Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Γιάννης Ρίτσος, "Ερημωμένα χωριά"

 Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)


Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά Λακωνίας, γιος του μεγαλοκτηματία Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας το γένος Βουζουναρά. Είχε τρία αδέρφια. Το 1919 αποφοίτησε από το Σχολαρχείο της Μονεμβασιάς και το 1921 γράφτηκε στο Γυμνάσιο του Γυθείου. Την ίδια χρονιά πέθαναν ο αδερφός του Μανώλης και η μητέρα του. Το 1924 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στη «Διάπλαση των Παίδων» με το ψευδώνυμο Ιδανικόν Όραμα. Το 1925 ολοκλήρωσε και τις γυμνασιακές του σπουδές στο Γύθειο και έφυγε με την αδερφή του Λούλα για την Αθήνα. Είχε προηγηθεί η οικονομική καταστροφή του πατέρα του και έτσι ο Ρίτσος εργάστηκε στην Αθήνα, αρχικά ως δακτυλογράφος και στη συνέχεια ως αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα. Το 1926 αρρώστησε από φυματίωση και επέστρεψε στη Μονεμβασιά ως το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, οπότε γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς να μπορέσει ποτέ να φοιτήσει.
Υπήρξε βοηθός βιβλιοθηκάριου και γραφέας στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας. Το Γενάρη του 1927 νοσηλεύτηκε στην κλινική Παπαδημητρίου και λίγο αργότερα μπήκε στο σανατόριο Σωτηρία, όπου έμεινε τελικά για τρία χρόνια. Στη Σωτηρία ο Ρίτσος γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη και με μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής του, ενώ παράλληλα έγραψε κάποια ποιήματά του που δημοσιεύτηκαν στο φιλολογικό παράρτημα της Μεγάλης Εγκυκλοπαίδειας. Από το φθινόπωρο του 1930 και για ένα χρόνο έζησε στα Χανιά, αρχικά στο Άσυλο Φυματικών της Καψαλώνας και μετά από προσωπική του καταγγελία των άθλιων συνθηκών ζωής που επικρατούσαν εκεί σε τοπική εφημερίδα, μεταφέρθηκε μαζί με όλους τους τρόφιμους στο σανατόριο Άγιος Ιωάννης. Τον Οκτώβρη του 1931 επέστρεψε στην Αθήνα και ανέλαβε τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης. Εκεί σκηνοθέτησε και συμμετείχε σε παραστάσεις. Η υγεία του βελτιώθηκε σταδιακά, το ίδιο και τα οικονομικά του με τη βοήθεια της αδερφής του Λούλας, που είχε στο μεταξύ παντρευτεί και φύγει για την Αμερική. Τον επόμενο χρόνο ο πατέρας του μπήκε στο Ψυχιατρείο στο Δαφνί (όπου πέθανε το 1938) · πέντε χρόνια αργότερα τον ακολούθησε η Λούλα, που βγήκε το 1939. Το 1933 συνεργάστηκε με το περιοδικό της Αριστεράς «Πρωτοπόροι» και δούλεψε στο εμπορικό θέατρο για τέσσερα χρόνια (θίασοι Ζωζώς Νταλμάς, Ριτσιάρδη, Μακέδου). Στο χώρο της δημοσιογραφίας εμφανίστηκε επίσης στις στήλες του «Ριζοσπάστη» -όπου δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Τρακτέρ» με το ψευδώνυμο Ι. Σοστίρ- και των «Ελεύθερων Γραμμάτων» (1945). Το 1934 προσλήφθηκε ως επιμελητής εκδόσεων του οίκου Γκοβόστη και γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. Το 1937 νοσηλεύτηκε στο σανατόριο της Πάρνηθας. Τον επόμενο χρόνο προσλήφθηκε στο Βασιλικό Θέατρο και το 1940 στη Λυρική Σκηνή. Κατά τη διάρκεια του ελληνογερμανικού πολέμου και της κατοχής ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, παρόλα αυτά συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ και αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα από έρανο όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες. Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών επισκεπτόταν συχνά την Καισαριανή, συναντήθηκε με τον Άρη Βελουχιώτη και συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο Μακεδονίας.
