Η Άλκη Ζέη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη δραματική σχολή του Εθνικού Ωδείου. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στην Αντίσταση και μετά το τέλος του εμφυλίου ταξίδεψε στην Ευρώπη και εγκαταστάθηκε το 1954 στη Σοβιετική Ένωση. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής της φοίτησε στο κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας. Στην Ελλάδα επέστρεψε δέκα χρόνια αργότερα, αναγκάστηκε ωστόσο να ξαναφύγει, αυτή τη φορά για το Παρίσι, λόγω της επιβολής της απριλιανής δικτατορίας. Από το 1974 ζει στην Αθήνα. Παντρεύτηκε το θεατρικό συγγραφέα και σκηνοθέτη Γιώργο Σεβαστίκογλου. Στη λογοτεχνία πρωτοπαρουσιάστηκε το 1966 με την έκδοση του νεανικού μυθιστορήματος "Το καπλάνι της βιτρίνας".
Ακολούθησε το επίσης νεανικό "Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου" που γνώρισε επιτυχία και καθιέρωσε τη συγγραφέα στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους. Στροφή στον προσανατολισμό της αποτέλεσε το έργο "Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα", με το οποίο η Ζέη τοποθετήθηκε κριτικά έναντι της κομματικής ηθικής της Αριστεράς, στάση πρωτοποριακή για την εποχή. Έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, φιλανδικά, ιαπωνικά, ουγγρικά, γερμανικά, δανικά, ολλανδικά κ.α.).
[Πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]
- Επισκεφθείτε την προσωπική ιστοσελίδα της συγγραφέα: http://www.alkizei.com/el/
- Περισσότερες πληροφορίες για τις συνθήκες στη μεταπολεμική Ελλάδα (1945-1950) θα βρείτε στον ιστότοπο του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού: http://www.ime.gr/chronos/15/gr/1945_1950/02.html
- Δείτε από την Εκπαιδευτική Τηλεόραση το ντοκιμαντέρ "Ξένοι στην ίδια πόλη". Η ταινία παρακολουθεί μια αντιπροσωπευτική ομάδα μαθητών (μετανάστες, ομογενείς, πρόσφυγες) σε μια διαδρομή, τόσο φυσική όσο και συμβολική και καταγράφει μέσα από τις μαρτυρίες τους τις δυσκολίες προσαρμογής τους και το ρόλο του σχολείου στη διαδικασία της ένταξής τους εστιάζοντας κυρίως στο θέμα της γλώσσας. http://www.edutv.gr/deyterobathmia/ksenoi-stin-idia-poli
Η μετανάστευση και η προσφυγιά μέσα από φωτογραφίες, εικαστικά έργα και τραγούδια
να σέρνομαι στην ξενιτιά σαν φύλλο μαραμένο.
(παραδοσιακός αμανές)
Ανατολική Θράκη, Γανόχωρα, πρόσφυγες εγκαταλείπουν την πατρίδα τους. Φωτογράφος: Γεώργιος Λυκίδης, Θράκη, 1922 [πηγή: Ε.Λ.Ι.Α.] |
Η ζωή των προσφύγων σε σκηνές 1922 [πηγή: Ε.Λ.Ι.Α.] |
Ρακένδυτη πρόσφυγας με δύο παιδιά. Φωτογράφος: Nelly's (Σεραϊδάρη Έλλη, Νέλλυ), 1922 [πηγή: Ε.Λ.Ι.Α.] |
Στρατόπεδο προσφύγων. Κύπρος 1975. Φωτογράφος: Νίκη Τυπάλδου, [πηγή: Ε.Λ.Ι.Α.] |
Βλάσης Κανιάρης, Εγκατάσταση από την περιοδεύουσα έκθεση στη Δυτική Γερμανία «Gastarbeiter-fremdarbeiter» |
Παύλου Βαζάκα, Μετανάστες, 1999 [πηγή: Ιδιωτική συλλογή Παναγιώτη Καγγελάρη] |
Διαβάστε...
το αφιέρωμα του περιοδικού Επτά Ημέρες της εφημερίδας Η Καθημερινή για τους Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία και τη μαρτυρία ενός Έλληνα μετανάστη στην Αμερική: «Tον άνθρωπο τον είχανε χειρότερο από ζώο»Παρακολουθήστε συνεντεύξεις και μαρτυρίες από Έλληνες μετανάστες στην Αμερική και τη Γερμανία...
