Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

"Ο Β’ ΠΠ στον ελληνικό επετειακό χάρτη: «αντιστάσεις» στην αναγνώριση της Αντίστασης" της Κατερίνας Χιωτέρη

 Η αποτυχία καθιέρωσης  επετείων και εορτασμών που σχετίζονται με το Β’ΠΠ στον ελληνικό χώρο, πέρα απ’ αυτή της 28ης Οκτωβρίου, αντανακλά τις ιστορικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν κατά τα μετεμφυλιακά χρόνια και  αντανακλά  και την πορεία ενός ολόκληρου λαού που νοηματοδότησε τη δεκαετία του ’40 μέσα από ποικίλες ατομικές αλλά και διαιρεμένες μνήμες[1]. Στην εργασία αυτή θα εξετάσουμε τους ιδιαίτερους όρους που διαμόρφωσαν τη μνήμη της Αντίστασης στην Ελλάδα σε σύγκριση με τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη και θα παρουσιάσουμε το πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο μέχρι  και την οριστική αναγνώριση. Τέλος, θα αξιολογήσουμε  τη σημερινή θέση του εορτασμού της Εθνικής Αντίστασης στον επετειακό χάρτη σε συνδυασμό με τις  προσπάθειες καθιέρωσης άλλων ιστορικών ορόσημων.

Από τις παραδόσεις στις επετείους

     Η δημιουργία παραδόσεων, επίσημων ή ανεπίσημων,  δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά μια κατασκευή , αναγκαία κάτω από  συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες και με πρόδηλο στόχο τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και της εθνικής ταυτότητας[2] .  Στις περιπτώσεις αυτές κράτος, έθνος και κοινωνία συγκλίνουν σ’ έναν κοινά αποδεκτό εθνικό τόπο μνήμης[3], θεσμοθετώντας επετείους, ανεγείροντας μνημεία[4]  και επιλέγοντας εθνικά σύμβολα[5]. Η επιλογή επομένως συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων για τον εορτασμό επετείων δεν είναι ανεξάρτητη από πολιτικές συγκυρίες και βαθιούς  κοινωνικούς μετασχηματισμούς, που επιτρέπουν την ευρύτερη δυνατή αποδοχή από το εθνικό σώμα[6]. Η υπενθύμιση του κοινού  - ηρωικού κατά το σύνηθες -παρελθόντος δεν περιορίζεται μόνο στη διάκριση «ημών» και «υμών», αλλά λειτουργεί και παραδειγματικά υπερτονίζοντας πράξεις και πρόσωπα ως άξια μίμησης.[7] Στα κριτήρια αυτά ανταποκρίνονται ασφαλώς  και οι δύο εθνικές επέτειοι στην Ελλάδα, η 25η Μαρτίου 1821 και η 28η Οκτωβρίου 1940.

Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ευρωπαϊκές επέτειοι: πολιτικές λήθης και μνήμης

     Η θεσμοθέτηση και ο εορτασμός επετείων εθνικής ανεξαρτησίας δεν είναι βέβαια αποκλειστικότητα της Ελλάδας. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία πολλά σύγχρονα κράτη τιμούν την ανεξαρτησία τους  από μια τυραννική  εσωτερική ή εξωτερική επιβολή ή την αντίσταση απέναντι σ’ έναν πιο ισχυρό εχθρό. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων εορτασμών αποτελούν ιστορικά γεγονότα που συνδέονται με το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.  Στο πλαίσιο αυτό  ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία στις 8 Μαΐου (1945) και η Ρωσία στις 9 Μαΐου τιμούν με λαμπρές εκδηλώσεις τη λήξη του πολέμου, αντιμετωπίζοντάς τη ως ένα νικηφόρο γεγονός γι’ αυτές[8], ενώ οι ηττημένες χώρες, όπως η Γερμανία, την αντιμετωπίζουν μάλλον αμφίθυμα[9]. Πιο ακραία περίπτωση είναι ασφαλώς οι βαλτικές χώρες, Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία που θεωρούν λήξη του πολέμου και απελευθέρωση – λόγω και της ιστορικής εξέλιξής τους -την αποχώρηση του ρωσικού στρατού από τα εδάφη τους[10].

     Το τέλος του πολέμου θα βρει την Ευρώπη, όπως και τη μεγάλη ηττημένη του πολέμου Γερμανία, χωρισμένη στα δύο. Οι νέες διαιρέσεις θα βρουν, σύμφωνα με την κυρίαρχη δυτική αντίληψη,  τη δυναμική τους στο δίπολο «ολοκληρωτισμός» (για τις ανατολικές χώρες) και «δημοκρατία» (για τις δυτικές χώρες) ενσωματώνοντας και τις ανάλογες πολιτικές μνήμης[11]. Παρ’ όλη ωστόσο την πολιτική αυτή διαίρεση, αν θέλαμε  να βρούμε ένα κοινό σημείο ανάμεσα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αυτό θα ήταν  η έκδηλη προσπάθειά τους να αποτινάξουν από πάνω τους κατά περίπτωση το στίγμα είτε  της ελάχιστης πολεμικής αντίδρασης και της άνευ όρων παράδοσης στους Ναζί είτε της συνέργειας στα εγκλήματα πολέμου και πολύ συνηθέστερα του μαζικού δωσιλογισμού[12]. Ενταγμένες  στο στρατόπεδο των νικητών, στο στρατόπεδο των ηττημένων ή και σ’ αυτό  ακόμη  των «επιδέξιων ουδετέρων», οι ηγεσίες των χωρών και οι πολίτες τους συνεπακόλουθα είχαν να επεξεργαστούν και να επανακατασκευάσουν ένα αντιστασιακό παρελθόν, που, σε κάποιες περιπτώσεις όχι και τόσο περιορισμένες, μικρή σχέση είχε με την πραγματικότητα[13].

     Η ανάγκη των ευρωπαϊκών κρατών να προσαρμοστούν και να εξασφαλίσουν τη συνέχεια  στο μεταπολεμικό ψυχροπολεμικό σκηνικό δημιούργησε τον δικό τους «μύθο» σε σχέση με τη συμμετοχή τους στον πόλεμο[14]. Έτσι χώρες, ακόμα και σύμμαχοι του «Άξονα», παρουσιάστηκαν ως «θύματα» -χαρακτηριστική η περίπτωση της Αυστρίας[15] -, ενώ χώρες με σημαντικό ιστορικό δωσιλογισμού αποδόθηκε σε προδότες που, σύμφωνα με τις  επίσημες  εκδοχές, προέρχονταν κατά κύριο λόγο από τις γερμανικές μειονότητες[16]. Από την άλλη  συμμετοχή σεβαστού αριθμού πολιτών τους στην εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού και την ιδιοποίηση των περιουσιών τους ήταν κάτι που καμιά χώρα δεν θα παραδεχόταν ανοιχτά[17].