Ο Ρίτσος εξόριστος στη Μακρόνησο
Το 1948 εξορίστηκε λόγω της αριστερής δράσης του στο Κοντοπούλι της Λήμνου, τον επόμενο χρόνο στη Μακρόνησο, το 1950-1951 στον Άη Στράτη. Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και πολιτεύτηκε στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύτηκε την παιδίατρο Φηλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο, με την οποία απέκτησε μια κόρη την Έρη. Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση ως μέλος αντιπροσωπείας διανοουμένων και δημοσιογράφων και το 1959 επισκέφτηκε τη Ρουμανία. Το 1962 επισκέφτηκε ξανά τη Ρουμανία όπου συναντήθηκε με το Ναζίμ Χικμέτ και κατόπιν πήγε στην Τσεχία και τη Σλοβακία, όπου ολοκλήρωσε την Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών, την Ουγγαρία και τη Λ. Δ. της Γερμανίας. Το 1964 συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές με την ΕΔΑ. Μετά το πραξικόπημα του Παπαδόπουλου το 1967 εξορίστηκε ξανά, αυτή τη φορά στη Γυάρο και τη Λέρο, το 1968 στη Σάμο, όπου τέθηκε υπό κατ' οίκον περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του για λόγους υγείας. Το 1970 επέστρεψε στην Αθήνα, μετά όμως από άρνησή του να συμβιβαστεί με το καθεστώς του Παπαδόπουλου εξορίστηκε εκ νέου στη Σάμο ως το τέλος του χρόνου που μπήκε για εγχείρηση στη Γενική Κλινική Αθηνών. Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Μετά την πτώση της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση έζησε κυρίως στην Αθήνα και τιμήθηκε για το έργο του από την Ελλάδα και άλλες χώρες του κόσμου. Το 1986 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1937) και της Ακαδημίας Λογοτεχνών και Επιστημών Mainz της Ο. Δ. Γ., και ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης (1975), Μπίρμιγχαμ (1978), Karl Marx της Λειψίας (1984), της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας (1987). Πέθανε το Νοέμβρη του 1990 και η σορός του ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του.
[Πηγή:http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=462&t=4327 ]
  • Για να αντλήσετε περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Γιάννη Ρίτσου, επισκεφθείτε το Ψηφιακό Αρχείο για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του: http://ritsos.ekebi.gr/
  • Μέσα στο ογκώδες και πολύμορφο έργο του ο Γιάννης Ρίτσος ενσάρκωσε τα πιο ουσιαστικά γνωρίσματα της ηρωικής και συνάμα τραγικής νεότερης Ιστορίας. Δεμένος με τις περιπέτειες του αριστερού κινήματος στη χώρα μας, ο Γιάννης σφράγισε την ελληνική ποίηση με την πιο διαυγή εικόνα του αγώνα και της αγωνίας του ανθρώπου για μεγαλύτερη ανθρωπιά και ουσιαστικότερη ελευθερία κι έδωσε στο έργο του την πιο αυθεντική εικόνα της Ρωμιοσύνης, που την ανύψωσε στις ψυχές όλων των Ελλήνων κάθε τάξης και κάθε ιδεολογίας. Δείτε από την Εκπαιδευτική Τηλεόραση το αφιέρωμα στο Γιάννη Ρίτσο: http://www.edutv.gr/deyterobathmia/giannis-ritsos