Ο δημοσιογράφος Χρήστος Οικονόμου παίρνει συνεντεύξεις από Έλληνες που ζουν και εργάζονται στην Αστόρια της Νέας Υόρκης.Η σειρά «Έλληνες της Διασποράς, Βόρεια Αμερική» παρουσιάζει ανθρώπινες ιστορίες των Ελλήνων ομογενών που ζουν και διαπρέπουν στην Αμερική. Στο συγκεκριμένο επεισόδιο της σειράς παρουσιάζονται τα θέματα θρησκεία, εκκλησία, γλώσσα και σχολεία, τα μέσα με τα οποία προσπαθούν να διατηρήσουν την πνευματική και πολιτιστική επαφή των νέων γενεών με την Ελλάδα.
Στην εκπομπή «Το δαιμόνιο της φυλής» παρουσιάζονται οι ιστορίες Ελλήνων μεταναστών —εργάτες και φοιτητές— που ζουν στη Γερμανία. Μιλούν για τη ζωή τους στην ξενιτιά και την αγάπη τους για την Ελλάδα.
Αναζητήστε...
τα ονόματα Ελλήνων συγγενών σας που μετανάστευσαν στην Αμερική από την ιστοσελίδα του Ellis Island στην Αμερική. Δείτε τους χώρους στο Ellis Island όπου κρατούνταν οι άνθρωποι που ήθελαν να μεταναστεύσουν στην Αμερική πριν πάρουν άδεια παραμονής στη χώρα.Ακούστε...
παραδοσιακά και λαϊκά τραγούδια για την ξενιτιά.Πηγή: http://photodentro.edu.gr/lor/r/8521/6514?locale=el
Παράλληλο κείμενο
Αντώνη Σουρούνη, «Ξενοφοβία»
Το σήμα κατατεθέν του πατέρα μου ήταν πάντα το χοντρό του
μουστάκι. Στη δεκαετία του '50, όταν πήγε στη Γερμανία να δουλέψει,
μετά από λίγο καιρό ο προϊστάμενος στο εργοστάσιο του είπε:
«Ή τη δουλειά ή το μουστάκι. Διάλεξε ποιο από τα δύο θες να χάσεις».
Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολύ λίγοι ξένοι κι ακόμη λιγότεροι
ξένοι με μουστάκι. Όταν θέλησε να μάθει το λόγο, του είπαν ότι οι
Γερμανοί συνάδελφοι τον βλέπουν και τρομάζουν. Ο πατέρας μου ήξερε καλά
τι θα πει τρόμος. Είχε ζήσει τη σφαγή της Σμύρνης, είχε ζήσει το
αλβανικό μέτωπο, τον Εμφύλιο, τη φτώχια, την ανεργία, δεν ήθελε λοιπόν
να τρομάζει τους ανθρώπους. Το ξύρισε. Τώρα όμως τρόμαξε ο ίδιος και σ'
ένα μήνα το ξανάφησε.
«Ας με διώξουν», είπε. «Δεν θα μου λεν οι Γερμανοί πώς να ξυρίζομαι».
Δεν τον έδιωξαν, γιατί είχαν προλάβει να δούνε όλοι πως δίχως
εκείνες τις τρίχες ήταν κι αυτός ένας συνηθισμένος άνθρωπος σαν τους
ίδιους και δεν υπήρχε λόγος να τον φοβούνται. Είχαμε προλάβει όμως κι
εμείς να διαπιστώσουμε γιατί οι γείτονές μας Γερμανοί δεν καλημέριζαν
την καλημέρα μας. Μας φοβούνταν. Εμείς φοβόμασταν αυτούς κι αυτοί εμάς.
Όταν μπαίναμε στο μπακάλικο να ψωνίσουμε, ο μπακάλης βιαζόταν να
ξεμπερδεύει μαζί μας, κι αν τύχαινε κανένας γείτονας να 'ρχεται από
απέναντι, άλλαζε καλού κακού πεζοδρόμιο. Οι ποσότητες των τροφίμων που
αγοράζαμε τον είχαν τρομάξει και το είχε διαδώσει παντού. Άλλωστε μας
έβλεπαν όλοι που γυρίζαμε καταφορτωμένοι. Αφού πεινούσαμε τόσο, γιατί
να μη φάμε και άνθρωπο; Πού ξέρανε με τι τρεφόμασταν εκεί απ' όπου
ήρθαμε; Δυο βήματα παρακάτω ήταν η Αφρική, μπορεί κι ένα βήμα. Γιατί
λοιπόν να μην καταβροχθίζομε κι ανθρώπους; Εδώ που τα λέμε, ίσως και να
το κάναμε, αν δεν είχαμε τη δουλειά μας και δε χορταίναμε απ' αυτήν.
