύγχρονη προς το γεγονός ανταπόκριση της προηγούμενης περίπτωσης, υπηρετούν ωστόσο τη συλλογική μνήμη και ευρύτερα τις αρχές της  δημόσιας ιστορίας – που λειτουργούν ως ψηφιακοί «μνημονικοί τόποι»[60] επικεντρωμένοι σε τραυματικά γεγονότα του απώτερου παρελθόντος π.χ. Μικρασιατική καταστροφή, Κατοχή, Εμφύλιος. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αν και οι πρωταγωνιστές και οι ανώνυμοι, οι θύτες και τα επιζήσαντα θύματα  σε μεγάλο βαθμό έχουν πλέον για βιολογικούς λόγους εκλείψει, τη σκυτάλη αναλαμβάνουν οι επίγονοι συνδράμοντας την ιστορική έρευνα με την παραχώρηση πρόσθετου υλικού.

Μια πολύ ενδιαφέρουσα οπτική στη μελέτη των διαδικασιών συγκρότησης της ιστορικής κουλτούρας και συνεπακόλουθα μιας πτυχής της Δημόσιας Ιστορίας αποτελούν οι προσωπικές  ιστοσελίδες. Πολλές από αυτές έχουν και ιστορικές αναφορές που στο σύνολό τους θα μπορούσαμε να πούμε ότι  συγκροτούν ένα νέο αρχείο στο χώρο των ιστορικών σπουδών. Στην περίπτωση των ελληνικών προσωπικών ιστοσελίδων[61]  η νοσταλγική επιστροφή στο παρελθόν[62]  εκδηλώνεται μέσω αναφορών σε γεγονότα τοπικού και εθνικού παρελθόντος που συμπλέκονται σε διαφορετικές χρονικές συγκυρίες. Η γενικευμένη διάθεση επιστροφής στο παρελθόν, από άτομα μάλιστα που δεν έχουν βιώσει στην πραγματικότητα  αυτά  στα οποία αναφέρονται («νοσταλγία χωρίς μνήμη»[63]), δεν αποτελεί βέβαια ελληνική ιδιοτροπία αλλά παρουσιάζεται σε παγκόσμιο επίπεδο.  Άλλωστε ο φόβος για το άδηλο μέλλον είναι αυτό που τροφοδοτεί τη νοσταλγία[64] για ένα εξιδανικευμένο εθνικό παρελθόν.

  Αν όμως η παραγωγή ιστορικής γνώσης είναι το ζητούμενο και στο πλαίσιο βέβαια της Δημόσιας ιστορίας η αποφασιστική συνδρομή των ιστορικών υποκειμένων, πολλές προσωπικές ιστοσελίδες αλλά και εκπαιδευτικοί ιστότοποι ή ερευνητικού προσανατολισμού δε φαίνεται να ανταποκρίνονται πάντα  στα επιστημονικά κριτήρια[65]. Έτσι κείμενα, εικόνες και βίντεο μεταδίδονται από ιστότοπο σε ιστότοπο, χωρίς πολλές φορές να μπορεί να εντοπιστεί ο συγγραφέας ή η αρχική ανάρτηση, χωρίς να στηρίζονται στη μελέτη των τεκμηρίων, παρά γίνονται “viral” μέσω των γνωστών μηχανισμών διαμοιρασμού διαδικτυακού υλικού[66]. Αυτός ο ιομορφικός διαμοιρασμός (viral sharing)  όντας ο κυρίαρχος τρόπος διάδοσης ψηφιακού υλικού στο διαδίκτυο[67] συγκροτεί κοινότητες που δημιουργούν τη δική τους εκδοχή συλλογικής μνήμης και παρέμβασης στη Δημόσια Ιστορία. Ακραίο παράδειγμα οι ναζιστικές ιστοσελίδες μίσους που διαχέουν το υλικό τους σε όλο τον κυβερνοχώρο[68], αλλά και οι ιστοσελίδες  μερίδας «αναθεωρητών» της ιστορίας που «…τα κατασκευάσματα […] δεν μπορούν να θεωρηθούν εισφορές στην ιστορική έρευνα[69]», απειλώντας ουσιαστικά με την παραποίηση των ιστορικών δεδομένων την ίδια την έννοια του εκδημοκρατισμού της Ιστορίας, της Δημόσιας ιστορίας.