      Οι εκδοχές αυτές έπρεπε όμως να συνδυαστούν και με ένα ηρωικό παρελθόν, το οποίο βρήκε την πραγμάτωσή του  στην έννοια της αντίστασης. Ακόμη και αν επρόκειτο για μεμονωμένες περιπτώσεις  σε κάθε χώρα, για ψήγματα ή για πιο σοβαρές, πολυπληθέστερες και οργανωμένες μορφές,  βαφτίστηκαν παλλαϊκή αντίσταση, προσφέροντας έτσι μια επίσημη και ωραιοποιημένη εκδοχή της παρουσίας κάθε λαού κατά το Β’ΠΠ[18]. Τυπικό παράδειγμα η Γαλλία και την περιβόητη collaboration του καθεστώτος του Βισύ[19] με τους Ναζί και την εργώδη προσπάθεια του γαλλικού κράτους   να υποτιμηθεί εξυψώνοντας τη σημασία  της  Résistance[20].

Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και επέτειοι στην Ελλάδα: όταν αντιστέκεται η μνήμη της Αντίστασης

    Ενώ λοιπόν σε όλη την Ευρώπη κατά τη μεταπολεμική περίοδο τα κράτη προσπαθούν να συγκροτήσουν μια νέα ενοποιητική συλλογική μνήμη με ηρωικό πρόσημο υπερπροβάλλοντας το αντιστασιακό τους παρελθόν, η Ελλάδα ακολουθεί τον δικό της μοναχικό δρόμο. Η πρώτη προσπάθεια να εορτασθεί η πάλη κατά του κατακτητή τιμώντας την προσφορά του Έλληνα Στρατιώτη και μάλιστα από τους ίδιους  τους πολίτες γίνεται  μέσα στην Κατοχή, ένα χρόνο μετά την είσοδο της χώρας στον πόλεμο, στις 28 Οκτωβρίου 1941[21]. Από το 1944 και μετά θα αναγνωριστεί ως μέρα εθνικής επετείου και επίσημης αργίας, η μοναδική που σχετιζόταν με το Β’ΠΠ. Άλλωστε ήταν μια μέρα ορόσημο, όπου όλοι διεκδικούσαν δάφνες για τη συμμετοχή τους, χωρίς να αποκλείεται και να αμφισβητείται κανενός η προσφορά[22]. Η σημασία της ημέρας αυτής, ως αρχή της πάλης κατά του φασισμού, ήταν αναμφισβήτητη για όλο τον κόσμο της Αριστεράς, παρόλο που τον Οκτώβριο του ’45 η Κεντρική Επιτροπή του Πολιτικού Συνασπισμού των Κομμάτων του ΕΑΜ καλούσε το λαό να μη συμμετάσχει στις κεντρικές επίσημες εκδηλώσεις αλλά στις συνοικιακές[23], φανερή ένδειξη  του κλίματος πριν την έναρξη του εμφύλιου.

    Το παράδοξο του πράγματος, να εορτάζεται η έναρξη (!) ενός πολέμου, του ελληνο-ιταλικού , και όχι η απελευθέρωση της χώρας από τις κατοχικές δυνάμεις ή η λήξη του Β’ΠΠ, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες,  μπορεί να μην είναι ελληνική πρωτοτυπία[24], σχετίζεται ωστόσο άμεσα με τις εξελίξεις στο εσωτερικό μέτωπο. Τα αιματηρά γεγονότα των  Δεκεμβριανών  επισκίασαν την αποχώρηση των Γερμανών από τη χώρα, ενώ ο Β’ΠΠ έληξε μέσα στο ζοφερό κλίμα της περιόδου πριν την έναρξη του εμφυλίου πολέμου[25].  Η μνήμη της Αντίστασης λοιπόν για τις κατοχικές και μετακατοχικές γενιές πέρασε μέσα από τις Συμπληγάδες των ετών 1946-1949. Αυτό θα καθόριζε και τη στάση τους απέναντι στο παρελθόν, επιλέγοντας σε πολλές περιπτώσεις τη λήθη[26] ως άμυνα και προσπάθεια διαχείρισης του τραυματικού γεγονότος της ήττας. Επομένως στην πλευρά των ηττημένων η ανάγκη να αποτινάξουν από πάνω τους τις μνήμες του εμφύλιου πολέμου, για να μπορέσουν να διαχειριστούν το παρόν τους και το μέλλον τους στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, παρουσιάζεται ως απολύτως κατανοητή και συμβατή με το ένστικτο βιολογικής αλλά και πολιτικής επιβίωσης. Και στο στρατόπεδο όμως των νικητών της σύγκρουσης, το βάρος του κατοχικού και του εμφυλιοπολεμικού παρελθόντος τους δεν επέτρεπε τη θριαμβολογία αλλά το δρόμο της λήθης που ακολούθησαν και οι πολιτικοί τους αντίπαλοι[27].

     Η ταύτιση της Αντίστασης με την Αριστερά και οι βαρύτατες συνέπειες (πολιτική προσφυγιά, διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες) που βίωσαν οι αγωνιστές της μέχρι και το 1974  δεν απέτρεψαν ωστόσο ούτε την επίσημη Αριστερά ούτε και μεμονωμένους αγωνιστές της να διεκδικούν τη θέση τους στην Ιστορία, την αναγνώρισή τους ως πατριωτική και εθνικοαπελευθερωτική δύναμη κατά του κατακτητή[28]. Η αναγνώριση ως αντιστασιακών  ατόμων με αμφιλεγόμενη δράση ή οργανώσεων όπως ο ΕΔΕΣ[29], απέκρυπτε την προσφορά και τη σημασία του ΕΑΜ, ενός από τα πλέον ισχυρά αντιστασιακά κινήματα της Ευρώπης[30]. Η απόκρυψη ωστόσο αυτή δεν είχε να κάνει μόνο με την παραδοχή του ρόλου της εαμικής αντίστασης αλλά και με τις προσπάθειες  αποσιώπησης των «έργων και ημερών»  μερίδας της ελληνικής κοινωνίας που ανέπτυξε αγαστή συνεργασία με τον κατακτητή[31]. Έτσι με το πρόσχημα και τη μόνιμη απειλή του «κομμουνιστικού κινδύνου» ,  οι εθνικόφρονες παρατάξεις αντιμετώπιζαν τη δράση των εαμιτών κατά την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου ως προσπάθειες διάλυσης της χώρας σε συνεργασία με τα γειτονικά κράτη[32].