Παράλληλα κείμενα
1. Το απόσπασμα ¨Ερημωμένα χωριά" ανήκει στη συλλογή  «Η τελευταία Π.Α. εκατονταετία». Διαβάστε ακόμη ένα απόσπασμα.

ΚΑΤΗΦΟΡΙΣΑΝ με σκισμένα χιτώνια, με παλιά ντουφέκια
δίχως ψωμί στο γυλιό δίχως σφαίρες.
Μονάχα με μικρά οργισμένα ποτάμια κλείναν τα περάσματα πίσω τους.
Είχαν βαδίσει μήνες και μήνες πάνου σ' άγνωστες πέτρες
πάνου στο χιόνι μαζί με τις ελιές τους και τ' αμπέλια τους —
άλλος άφησε κει πάνου ένα πόδι ένα χέρι
άλλος ένα μεγάλο κομμάτι απ' την ψυχή του
καθένας κ' έναν ή πιότερους νεκρούς.
Ύστερα γύρισαν με τις πληγές και τα κρυοπαγήματα
θάψανε τα ντουφέκια τους στα βράχια, στο χιόνι, στις κουφάλες των δέντρων
στο αχούρι, ανάμεσα στέγη και ταβάνι, στη σκοτεινή αποθήκη
που βγάζει στο πίσω μέρος της νύχτας μ' ένα μικρό λαδοφάναρο υπομονή.
Έτριζε η κλειδωμένη πόρτα όπως τρίζουν τα δόντια απ' το κρύο.
Το χιόνι έλυωνε. Κατέβαιναν μεγάλα ποτάμια μες στη νύχτα
μαζί με κόκκαλα, πηλήκια και σκισμένες σημαίες.
Τα παράθυρα κλείναν τα μάτια τους. Τα τζάμια δε φέγγαν.
Σαν τους τυφλούς. Κοιτούσαν κατά μέσα.
[...]
ΜΕΓΑΛΑ κάτασπρα επίπεδα. Τετράγωνες ταράτσες. Μεγάλη
ασβεστωμένη κάτοψη. Και τα τετράγωνα χωράφια
πράσινα καστανά και κίτρινα μες στη λιακάδα. Έμπαινε η άνοιξη. Κ' οι καμινάδες
σα δάχτυλα χοντρά μαυρισμένα απ' τα πολλά τσιγάρα
σε μεγάλες αγρύπνιες δουλειάς — δείχναν κάπου ψηλά πίσω απ' τα σύγνεφα.
Ένα παράθυρο ανοίγει. Κ' ένα άλλο. Αυτός σκουπίζει τον ιδρώτα του.
Καλημέρα — είπε. Καλημέρα. Ζέστη σήμερα. Μεγάλη ασβεστωμένη κάτοψη.
Κ' η πινακίδα —ξύλινη τετράγωνη— αυτό όλο-όλο — είπε, τίποτ' άλλο —
στη διασταύρωση εκεί: «Από δω προς τον ήλιο». Μεθαύριο
που θα περνάνε μες στον ήλιο με σημαίες κ' εργαλεία
μπορεί και κάποιος να σταθεί μια σύντομη στιγμή και να ρωτήσει:
«Ποιος να 'γραψε με τόσο αδέξια γράμματα τούτη την πινακίδα;»
και κάποιος άλλος ίσως να θυμάται και να πει·
«Ο Γιάννης Ρίτσος — ποιητής της τελευταίας προ Ανθρώπου εκατονταετίας».
ΑΘΗΝΑ, Ιούλιος - Αύγουστος 1942
[πηγή: Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα 1930-1942, τ. Α΄, Κέδρος, Αθήνα 1979 (12η έκδ.), σ. 501 & 520-521]

2. Γιάννη Ρίτσου, «Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις»

Γιάννης Ρίτσος - Μίκης Θεοδωράκης
Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, — εκεί που πάει να σκύψει με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,

Να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1968-1970)
[πηγή: Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα. 1963-1972, τ. Ι΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 160]




3.Στέλιου Ξεφλούδα, Άνθρωποι του μύθου (απόσπασμα)