Αντί επιλόγου

 Αν έπρεπε να καταλήξουμε λοιπόν σε ένα συμπέρασμα θα λέγαμε ότι δικαιώνεται  η άποψη  σύμφωνα με την οποία  το παρελθόν και η διαπραγμάτευσή του δεν αποτελεί πλέον αποκλειστικό πεδίο των ιστορικών,[70] μια που  η ψηφιακή εποχή ανατρέπει ό,τι ξέραμε ως τώρα για  «πατροπαράδοτο». Παρ’ όλες τις αλλαγές όμως  που επέφερε η «ανάρτηση» της ιστορίας στον κυβερνοχώρο, δεν πρέπει να λησμονούμε  ότι  το παρελθόν είναι μια κατασκευή που συνεχώς επανερμηνεύεται[71]  και ως τέτοια ο ιστορικός, αν και τέκνο της εποχής του ,  οφείλει να κρατά τις αποστάσεις του[72] , χωρίς να ξεχνά ότι «…υπάρχουν δύο ιστορίες τουλάχιστον […]εκείνη της συλλογικής μνήμης[73] και αυτή των ιστορικών»[74].

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ -ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ

 

·         Cohen   Daniel J., ‘The future of preserving the past’, CRM-WASHINGTON, 2(2) (2005): 6 – 19

http://dancohen.org/files/future_of_preserving_the_past. pdf

·         Cohen   Daniel J., Rosenzweig  Roy, Digital History: A Guide to Gathering, Preserving, and Presenting the Past on the Web (2005).

http://chnm.gmu.edu/digitalhistory/

·         Kean Hilda, “Introduction” στο H. Kean, P. Martin (επιμ.), The Public History Reader, Routledge, 2015, σελ. xiii-xxvi.

·         Kress Gunther., & T. van Leeuwen,  Η ανάγνωση των εικόνων. Η γραμματική του Οπτικού Σχεδιασμού, επιμ. – θεώρηση: Φωτ. Παπαδημητρίου, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2010.

·         Rosenzweig  Roy , ‘Scarcity or Abundance? Preserving the Past in a Digital Era’, American Historical Review, 108 (3 ) (June 2003): 735-762

http://chnm.gmu.edu/digitalhistory/links/pdf/introduction/0.6b.pdf

·         Poster Mark, ‘History in the Digital Domain’, Historein 4 (2003-4): 17-32. https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/historein/a rticle/view/2172 [Τελευταία πρόσβαση:16/12/2017]

·         Tanaka Stefan, ‘Reconceiving pasts in a digital age’, Historein 15 (2) (2016): 21-29

·         https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/historein/a rticle/view/8892/10480 [Τελευταία πρόσβαση:16/12/2017]

·         Valatsou  Despoina, ‘History, our own Stories and Emotions Online’, Historein, 8 (2008): 108-116

http://epublishing.ekt.gr/el/5119/Historein/6981

·         Αθανασιάδης Χάρης, Τα αποσυρθέντα βιβλία. Έθνος και σχολική ιστορία στην Ελλάδα, 1858-2008, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2015.

·         Λιάκος Αντώνης, Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία, Αθήνα: Πόλις, 2007.

·         Μπιλάλης Μήτσος, Το παρελθόν στο Δίκτυο. Εικόνα, τεχνολογία και ιστορική κουλτούρα στη σύγχρονη Ελλάδα (1994 – 2005), Αθήνα: Ιστορείν, 2015.

http://epublishing.ekt.gr/sites/ektpublishing/files/ebooks/5-16-112- 1-10-20161208.pdf

·         Μπιλάλης Μήτσος, «Ιο-πολιτική και ιστορική κουλτούρα» στο Ανδρέας Ανδρέου κ.ά. (επιμ.), Η δημόσια Ιστορία στην Ελλάδα. Χρήσεις και καταχρήσεις της ιστορίας, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2015, 65 – 81.

·         Πασχαλίδης Γρηγόρης, «Η ιστορία και η θεωρία των μέσων την εποχή της ψηφιακής κουλτούρας», στο Κοκκώνης Μιχάλης, Πασχαλίδης Γρηγόρης, Μπαντιμαρούδης Φιλήμων (επιμ.), Ψηφιακά Μέσα. Ο πολιτισμός του ήχου και του θεάματος, Αθήνα: Κριτική, 2010, σελ.  429-451.

·         Φλάισερ Χάγκεν, Οι πόλεμοι της μνήμης. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία, Αθήνα: Νεφέλη, 2008

·         Λε Γκοφ Ζακ,  Ιστορία και μνήμη, μτφρ. Γιάννης Κουμπουρλής, Αθήνα: Νεφέλη, 1998.