     Η έλλειψη της  αναγνώρισης δίχαζε την μεταπολεμική Ελλάδα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι, σε αντίθεση με τη Δυτική Ευρώπη, αδύνατη η δημιουργία μιας συλλογικής, μιας «Εθνικής» Αντίστασης[33].  Άλλωστε και ο προσδιορισμός «εθνική» δίπλα στην «αντίσταση» δεν ήταν κάποιος όρος που χρησιμοποιούνταν κατά τη διάρκεια της κατοχής από τους αντιστασιακούς[34] Ο όρος «Εθνική Αντίσταση» εισήχθη επίσημα με τον ν.971/1949 «Περί απονομής ηθικών αμοιβών εις τας εθνικάς αντάρτικας ομάδας και εθνικάς οργανώσεις εσωτερικής αντιστάσεως», με τον οποίο αποκλείονταν από την αναγνώριση- εμμέσως- το ΕΑΜ[35].

     Κατά τη δεκαετία του ’50 η υπόθεση της Αντίστασης ουσιαστικά απασχολεί μόνο την Αριστερά τιμώντας με επετειακά αφιερώματα στον τύπο την ίδρυση του ΕΑΜ  (27 Σεπτεμβρίου 1941) και την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου (25 Νοεμβρίου 1942)[36].Αλλά και τοπικοί φορείς προσπαθούν να προβάλουν το αντιστασιακό αριστερό παρελθόν, όπως στην περίπτωση του δημοτικού συμβουλίου της Νίκαιας το 1956, που ανακήρυξε ως «μέρα Εθνικής εξάρσεως και Εθνικής Ανατάσεως» τη 17η Αυγούστου, ημέρα του Μπλόκου της Κοκκινιάς[37].

     Η ροή των πραγμάτων φαίνεται να αλλάζει κατά τη δεκαετία του ’60. Με την άνοδό της στην εξουσία η Ένωση Κέντρου, στην προσπάθειά της να βρει ερείσματα στην Αριστερά, θα επιχειρήσει να θεσμοθετήσει την καθιέρωση της ημέρας της απελευθέρωσης της Αθήνας (12 Οκτωβρίου 1944) και της ημέρας της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου ως επίσημες επετείους, χωρίς εντέλει να επισημοποιηθούν. Η έλλειψη ευρύτερης αποδοχής της 12ης Οκτωβρίου από τον αθηναϊκό λαό και τα τραγικά γεγονότα στον εορτασμό του Γοργοποτάμου το 1964 έδωσαν τη χαριστική βολή σε κάθε προσπάθεια συνέχισης των επίσημων κρατικών εορτασμών[38]. Παρ’ όλη ωστόσο την ατυχή κατάληξη, η αναγνώριση της Αντίστασης από την κυβέρνηση Παπανδρέου θα αποτελέσει και την πρώτη σοβαρή προσπάθεια να καλυφθεί πολιτικά το κενό μεταξύ Δεξιάς και κομμουνισμού, υιοθετώντας τη λογική της υπέρβασης του τραυματικού παρελθόντος[39].

     Η αποσύνδεση της Αντίστασης από τον κομμουνισμό και η προωθούμενη «ένταξή» της στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς θα δημιουργήσει τη βάση για τη δημιουργία νέων διαχωριστικών γραμμών στην πολιτική ζωή της χώρας: οι έννοιες της Δεξιάς- Αντιδεξιάς θα έρθουν να αντικαταστήσουν αυτές του εθνικόφρονα-μη εθνικόφρονα[40], αλλά ταυτόχρονα θα δημιουργήσουν νέες αντιπαλότητες στη διεκδίκηση της πατρότητας και της κληρονομιάς του αντιστασιακού παρελθόντος[41]. Η εκκρεμότητα της αναγνώρισης του ΕΑΜ θα συντηρούσε για όλη τη δεκαετία του ’60 το αίτημα της ιστορικής δικαίωσης[42] των αγωνιστών του, την ίδια στιγμή που η Αντίσταση με τις πολιτικές της Ένωσης Κέντρου θα αποχρωματίζεται από τις ιδεολογικές καταβολές της[43].

     Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 όχι μόνο θα αναστείλει  τις προσπάθειες αναγνώρισης του ΕΑΜ, αλλά θα δώσει και έναν νέο  -χουντικό - ορισμό του αντιστασιακού. Με το νομοθετικό διάταγμα 179/69 «Περί Εθνικής Αντιστάσεως» θα αναγνωρίσει ως αντιστασιακούς ακόμη και μέλη δωσιλογικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων με τα ανάλογα βέβαια ωφελήματα του νόμου που συνοδεύουν αυτού του είδους οι αναγνωρίσεις[44].

     Η πτώση της Χούντας το 1974 θα φέρει τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ  και συγχρόνως θα επαναφέρει τη συζήτηση  στην εαμική αντίσταση, πεδίο προνομιακό για την ανάδειξη της πατριωτικής προσφοράς προς τον ελληνικό λαό και της διεκδίκησης αναγνώρισης και δικαίωσης από το επίσημο κράτος[45]. Τη στόχευση αυτή θα υπηρετήσει και μια σειρά εκδοτικών προσπαθειών, κυρίως με τη μορφή μαρτυριών,  από στελέχη κατά κύριο λόγο  της Αριστεράς, που αισθάνονται πλέον την ανάγκη μετά από μια μεγάλη περίοδο επιβεβλημένης σιωπής, να καταθέσουν την εμπειρία τους μέσα στο νομιμοποιητικό πλαίσιο της μεταπολίτευσης[46]. Η γενικότερη αλλαγή κλίματος και με την επιστροφή πλέον των πολιτικών προσφύγων θα ενισχύσει ακόμη περαιτέρω την ανάγκη της αποδοχής και αποκατάστασης των έως τότε διωκόμενων αγωνιστών[47].