Ο δρόμος όπου έμεναν οι γονείς μου ήταν ένας εργατικός δρόμος,
όπου σπάνια συναντούσες άνθρωπο. Ολημερίς βρίσκονταν κλεισμένοι στα
εργοστάσια, ολοβραδίς μπρος στην τηλεόραση κι ολονυχτίς κοιμούνταν.
Όποιος έκανε κάτι έξω απ' αυτά ήταν ύποπτος. Οι συμπατριώτες μας που
έρχονταν από μακριά να γιορτάσουμε τις άγιες μέρες τούς τρόμαζαν και
τους πανικόβαλλαν. Παρακολουθούσαν πίσω από τις κουρτίνες τα αυτοκίνητα
που κατέφθαναν γεμάτα οικογένειες, ταψιά και τεντζερέδες και δεν
μπορούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει. Για κείνους ήταν άγριες μέρες και
δεν ησύχαζαν ώσπου ν' ακούσουν τ' αυτοκίνητα να φεύγουν. Ρωτούσαν το
σπιτονοικοκύρη μήπως υπήρχε καμιά κρυφή ταβέρνα μες στο σπίτι του και
ποιος πληρώνει όλα τούτα τα φαγιά. Εκείνος φοβόταν πιο πολύ απ' όλους,
γιατί είχε καταντήσει να 'ναι ξένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Μόνο η
δική του οικογένεια ήταν γερμανική κι ούτε ήξερε μέχρι πότε θα
εξακολουθούσε να 'ναι. Μέσα στο αχούρι του ζούσαν άλλες δύο οικογένειες
αλλοδαποί, μια ιταλική και μια ακόμα ελληνική. Οι μόνοι γκάσταρμπάιτερ
σ' ολόκληρη την περιοχή. Όλοι αυτοί ανεβοκατέβαιναν τις σάπιες σκάλες
που χρησιμοποιούσαν η γυναίκα του και τα παιδιά του, μπαινόβγαιναν στο
ίδιο αποχωρητήριο της αυλής με ξεκούμπωτα πουκάμισα και λυμένα ζωνάρια
και ανοιγόκλειναν την ίδια πόρτα, που πίσω της ποτέ δεν ήξερες τι σε
περιμένει. Τα 'λεγε όλα αυτά στους γείτονες, όταν τον κατηγορούσαν πως
έφερε μες στα πόδια τους αγριωπούς και πεινασμένους αγνώστους για μια
χούφτα μάρκα. Προσπαθούσε να τους πείσει ότι τα κεφαλάκια και τα έντερα
που έβλεπαν να κουβαλάνε οι νοικάρηδές του προέρχονταν από αρνάκια που
αγόραζαν κανονικά από τα σφαγεία κι όχι από σφαγμένους Γερμανούς. Τι
να πει κι ο ίδιος, που τα παιδιά του του μιλούσαν ήδη λέξεις
ακαταλαβίστικες και τρώγανε όλ' αυτά τα σκατά. Το σπίτι του
βρομοκοπούσε σκόρδο χωρίς να το βάζει στο στόμα του. Όπως κι εκείνοι
μισούσε το σκόρδο κι όμως ήταν αναγκασμένος ν' ανέχεται την μπόχα του,
για να μπορεί ν' αγοράζει τα λουκάνικα που τόσο αγαπούσε.
Η κόρη του αγάπησε το σκόρδο, επειδή προηγουμένως αγάπησε τον
Έλληνα που το 'τρωγε. Όταν περνάω από την Κολονία, πηγαίνω και τους
βλέπω.
«Το καλοκαίρι θα 'ρθω στην Ελλάδα», μου λέει κάθε φορά ο παλιός μου σπιτονοικοκύρης. «Ο εγγονός μου μου μαθαίνει ελληνικά».
Ποτέ δεν ήρθε. Και γιατί νά 'ρθει άλλωστε; Η Ελλάδα πήγε κοντά του.
[πηγή: Αντώνης Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 32002, σ. 43-45]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.