Η Σοφία Κουβρακίδου - Μουρουζίδου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1924. Οι γονείς της Μιχαήλ και Πελαγία κατάγονταν από το Ζερφυρί - Ματσούκας του Πόντου. Με τον ξεριζωμό εγκαταστάθηκαν στο Ρυάκιο Κοζάνης. Η Σοφία βαπτίστηκε στην Πόλη, στην ενορία Ποτηρά, από ανάδοχο ιερέα. Ήταν λίγων μηνών, όταν ήρθε στην Ελλάδα. Αν και είχε μεγάλη έφεση για γράμματα και κυρίως για παιδεία, δεν κατάφερε να συνεχίσει τις σπουδές της στο Γυμνάσιο, τελειώνοντας του Δημοτικό σχολείο του Ρυακίου με άριστα. Σε ηλικία 18 ετών παντρεύτηκε και απέκτησε τρία παιδιά. Έφυγε το 1995 σε ηλικία 70 ετών. Το ποίημα που ακολουθεί "Ο ξεριζωμός της Μικράς Ασίας"(Μικρασιατική καταστροφή) δεν υπάρχει σε καμιά ποιητική ανθολογία. Το έμαθε, όπως είπε στην κόρη της Νίκη, από το δάσκαλό της στο Δημοτικό σχολείο.
Ευχαριστώ θερμά το μαθητή Παναγιώτη Κοταρίδη, δισέγγονο της Σοφίας Κουβρακίδου - Μουρουζίδου, και την οικογένειά του που μου εμπιστεύθηκαν το ποίημα και επέτρεψαν τη δημοσίευσή του. Το βιογραφικό σημείωμα δόθηκε από την οικογένεια. Η ορθογραφία, η στίξη και ο χωρισμός σε στροφές είναι ευθύνη της διαχειρίστριας του ιστολογίου.
Ο ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
(ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ)
Κακό μεγάλο τραγικό, λαχτάρα, ανεμοζάλη,
ο βάρβαρος ξεσπάθωσε στους χριστιανούς και πάλι.
Κακό μεγάλο τραγικό, φωτιά στη Μικρά Ασία,
διώκεται ο ελληνισμός, υβρίζεται η θρησκεία.
Ατίμωση, εκρίζωμα σπαρακτικό και πάλι,
φωνές ακούγονται φριχτές μες την αγρία πάλη.
Μητέρες, βρέφη, γέροντες, παρθένες ατιμασμένες
βοήθεια φωνάζουν με λυγμούς μες τις φωτιές, τις σφαίρες.
Σκορπιέται ο θρήνος, άσπλαχνα παντού ο Τούρκος σφάζει,
απ' άκρη σ' άκρη χαλασμός, η Σμύρνη αναστενάζει.
"Σφάξτε, φωνάζουν οι βάρβαροι, γκιαούρης ας μη μείνει,
ρίξτε φωτιά, πρωτάκουστο το φονικό να γίνει.
Δεν εμποδίζει πια κανείς, δεν είναι αμαρτία,
ας λείψουνε οι χριστιανοί από τη Μικρά Ασία".
Και πέφτουν γύρω πτώματα σαν στάχια θερισμένα,
αγνώριστα, μ' άγρια μορφή, αιματοκυλισμένα.
Και βλέποντάς τα οι φονείς άγρια να σφαδάζουν,
σαν Νέρωνες ανάλγητοι το "καχρ ολσούν" φωνάζουν.
Άγρια πέφτουν τα κορμιά το ένα πάνω στ' άλλο,
τι φοβεροί οι στεναγμοί, τι φονικό μεγάλο!
Θεού μητέρα σώσε μας, έλεος αδερφοί μας,
για του Χριστού το όνομα γλιτώστε τη ζωή μας.
Και ακούγονται αναστεναγμοί, φρικτοί δαρμοί και θρήνοι,
ποταμηδόν των χριστιανών το αίμα ο Τούρκος χύνει.
Δεν σέβονται ούτε παπά ούτε μητροπολίτη,
θάφτουν τον ένα ζωντανό, πριν να βγει η ψυχή του,
τον άλλο σέρνουν καταγής μισοπεθαμένο,
δίνουν βαριά χτυπήματα στο σώμα τ' αγιασμένο.
Έχασε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα,
βαριά και πένθιμα χτυπά κάθε εκκλησιάς καμπάνα.
Κακό μεγάλο τραγικό στον κόσμο δεν εγράφη,
ο ανθηρός ελληνισμός έσβησε πια, ετάφη.
Νέοι, εσείς που ξέρατε μονάχα να πετάτε
πάνω στις ράχες των βουνών και εκεί να πολεμάτε
τον τύραννο που ξέρατε, τις νίκες του πολέμου
και με τις δάφνες υπερήφανοι, με τα φτερά του ανέμου,
που σκάβατε τα σίδερα των σκλάβων αδερφών μας,
σκορπίζοντας τη λευτεριά φαρμάκι στον εχθρό μας,
εσείς που δεν τρομάζετε στα βόλια, στα κανόνια,
εσείς που αντριώνεστε όσο περνούν τα χρόνια,
εσείς πώς καταδέχεστε το τίμιο όνομά σας
να ατιμαστεί, να χάσετε τη δόξα την παλιά σας
και βλέπετε τα αδέρφια σας αιχμάλωτα στο δρόμο,
φτωχά, ριγμένα, δαρμένα από τον πόνο.
Παιδιά, τον όρκο δώσατε, στον όρκο μια θυσία,
στον κάθε τύραννο φονιά ανήκει τιμωρία.
"καχρ ολσούν": ανάθεμα να γίνουν