     Το αίτημα λοιπόν της αναγνώρισης της εαμικής αντίστασης, ενισχυμένο πλέον και με νέες φωνές, θα ενταχθεί και στην πολιτική φαρέτρα του ΠΑΣΟΚ, αναδεικνύοντας το δίπολο Δεξιά-Αντιδεξιά, διεκδικώντας – και καταφέρνοντας να κερδίσει, όπως φάνηκε από τα εκλογικά αποτελέσματα του 1981 – μεγάλο κομμάτι του «εαμογενούς» χώρου[48].Το ΠΑΣΟΚ ουσιαστικά συνέχισε την πολιτική της Ένωσης Κέντρου, προσεγγίζοντας εκείνο το κομμάτι του πληθυσμού, που είχε αγωνιστεί μεν στις τάξεις του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αλλά που δεν συντάχθηκε με την πολιτική του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου[49].

Η αναγνώριση της Αντίστασης:  Νόμος 1285/1982

     Το 1981 φέρνει το κόμμα της «Αλλαγής», το ΠΑΣΟΚ,  στην εξουσία με την υπόσχεση της αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης , υπόσχεση την οποία υλοποιεί την 17 Αυγούστου 1982, τριακοστή όγδοη επέτειο του μπλόκου της Κοκκινιάς[50], με το νομοσχέδιο που καταθέτει στη Βουλή η κυβέρνηση. Είχε προηγηθεί ήδη το Νοέμβριο του 1981 η κατάργηση όλων των επετειακών εκδηλώσεων που σχετίζονταν με τον εμφύλιο πόλεμο[51]. Στην  εισαγωγική του ομιλία,  με την κατάθεση του νομοσχεδίου για την Εθνική Αντίσταση, ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου τονίζει με έμφαση:

         « Η ιστορία διαστρεβλώθηκε. Η Ελλάδα – το ξέρουμε όλοι –υπήρξε η μόνη χώρα στην Ευρώπη που δεν  

         εκπλήρωσε,  μέχρι τώρα το δικό της χρέος στην Αντίσταση, παρόλο που ήταν η μόνη  χώρα που έκανε

         καθολική  Αντίσταση ενάντια στην Κατοχή»[52].

     Η ομιλία  του δεν αφήνει αμφιβολίες για τη στόχευση αυτής της αναγνώρισης.  «Ο κύριος στόχος του νομοσχεδίου είναι η εθνική ενότητα»  και ευρύτερα «… να ξαναδώσουμε στο Λαό μας την εθνική μνήμη»[53]. Στο ενωτικό πλαίσιο της ημέρας δεν παραλείπει να αναφερθεί σε όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις της περιόδου[54], χαρακτηρίζοντας την Αντίσταση ως «Εθνική», «ενιαία», ενώ τον αγώνα της περιόδου 1941-1944 ως «εθνικοαπελευθερωτικό», φυσική συνέχεια του «εθνικοαμυντικού» πολέμου 1940-1941. Παρόλο που δεν αμφισβητεί τη σημασία των συγκρούσεων ανάμεσα στις οργανώσεις ακόμη και κατά τη διάρκεια της Κατοχής και βεβαίως της περιόδου του  Εμφυλίου, αυτό ωστόσο, υποστήριξε, δεν απείλησε την ενότητα του Λαού φέρνοντας μάλιστα ως παράδειγμα  τη μοίρα των αγωνιστών του ‘21[55].

    Αποτέλεσμα των 4 συνεδριάσεων της Βουλής ήταν ο νόμος 1285/1982 (ΦΕΚ Α 115) «Για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης του Ελληνικού Λαού εναντίον των στρατευμάτων κατοχής 1941-1944»[56].

     Ο νόμος, ο οποίος αποτελείται από 14 άρθρα, ερμηνεύει διασταλτικά την έννοια του αντιστασιακού αναγνωρίζοντας ως τέτοιους  όχι μόνο όσους έδρασαν ατομικά ή συλλογικά κατά του εχθρού αλλά και αυτούς που βοήθησαν τους συμμάχους και δεν συνεργάστηκαν με τις κατοχικές δυνάμεις (άρθρο 1), προσδιορίζει ως  χρόνο διεξαγωγής των αντιστασιακών ενεργειών την περίοδο έναρξης του τέλους των επιχειρήσεων του πολέμου 1940-41 και λήξης την ημερομηνία απελευθέρωσης κάθε περιοχής  (άρθρο 3), αναγνωρίζεται μαζί με άλλες οργανώσεις και το ΕΑΜ ως αντιστασιακή οργάνωση (άρθρο 9), καθιερώνει την επέτειο της μάχης του Γοργοποτάμου (25 Νοεμβρίου) και προβλέπει την ανέγερση μνημείου  στον ίδιο τόπο «της καθολικής αντίστασης, ανάλογο και αντάξιο των αγώνων και θυσιών του Λαού μας, σύμβολο της ομοψυχίας του Έθνους στον αγώνα κατά του φασισμού και της κατοχής, σύμβολο του πνεύματος της Ελευθερίας και της Ανεξαρτησίας»(άρθρο 10) και καθορίζει τους δικαιούχους αποκατάστασης (άρθρο 11).

      Ο συγκεκριμένος νόμος ήρθε να κλείσει  -παρ’ όλες τις διαφοροποιήσεις ένα ανοιχτό κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας,  να προσφέρει  παράλληλα μια συγκεκριμένη ιστορική άποψη για τη δεκαετία του ‘40 και κατά συνέπεια να προωθήσει στον δεκτικό ελληνικό λαό της περιόδου μια   επίσημη συλλογική μνήμη[57].  Η αναγνώριση ωστόσο αυτή ουσιαστικά απέσπασε με τη προσθήκη του προσδιορισμού «εθνική» την έννοια της Αντίστασης από τον χώρο της Αριστεράς,  μετατρέποντάς  την σε κτήμα όλων των Ελλήνων και πρώτα εκείνων των πολιτικών δυνάμεων κεντροαριστερών αποχρώσεων που δεν βαρύνονταν από το «άγος» του Εμφύλιου πολέμου[58].

    Η πρόνοια του νόμου για τον εορτασμό της επετείου του Γοργοποτάμου εφαρμόστηκε ήδη από το 1982 και με την παρουσία επί τόπου επίσημων αρχών, αντιστασιακών οργανώσεων, αριστερών κομμάτων και πολλών άλλων παρευρισκομένων και με όλο το τυπικό που επιβάλλει ένας επίσημος εορτασμός, ενώ επίσημες δοξολογίες γίνονταν στις μητροπόλεις της χώρας.  Από το 1983 συμμετείχε και η ΝΔ αλλά και εκπρόσωποι του ΕΔΕΣ επιβεβαιώνοντας τον παλλαϊκό και εθνικό χαρακτήρα της ημέρας[59].