·         http://www.auschwitz.org/ 

·         http://www.makronissos.org/

·         https://courses.eap.gr/login/index.php

  


[1] Daniel J. Cohen, ‘The future of preserving the past’, CRM-WASHINGTON, 2(2) (2005): 6 – 19

http://dancohen.org/files/future_of_preserving_the_past. pdf , σελ.8.

[2] Γρηγόρης Πασχαλίδης, «Η ιστορία και η θεωρία των μέσων την εποχή της ψηφιακής κουλτούρας», σελ.  430,   στο, Μιχάλης Κοκκώνης, Γρηγόρης Πασχαλίδης, Φιλήμων Μπαντιμαρούδης (επιμ.), Ψηφιακά Μέσα. Ο πολιτισμός του ήχου και του θεάματος, Αθήνα, Κριτική, 2010,

[3] Roy Rosenzweig , ‘Scarcity or Abundance? Preserving the Past in a Digital Era’, American Historical Review, 108 (3 ) (June 2003): 735-762

http://chnm.gmu.edu/digitalhistory/links/pdf/introduction/0.6b.pdf

[4] Στο ίδιο, για τη συζήτηση σε σχέση με τη διάσωση των ψηφιακών αρχείων, σελ.1 και 4  , και συμπληρωματικά στο, Daniel J. Cohen, ‘The future of preserving, ό.π., σελ. 14 -15.

[5] Roy Rosenzweig , ‘Scarcity or Abundance…, ό.π.,σελ. 7-8.

[6] Στο ίδιο, σελ.8.

[7] Στο ίδιο, σελ.3.

[8] Daniel J. Cohen, ‘The future of preserving…, ό.π., σελ.15.

[9] Roy Rosenzweig , ‘Scarcity or Abundance?...,ό.π.,σελ.2, 14-15.

[10] Στο ίδιο, σελ.2, 13.

[11] Mark Poster, ‘History in the Digital Domain’, Historein 4 (2003-4): σελ.21. https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/historein/a rticle/view/2172 και για την ιδιωτική χρηματοδότηση σε δημόσιες βιβλιοθήκες, στο Roy Rosenzweig , ‘Scarcity or Abundance?...,ό.π., σελ. 12.

[12] Roy Rosenzweig , ‘Scarcity or Abundance?...,ό.π.,σελ.8-9.

[13] Στο ίδιο, σελ.10.

[14] Στο ίδιο, σελ. 12, 16.

[15] Γρηγόρης Πασχαλίδης, «Η ιστορία και η θεωρία των μέσων…», ό.π.,  σελ. 431.

[16] Χαρακτηριστικά για την ετοιμότητα των ιστορικών να δεχθούν το νέο ψηφιακό μέσο στις έρευνές τους, στο  Mark Poster, ‘History in the Digital Domain’, Historein 4 (2003-4): σελ.17-20. https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/historein/a rticle/view/2172.

 Συμπληρωματικά στο, Stefan Tanaka, ‘Reconceiving pasts in a digital age’, Historein 15 (2) (2016): σελ.21.

https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/historein/a rticle/view/8892/10480

[17] Στο ίδιο, σελ.28-29.

[18] Mark Poster, ‘History in the …, ό.π.,σελ.19.

[19] Στο ίδιο, σελ.25.

[20] Στο ίδιο, σελ. 25.

[21] Daniel J. Cohen, ‘The future of preserving…, ό.π., σελ.12.

[22] Mark Poster, ‘History in the …, ό.π.,σελ. 25.

[23] Στο ίδιο, σελ. 29.

[24]Roy Rosenzweig , ‘Scarcity or Abundance…, ό.π., σελ.10.

[25] Στο ίδιο, σελ. 5.

[26] Στο ίδιο, σελ. 13.

[27] Στο ίδιο, σελ.2.

[28] Στο ίδιο, σελ. 13.

[29] Στο ίδιο, σελ.5.

[30]Mark Poster, ‘History in the…,  ό.π. σελ. 21, και για τα ηλεκτρονικά βιβλία στο, Roy Rosenzweig , ‘Scarcity or Abundance…, ό.π.,σελ.6.

[31] Από την παρουσίαση της αρχικής σελίδας στο, Daniel J. Cohen, Roy Rosenzweig, Digital History: A Guide to Gathering, Preserving, and Presenting the Past on the Web (2005) http://chnm.gmu.edu/digitalhistory/

[42] Χάρης Αθανασιάδης, Τα αποσυρθέντα βιβλία. Έθνος και σχολική ιστορία στην Ελλάδα, 1858-2008, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2015, σελ. 18.

[43] Στο ίδιο, σελ.31.

[44] Αντώνης Λιάκος, Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία, Αθήνα: Πόλις, 2007, σελ. 102.