Α'
ΠΟΡΕΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

Οδεύουμε μέσα στο φθινόπωρο. Η νύχτα είναι ψυχρή κι ανατριχιάζει. Μόλις ένα φεγγάρι έγραψε την καμπύλη του στον ουρανό. Οι στρατιώτες κινιούνται αργά σε μια ατέλειωτη γραμμή πάνου στον άσπρο δρόμο. Η μεγάλη πεδιάδα της Μακεδονίας, τα δέντρα, όπως υψώνουνται πυκνά εδώ κ' εκεί σα μια όαση στην έρημο, τα χωριά στο βάθος που κοιμούνται, παίρνουν μιαν έκφραση αμφίβολη και ρευστή κάτου άπ' τ' αδύνατο φως. Όλο αυτό το τοπίο, σου δίνει την εντύπωση της έρημου, όπως χάνεται ατάραχη και σιωπηλή κάτου άπ' τ' άστρα. Οι στρατιώτες βαδίζουν αργά, δεν πατούν σταθερά στο έδαφος, τρικλίζουν σ' ένα χάος από κούραση και ύπνο. Τ' άσπρο άλογο προχωρεί σα φάντασμα ανάμεσα στη σιωπή της κοιμισμένης πεδιάδας.
Πίσω από τους στρατιώτες ακολουθούν τ' αμάξια, το ένα ύστερα απ' τ' άλλο και γεμίζουν τη νύκτα μ' έναν κρότο μονότονο. Μόλις γυρίζουν οι τροχοί τους. Τ' αμάξια, η κοιμισμένη πεδιάδα, οι ανακατωμένες σκιές των στρατιωτών, τ' άλογο που μετράει τα βήματά του, χάνουν την πραγματική τους μορφή, διαλύονται, γίνουνται ένα όνειρο.
Κανείς δε βλέπει κανένα δρόμο, αν και ο δρόμος βρίσκεται κάτου, απ' τα πόδια του. Ο ένας πηγαίνει πίσω απ' τον άλλο, σα να μη μπορεί να κάνει διαφορετικά, να είναι δεμένος ο καθένας με τον προηγούμενό του και πάντα η ανθρώπινη σειρά καταστρέφεται, οι στρατιώτες ανακατώνονται, πυκνώνουν, φαίνουνται σαν σκοτεινοί όγκοι, που κινιούνται αποχωρισμένοι μεταξύ τους, κάποτε ένας πέφτει στην άκρη του δρόμου, άλλος στέκεται ακίνητος και δεν προχωρεί και τ' άστρα στον ουρανό τρέμουν. Τα μάτια, που κλείνουν απ' τον ύπνο, δε βλέπουν κανένα δρόμο ούτε τ' άστρα, κοιτάζουν μονάχα τον ύπνο. Τ' αμάξια κοιμισμένα ακολουθούν αργά κ' οι ρόδες τους τρίζουν πάντα μονότονα.
Κάποτε περνούμε ανάμεσα από χωριά βυθισμένα στον ύπνο που ξυπνούν απότομα απ' τα βήματα μας, απ' τον κρότο που κάνουν τα καρφιά απ' τα παπούτσια μας. Ανοίγουμε τα μάτια κ' είναι σα να μην καταλαβαίνουμε τίποτα, σα να νειρευόμαστε κοιμισμένοι. Γυναίκες βγαίνουν στα παράθυρα και μπορεί να κλαίνε σιωπηλά μέσα στή νύχτα χωρίς να τις βλέπουμε, να παρακαλούν το θεό χωρίς να τις άκουμε, οι άντρες κατεβαίνουν στο δρόμο, μας μιλάν, τι ήρεμη η φωνή τους, μας επαναλαμβάνουν «στο καλό», δεν τρέμει καθόλου η φωνή τους, πόσο θα ήθελαν να γίνουν ένα μαζί μας, ναρθουν μαζί μας, είναι ο λαός που κάνει αυτόν τον πόλεμο κι αυτός ο πόλεμος είναι δίκαιος.
Ατέλειωτος γύρω μας ο κάμπος της Μακεδονίας. Οι λιγνές λεύγες διακρίνουνται καθαρά στην άκρη του δρόμου σαν να μας αποχαιρετούν, τα αμάξια με τα ισχνά βώδια σέρνονται αργά κάτου απ' τα άστρα που τρέμουν και γεμίζουν τη νύχτα με το μονότονο κρότο τους. Πηγαίνουμε να πολεμήσουμε στην Αλβανία.

[πηγή: Στέλιου Ξεφλούδα, Άνθρωποι του μύθου, Εκδόσεις Σαλίβερου, Αθήνα 1944, σ. 5-7]

4. Οδυσσέα Ελύτη, «Η πορεία προς το μέτωπο», Το Άξιον εστί.

Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία-μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να 'ναι.
Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι. Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που 'χαν λευκάνει απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του '97 ή του '12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα — έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε, απ' τ' άλλο μέρος να ΄ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ΄λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές-μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.

[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2005 (4η έκδ.), σ. 136-139]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.