     Η οικειοποίηση ωστόσο της Αντίστασης από το ΠΑΣΟΚ με την προσέλκυση και μεγάλης μερίδας εαμιτών και γενικά αριστερών στην εκλογική του πελατεία – υπονοούμενα ότι πολλοί συντάχθηκαν με το ΠΑΣΟΚ λόγω της χορήγησης της σύνταξης αντιστασιακού και του φόβου μήπως την απολέσουν ελέγχονται ως κακόβουλα (!) – θα προκαλέσει σοβαρούς τριγμούς ανάμεσα στο ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ. Το ΚΚΕ θα αντιδράσει  το 1985 μποϊκοτάροντας ανοιχτά τις επίσημες κυβερνητικές εκδηλώσεις με κάλεσμα προς τα μέλη του και τους φίλους του να τιμήσουν την ημέρα σε συγκεκριμένους χώρους συνδεόμενους με την Αντίσταση, κατηγορώντας συγχρόνως την κυβέρνηση ότι χρησιμοποιεί την επέτειο για να προωθήσει την  πολιτική της[60], κατηγορία την οποία θα επαναδιατυπώσει το 1987[61].

     Τα επόμενα χρόνια ουσιαστικά θα αναπτυχθεί μια διελκυστίνδα ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, με το Κομμουνιστικό Κόμμα να προσπαθεί να επανασυνδεθεί  με  το αντιστασιακό του παρελθόν, περιθωριοποιώντας στις εκδηλώσεις του Γοργοποτάμου την κυβερνητική παρουσία[62]. Η μείωση της επιρροής του ΠΑΣΟΚ στο εκλογικό σώμα και η απώλεια της εξουσίας το 1989, θα σημάνει και την αντίστροφη πορεία για τη σημασία της «Εθνικής» πια  Αντίστασης στον ελληνικό λαό , καθώς είχε πια απόλυτα συνδεθεί με την κυβέρνηση της «Αλλαγής». Οι εορτασμοί επανήλθαν στην πρότερη συνθήκη του κλειστού κύκλου των παλαιών αντιστασιακών και κομματικών στελεχών  με βροντερή εξαίρεση τον εορτασμό του 1991, καθώς είχε προηγηθεί η απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να καταργήσει τις αντιστασιακές συντάξεις[63]. Τη δεκαετία του ’90 συμπληρωματικές ρυθμίσεις στον 1285/1982, χωρίς ωστόσο να ικανοποιούν πλήρως τους αγωνιστές όσον αφορά τα ευεργετήματα του νόμου[64], ενώ από το 1992 ο εορτασμός των επετείων φθίνει συστηματικά, έχοντας πια γίνει εσωτερική υπόθεση του ΚΚΕ. Φαίνεται σαν η φθορά αυτή να ακολουθεί τη βιολογική φθορά των πρωταγωνιστών του ’40 και μαζί τους να χάνεται όχι μόνο η ατομική μνήμη αλλά και η συλλογική ενός ολόκληρου λαού.

      Η Αντίσταση ποτέ λοιπόν δεν κατάφερε να αποκτήσει την περίοπτη θέση που κατέχει σε άλλες χώρες, κι ας ήταν μια από τις σπουδαιότερες που γνώρισε η Ευρώπη, και ας συνδέθηκε με τα όνειρα χιλιάδων Ελλήνων. Τα θεμέλιά της, όχι γενικά στην Αριστερά αλλά στον κομμουνισμό, της στέρησαν την αναγνώριση,  την ευρύτερη αποδοχή ή όπως απλά θα έλεγαν οι αντιστασιακοί, τη δικαίωση, το «ευχαριστώ» της ελληνικής κοινωνίας για όλες τις θυσίες τις οποίες υπέστησαν. Η στροφή τα τελευταία χρόνια σε προσπάθειες να συνδεθούν και άλλοι εορτασμοί με το Β’ΠΠ, όπως η απελευθέρωση των Αθηνών, κρίνονται ασφαλώς θετικές, αλλά θα πρέπει να επισημανθεί ότι, παρ’ όλη τη σημασία του ιστορικού γεγονότος , δεν έχει οριστεί ως αργία στην Αθήνα ή τουλάχιστον ως ημέρα που τα σχολεία θα έπρεπε να κάνουν σχετικές εκπαιδευτικές δράσεις[65], που θα σηματοδοτούσε και τη σπουδαιότητα του γεγονότος. Κατά τα άλλα είναι μια εργάσιμη μέρα με κάποιους  «υποψιασμένους» να λαμβάνουν  μέρος στις προγραμματισμένες   εκδηλώσεις  και τους περισσότερους να αγνοούν ακόμη και την ημερομηνία.

    Όσον αφορά την 8η Μαΐου, σύμφωνα με τον Βόγλη, ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε με την ίδια βαρύτητα με τις εθνικές επετείους, καθώς  ό,τι δεν σχετίζεται απόλυτα με την ελληνική ιστορία αλλά   διαπλέκεται με την ευρωπαϊκή και παγκόσμια δεν αντιμετωπίζεται ως εθνικό ακόμη και αν αφορά κοινές εμπειρίες με άλλους λαούς[66]. Άλλωστε όταν όλη η Ευρώπη πανηγύριζε για το τέλος του πολέμου, η Ελλάδα έμπαινε σε μια ακόμη  επικίνδυνη τροχιά, αυτή του Εμφυλίου που θα ξεσπούσε λίγους μήνες αργότερα.

Αντί επιλόγου

     Ολοκληρώνοντας, μιας και κολυμπάμε στα βαθιά νερά της Δημόσιας Ιστορίας, αξίζει, πιστεύω, να επισημάνουμε ότι η μνήμη της Εθνικής Αντίστασης, εάν δεν υποστηριχθεί από το επίσημο κράτος με τη σθεναρότητα που απαιτείται, θα αποτελεί – ειδικά για τις νέες γενιές – terra ingognita. Και αυτό δεν σημαίνει βέβαια να οριστεί αναγκαστικά ως αργία- αν και ασφαλώς όλοι (!) θα έδειχναν τότε την απαιτούμενη προσοχή – αλλά οργανωμένα να δοθούν κατευθυντήριες γραμμές. Αυτό σημαίνει – όσον αφορά την εκπαίδευση - ότι δεν αρκεί να έρχεται μια εγκύκλιος στο σχολείο που να υπενθυμίζει απλώς την 25η Νοεμβρίου και να ζητά αντιπροσωπεία μαθητών για την κατάθεση στεφάνου, που στις περισσότερες περιπτώσεις μάλλον σε μνημόσυνο παραπέμπει – αν δούμε και τις ηλικίες των παρευρισκομένων – παρά σε εορτασμό . Ακόμη και μια τυπική ομιλία την ημέρα αυτή εναπόκειται στην καλή θέληση των εκπαιδευτικών και του Διευθυντή του σχολείου[67]. Σοβαρότερη και διαρκέστερη πρέπει να είναι η παρέμβαση στα αναλυτικά προγράμματα. Ο όγκος και η διάρθρωση της ύλης στη σύγχρονη ιστορία δεν επιτρέπουν καν να διδαχθεί ως το τέλος της σχολικής χρονιάς ο Β’ΠΠ, οπότε για ποια σοβαρή προσέγγιση της προσφοράς της Εθνικής Αντίστασης μπορούμε να μιλάμε; Καμία αναφορά δεν υπάρχει επίσης ούτε στα βιβλία της νεοελληνικής γλώσσας ούτε καν της λογοτεχνίας, που θα δώσουν την αφορμή για μια ουσιαστικότερη συζήτηση.  