[45] Στο ίδιο, σελ.120.

[46] Despoina Valatsou, ‘History, our own Stories and Emotions Online’, Historein, 8 (2008): σελ.113.

http://epublishing.ekt.gr/el/5119/Historein/6981  

[47] Μήτσος Μπιλάλης, Το παρελθόν στο Δίκτυο. Εικόνα, τεχνολογία και ιστορική κουλτούρα στη σύγχρονη Ελλάδα (1994 – 2005), Αθήνα: Ιστορείν, 2015.

http://epublishing.ekt.gr/sites/ektpublishing/files/ebooks/5-16-112- 1-10-20161208.pdf  σελ.34.

[48] Gunther Kress., & T. van Leeuwen,  Η ανάγνωση των εικόνων. Η γραμματική του Οπτικού Σχεδιασμού, επιμ. – θεώρηση: Φωτ. Παπαδημητρίου, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2010, σελ. 277-278.

[49] Στο ίδιο, σελ. 280.

[50] Stefan Tanaka, ‘Reconceiving pasts in a digital age’, Historein 15 (2) (2016): σελ.22.

https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/historein/a rticle/view/8892/10480

[51] Στο ίδιο, σελ.23.

[52] Στο ίδιο, σελ.26.

[53] Στο ίδιο, σελ.28.

[54] Despoina  Valatsou,  ‘History, our own Stories…, ό.π. σελ. 108.

[55] Στο ίδιο, σελ. 113.

[56] Hilda Kean,   “Introduction” στο H. Kean, P. Martin  (επιμ.), The Public History Reader, Routledge, 2015,   σελ. xii.

[57] http://911digitalarchive.org/ [τελευταία πρόσβαση:7/01/2018]

[58] Despoina  Valatsou,  ‘History, our own Stories…, ό.π. σελ.109-110.

[59] Στο ίδιο, σελ. 111.

[60] Ενδεικτικά να αναφέρουμε τον ιστότοπο του Άουσβιτς  http://www.auschwitz.org/

  ή στα καθ’ ημάς το Ψηφιακό Μουσείο Μακρονήσου http://www.makronissos.org/  .

[61] Τα συμπεράσματα  του Μπιλάλη από την πολύ ενδιαφέρουσα έρευνά του σχετικά με  τις ελληνικές προσωπικές σελίδες, αν και περιορίζεται στην περίοδο 1994 -2005, πιστεύω ότι έχουν απόλυτη εφαρμογή και στο σημερινό ψηφιακό τοπίο.  Μήτσος Μπιλάλης, Το παρελθόν στο Δίκτυο. Εικόνα, τεχνολογία και ιστορική κουλτούρα στη σύγχρονη Ελλάδα (1994 – 2005), Αθήνα: Ιστορείν, 2015. http://epublishing.ekt.gr/sites/ektpublishing/files/ebooks/5-16-112- 1-10-20161208.pdf , σελ. 26 κ.έ.

[62] David Lowenthal, The Past is a Foreign Country, Cambridge University Press, Καίμπριτζ, 1985, σελ. 6.

[63] Μήτσος Μπιλάλης, «Ιο-πολιτική και ιστορική κουλτούρα» στο Ανδρέας Ανδρέου κ.ά. (επιμ.), Η δημόσια Ιστορία στην Ελλάδα. Χρήσεις και καταχρήσεις της ιστορίας, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2015, σελ.84-88.

[64] David Lowenthal, The Past is a Foreign…, ό.π., σελ.12.

[65] Mark Poster, ‘History in the…,  ό.π. σελ. 29.

[66] Μήτσος Μπιλάλης, «Ιο-πολιτική και ιστορική …, ό.π.. σελ.68-69.

[67] Στο ίδιο,σελ.73-74.

[68] Χάγκεν Φλάισερ, Οι πόλεμοι της μνήμης. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία, Αθήνα: Νεφέλη, 2008, σελ. 312.

[69] Στο ίδιο, σελ.452.

[70] Στο ίδιο, σελ. 467.

[71] Ζακ Λε Γκοφ,  Ιστορία και μνήμη, μτφρ. Γιάννης Κουμπουρλής, Αθήνα: Νεφέλη, 1998, σελ. 155.

[72] Στο ίδιο, σελ. 156.

[73] Που πλέον κατασκευάζεται μέσα από τις κατακλυσμιαίες ανατροπές του κυβερνοχώρου, οπότε το ερώτημα είναι τι  είδους συλλογική μνήμη (ή μήπως συλλογική αμνησία;) προωθείται.

[74] Στο ίδιο, σελ. 159.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.