     Καίριο ζήτημα επίσης για μένα αποτελεί και η τυποποίηση του εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου. Οι εκδηλώσεις σε μεγάλο βαθμό παραμένουν στο τρίπτυχο «ΟΧΙ- Βέμπο – αλβανικό μέτωπο», επαναλαμβάνοντας σταθερά τα ίδια μοτίβα.  Οι προσπάθειες να παρουσιαστούν και άλλες πλευρές και πέρα από το ορόσημο της εισόδου των Γερμανών στην Αθήνα, όπως το φαινόμενο του φασισμού, η επικαιρότητά του είναι μεμονωμένες, χωρίς και αυτές πολλές φορές να ξεφεύγουν από την πεπατημένη. Ακόμη και προτάσεις για να ακουστούν κάποια αντάρτικα τραγούδια - κάτι που τη δεκαετία του ’80 θεωρούνταν σχεδόν αυτονόητο -αντιμετωπίζονται το λιγότερο με αμηχανία. Πρόκειται λοιπόν – εκτιμώ - για σοβαρή οπισθοδρόμηση, η οποία συνδέεται με τις κατακλυσμιαίες αλλαγές σε ευρωπαϊκό επίπεδο μετά το 1989, και  δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστο και τον ελληνικό χώρο.

     Για να είμαστε ωστόσο δίκαιοι, μια σοβαρή προσέγγιση και παρουσίαση της περιόδου  αλλά κυρίως  η εμπλοκή της νέας γενιάς σ’ αυτό  προϋποθέτει και την απαραίτητη γνώση από τους εκπαιδευτικούς. Από τη στιγμή που  η Ιστορία διδάσκεται από οποιονδήποτε θέλει να συμπληρώσει το ωράριό του, όταν τίθεται θέμα προετοιμασίας μιας εορτής,  οι «επαΐοντες» (φιλόλογοι) αρνούνται πλέον να τις αναλάβουν[68]. Και όταν θα τις αναλάβουν θα αναμασήσουν τα ίδια και τα ίδια, φοβούμενοι πολλοί απ’ αυτούς να διαφοροποιηθούν είτε λόγω άγνοιας  των ιστορικών γεγονότων είτε λόγω φοβικών «δημοσιοϋπαλληλικών» συνδρόμων, την αποφυγή των  αντιδράσεων δηλαδή από τον ακροδεξιό χώρο που έχουν ενταθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.

    Το να ζητάμε βέβαια από το σημερινό κράτος την ενεργή στήριξη στον εορτασμό της επετείου είναι σαν να ξεχνάμε ότι η δημόσια, επίσημη, κρατική, συλλογική ή όπως αλλιώς θέλουμε να την ονομάσουμε, μνήμη προωθείται με βάση τις ανάγκες του παρόντος. Και αν για ένα σημαντικό τμήμα  του λαού είναι απολύτως απαραίτητο να συνδέσει το παρόν του με ένα ηρωικό αντιστασιακό παρελθόν που λειτουργεί παραδειγματικά και καθοδηγεί στο μέλλον,  για το παρόν (και για το μέλλον) του επίσημου κράτους ίσως είναι βολικότερο  να αφεθεί στη λήθη  η μνήμη της Αντίστασης, «αιωνία της η μνήμη».

Βιβλιογραφία – Δικτυογραφία

·         Hobsbawm Eric, «Μαζική παραγωγή παραδόσεων: Ευρώπη, 1870-1914» στο E. Hobsbawm, T. Ranger (επιμ.), Η επινόηση της παράδοσης, Αθήνα, Θεμέλιο, 2004.

·         Portelli Alessandro, The Battle of Valle Giulia. Oral History and the Art of Dialogue, Μάντισον, 1997 , κεφ. 10

·         Βόγλης Πολυμέρης, «Η δεκαετία του 1940 ως παρελθόν: μνήμη, μαρτυρία, ταυτότητα», Τα Ιστορικά, τόμος 25, τεύχος 47, 2007, σελ.437-456.

·         Βόγλης Πολυμέρης, «Γιατί γιορτάζουμε την έναρξη και όχι τη λήξη του πολέμου», Τα Νέα, 25/10/2012  http://www.tanea.gr/opinions/all-opinions/article/4762936/?iid=2

·         Γούσης Γιάννης - Ξάνθος, Αποκατάσταση Αγωνιστών. Εμπαιγμού και παραπλάνησης συνέχεια…, Ριζοσπάστης, Παρασκευή 16 Ιούλη 1999 (ανάκτηση από: https://www.rizospastis.gr/story.do?id=3779403)

·         Παπαδημητρίου Δέσποινα Ι., «Περί κοινωνικής μνήμης και ιστορίας: Σκέψεις γύρω από την 28η Οκτωβρίου», στο Κ. Γαρδίκα, Α.Μ. Δρουμπούκη, κ.ά. (επιμ.), Η μακρά σκιά της δεκαετίας του ’40. Πόλεμος- Κατοχή – Αντίσταση –Εμφύλιος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015, σελ.301-317.

·         Ανδρέας Παπανδρέου: Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης (1982), Τετράδια Κοινοβουλευτικού Λόγου,  Τετράδιο 10, Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση Κ’, 17 Αυγούστου 1982, Εισαγωγή-Ιστορικός Σχολιασμός: Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, σελ.566-624.

·         Πασχαλούδη Ελένη, «Η Εθνική Αντίσταση στον επετειακό χάρτη της μεταπολεμικής Ελλάδας»,  στο Σ. Δορδανάς, Β. Λάζου, κ.ά. (επιμ.), Κατοχική βία, 1939-1945. Η ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία, Ασίνη, Αθήνα, 2016, σελ.415-435.

·         Στριφτόμπολα Ελένη, «Μαθήματα δημόσιας ιστορίας από το ελληνικό κοινοβούλιο. Η περίπτωση του νόμου 1285/1982 “για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης του Ελληνικού Λαού εναντίον των στρατευμάτων κατοχής, 1941 έως 1944”», στο Α. Ανδρέου, Σ. Κακουριώτης, κ.ά. (επιμ.), Η δημόσια ιστορία στην Ελλάδα. Χρήσεις και καταχρήσεις της ιστορίας, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2015, σελ.239-249.

·         Φλάισερ Χάγκεν, Οι πόλεμοι της μνήμης. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία, Νεφέλη, Αθήνα, 2008.

·         Χανδρινός Ιάσονας, «Εθνική Αντίσταση: Ιστορικές, πολιτικές και θεσμικές εννοιολογήσεις από το 1941 στο σήμερα», στο Κ. Γαρδίκα, Α.Μ. Δρουμπούκη, κ.ά. (επιμ.), Η μακρά σκιά της δεκαετίας του ’40. Πόλεμος- Κατοχή – Αντίσταση –Εμφύλιος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015, σελ.191-213.

·         Χαραλαμπίδης Μενέλαος, «Η μνήμη της εαμικής Αντίστασης στην Αθήνα: Το πολιτικό πλαίσιο καθορισμού της μνήμης», στο Κ. Γαρδίκα, Α.Μ. Δρουμπούκη, κ.ά. (επιμ.), Η μακρά σκιά της δεκαετίας του ’40. Πόλεμος- Κατοχή – Αντίσταση –Εμφύλιος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015, σελ.215-228.

·         http://taxpress.gr/archives/18875



[1] Για τις διαιρεμένες μνήμες στο, Alessandro Portelli, «The Massacre at Civitella Val di Chiana (Tuscany, June 29, 1944): Myth and Politics, Mourning and Common Sense» στο, του ιδίου, The Battle of Valle Giulia. Oral History and the Art of Dialogue, Μάντισον, 1997 , κεφ. 10, σελ. 140-160.

[2]Eric Hobsbawm, «Μαζική παραγωγή παραδόσεων: Ευρώπη, 1870-1914» στο E. Hobsbawm, T. Ranger (επιμ.), Η επινόηση της παράδοσης, Αθήνα, Θεμέλιο, 2004, σελ.297.

[3] Στο ίδιο, σελ. 299.

[4] Στο ίδιο, σελ. 305-306.

[5] Στο ίδιο, σελ. 311.

[6] Ελένη Πασχαλούδη, «Η Εθνική Αντίσταση στον επετειακό χάρτη της μεταπολεμικής Ελλάδας»,  στο Σ. Δορδανάς, Β. Λάζου, κ.ά. (επιμ.), Κατοχική βία, 1939-1945. Η ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία, Ασίνη, Αθήνα, 2016, σελ. 415.

[7] Στο ίδιο, σελ. 415-416.

[8] Χάγκεν Φλάισερ, Οι πόλεμοι της μνήμης. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία, Νεφέλη, Αθήνα, 2008, σελ. 174.

[9] Στο ίδιο, σελ. 125.

[10] Στο ίδιο, σελ. 43.

[11] Δέσποινα Ι. Παπαδημητρίου, «Περί κοινωνικής μνήμης και ιστορίας: Σκέψεις γύρω από την 28η Οκτωβρίου», στο Κ. Γαρδίκα, Α.Μ. Δρουμπούκη, κ.ά. (επιμ.), Η μακρά σκιά της δεκαετίας του ’40. Πόλεμος- Κατοχή – Αντίσταση –Εμφύλιος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015, σελ. 303.

[12]Χάγκεν Φλάισερ, Οι πόλεμοι της μνήμης. … ό.π., σελ. 62.

[13] Ιάσονας Χανδρινός, «Εθνική Αντίσταση: Ιστορικές, πολιτικές και θεσμικές εννοιολογήσεις από το 1941 στο σήμερα», στο Κ. Γαρδίκα, Α.Μ. Δρουμπούκη, κ.ά. (επιμ.), Η μακρά σκιά της δεκαετίας του ’40. Πόλεμος- Κατοχή – Αντίσταση –Εμφύλιος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015, σελ. 192.

[14] Χάγκεν Φλάισερ, Οι πόλεμοι της μνήμης. … ό.π., σελ. 289-290.

[15] Στο ίδιο, σελ. 58-60.

[16] Στο ίδιο, σελ. 61.

[17] Στο ίδιο, σελ. 228.

[18] Στο ίδιο, σελ. 61-62. Και, Ελένη Πασχαλούδη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, ό.π., σελ. 416 -417.

[19] Χάγκεν Φλάισερ, Οι πόλεμοι της μνήμης. … ό.π., σελ. 234-236.

[20] Στο ίδιο, σελ. 240.

[21] Ελένη Πασχαλούδη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, ό.π., σελ.418. Επίσης, Ιάσονας  Χανδρινός, «Εθνική Αντίσταση: Ιστορικές, πολιτικές…, ό.π., σελ. 193.

[22] Ελένη Πασχαλούδη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, ό.π.,, σελ. 419.

[23] Δέσποινα Ι. Παπαδημητρίου, «Περί κοινωνικής μνήμης και ιστορίας:…, ό.π., σελ. 314.

[24] Επέτειο για την έναρξη του πολέμου  έχει και η Ρωσία. Συγκεκριμένα έχει ως επίσημη επέτειο την 22α Ιουνίου, ημέρα της γερμανικής εισβολής, της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα. Για τις άλλες δυο επετείους που σχετίζονται με το Β’ΠΠ, στο Χάγκεν Φλάισερ, Οι πόλεμοι της μνήμης. … ό.π., σελ. 356.

[25] Πολυμέρης Βόγλης, «Η δεκαετία του 1940 ως παρελθόν: μνήμη, μαρτυρία, ταυτότητα», Τα Ιστορικά, τόμος 25, τεύχος 47, 2007, σελ.439.

[26] Μενέλαος Χαραλαμπίδης, «Η μνήμη της εαμικής Αντίστασης στην Αθήνα: Το πολιτικό πλαίσιο καθορισμού της μνήμης», στο Κ. Γαρδίκα, Α.Μ. Δρουμπούκη, κ.ά. (επιμ.), Η μακρά σκιά της δεκαετίας του ’40. Πόλεμος- Κατοχή – Αντίσταση –Εμφύλιος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015, σελ.216-217.

[27] Πολυμέρης Βόγλης, «Η δεκαετία του 1940 ως…, ό.π., σελ.440-441.

[28] Στο ίδιο, σελ.440-441.

[29] Ιάσονας  Χανδρινός, «Εθνική Αντίσταση: Ιστορικές, πολιτικές…, ό.π., σελ.200.

[30] Ελένη Πασχαλούδη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, ό.π., σελ.417.

[31] Μενέλαος Χαραλαμπίδης, «Η μνήμη της εαμικής Αντίστασης…, ό.π., σελ. 216.

[32] Πολυμέρης Βόγλης, «Η δεκαετία του 1940 ως…, ό.π., σελ.452.

[33] Ιάσονας  Χανδρινός, «Εθνική Αντίσταση: Ιστορικές, πολιτικές…, ό.π., σελ.199.

[34] Στο ίδιο, σελ. 193. Αξίζει επίσης να επισημάνουμε ότι το εξάτομο έργο του Βάσου Γεωργίου στις εκδόσεις Αυλός (1979) φέρει τον τίτλο «Ιστορία της Αντίστασης 1940- 1945». Παρουσιάζει ενδιαφέρον για την απουσία του προσδιορισμού «εθνική».

[35] Στο ίδιο, σελ.202.

[36] Ελένη Πασχαλούδη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, ό.π., σελ.419.

[37] Ιάσονας  Χανδρινός, «Εθνική Αντίσταση: Ιστορικές, πολιτικές…, ό.π., σελ.203.

[38] Ελένη Πασχαλούδη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, ό.π., σελ.420-422.

[39] Ιάσονας  Χανδρινός, «Εθνική Αντίσταση: Ιστορικές, πολιτικές…, ό.π., σελ.204.

[40] Πολυμέρης Βόγλης, «Η δεκαετία του 1940 ως…, ό.π., σελ.453. Επίσης στο, Ελένη Πασχαλούδη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, ό.π., σελ.422.

[41] Ελένη Πασχαλούδη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, ό.π., σελ.423.

[42] Ιάσονας  Χανδρινός, «Εθνική Αντίσταση: Ιστορικές, πολιτικές…, ό.π., σελ.204-205.

[43] Ελένη Πασχαλούδη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, ό.π., σελ.422-423.

[44] Ιάσονας  Χανδρινός, «Εθνική Αντίσταση: Ιστορικές, πολιτικές…, ό.π., σελ.205-206.

[45] Ελένη Πασχαλούδη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, ό.π., σελ.423-424.

[46] Πολυμέρης Βόγλης, «Η δεκαετία του 1940 ως…, ό.π., σελ.448-449.

[47] Ελένη Στριφτόμπολα, «Μαθήματα δημόσιας ιστορίας από το ελληνικό κοινοβούλιο. Η περίπτωση του νόμου 1285/1982 “για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης του Ελληνικού Λαού εναντίον των στρατευμάτων κατοχής, 1941 έως 1944”», στο Α. Ανδρέου, Σ. Κακουριώτης, κ.ά. (επιμ.), Η δημόσια ιστορία στην Ελλάδα. Χρήσεις και καταχρήσεις της ιστορίας, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2015, σελ.241.

[48] Ελένη Πασχαλούδη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, ό.π., σελ.424.

[49] Πολυμέρης Βόγλης, «Η δεκαετία του 1940 ως…, ό.π., σελ.444.

[50] Ανδρέας Παπανδρέου: Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης (1982), Τετράδια Κοινοβουλευτικού Λόγου,  Τετράδιο 10, Εισαγωγή-Ιστορικός Σχολιασμός: Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, σελ.619. Ολόκληρη η ομιλία, σελ.619-624.

[51] Ελένη Πασχαλούδη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, ό.π., σελ.424.

[52] Ανδρέας Παπανδρέου: Η αναγνώριση της Εθνικής…, ό.π., σελ.621.

[53] Στο ίδιο, σελ.621.

[54] Στο ίδιο, σελ.622.

[55] Στο ίδιο, σελ.623.

[56] Ο νόμος δημοσιευμένος στο http://taxpress.gr/archives/18875

[57]Ελένη Στριφτόμπολα, «Μαθήματα δημόσιας ιστορίας…,  ό.π., σελ.242.

[58] Πολυμέρης Βόγλης, «Η δεκαετία του 1940 ως…, ό.π., σελ.454.

[59] Ελένη Πασχαλούδη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, ό.π., σελ.425-426.

[60] Στο ίδιο, σελ.427.

[61] Στο ίδιο, σελ.429.

[62] Στο ίδιο, σελ.430.

[63] Στο ίδιο, σελ.431.

[64]Χαρακτηριστική η διαμαρτυρία του αντιστασιακού Γιάννη Γούση για τη νομοθετική ρύθμιση του 1999, ο οποίος εμμέσως – και ειρωνευόμενος - αμφισβητεί και το αντιστασιακό παρελθόν του Ευάγγελου Γιαννόπουλου, στο Γιάννης Γούσης- Ξάνθος, Αποκατάσταση Αγωνιστών. Εμπαιγμού και παραπλάνησης συνέχεια…, Ριζοσπάστης, Παρασκευή 16 Ιούλη 1999 (ανάκτηση από: https://www.rizospastis.gr/story.do?id=3779403).

[65] Δεν θεωρώ το αίτημα παράλογο, αν σκεφτεί κανείς τις δράσεις που καλούνται να υλοποιήσουν τα σχολεία με ποικίλο περιεχόμενο π.χ. θεματική εβδομάδα, Μαθητιάδα κλπ. Η ίδια πρόταση ισχύει φυσικά και για την 25η Νοεμβρίου.

[66] Πολυμέρης Βόγλης, «Γιατί γιορτάζουμε την έναρξη και όχι τη λήξη του πολέμου», Τα Νέα, 25/10/2012  http://www.tanea.gr/opinions/all-opinions/article/4762936/?iid=2

[67] Η τελευταία φορά που θυμάμαι Διευθυντή να θέτει θέμα ομιλίας για την Εθνική Αντίσταση ήταν το μακρινό 2006. Τύχαινε βέβαια ο Διευθυντής να είναι μέλος του ΚΚΕ!

[68] Φυσικά δεν είναι ο κύριος λόγος και ασφαλώς υπάρχουν και πολλές εξαιρέσεις. Απλά αντιμετωπίζονται περισσότερο ως αγγαρεία παρά στην παιδαγωγικά χρήσιμη παιδευτική διάσταση τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.