Περίληψη: Το διήγημα αναφέρεται στις μεθόδους διδασκαλίας ενός νέου φιλολόγου σε
ένα επαρχιακό γυμνάσιο. Ο φιλόλογος υιοθετεί έναν καινοτόμο για τα δεδομένα της
εποχής τρόπο διδασκαλίας, αφού καλεί τους ίδιους τους μαθητές να συμβάλλουν στη
διαδικασία του μαθήματος, καταθέτοντας όσα οι ίδιοι γνωρίζουν για τον πολιτισμό
της περιοχής τους, Η προσέγγιση αυτή ενθουσιάζει τους μαθητές που βιώνουν ένα
ευχάριστο μάθημα, αλλά και τους κατοίκους της περιοχής που αισθάνονται ότι ο φιλόλογος σέβεται τους ίδιους
και τον τόπο τους. Ο αφηγητής ωστόσο, μαθητής στο σχολείο, δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις
του μαθήματος, καθώς δεν είναι ντόπιος. Αυτό τον οδηγεί στο να διαπράξει
μια μικρή απάτη, που όμως γίνεται
αντιληπτή. Το περιστατικό αυτό οδηγεί τον ώριμο πλέον αφηγητή να προβληματιστεί
για τη σχέση του σχολείου με τον πολιτισμό.
Θεματικά κέντρα: α) η σημασία της παράδοσης σ’ έναν κόσμο που αλλάζει με
γοργούς ρυθμούς, β) η αντίθεση επαρχίας και αστικών κέντρων όσον αφορά τη
διατήρηση της παράδοσης, και γ) τα διαφορετικά μοντέλα διδασκαλία και ο ρόλος
του εκπαιδευτικού.
Τα μοντέλα διδασκαλίας: Στο κείμενο παρουσιάζονται δύο
μοντέλα διδασκαλίας. Το πρώτο εκπροσωπείται από τον φιλόλογο, ο οποίος
δεν παρουσιάζεται σαν αυθεντία που τα γνωρίζει όλα αλλά και ο ίδιος μαθαίνει
μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία και την αλληλεπίδραση με τα παιδιά του
σχολείου. Σέβεται την προσωπικότητα των μαθητών του και τους ενθαρρύνει να
ξεδιπλώσουν τις γνώσεις τους και να γίνουν ενεργά μέλη. Οι μαθητές αποβάλλουν
το φόβο τους και αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες με την καθοδήγηση του δασκάλου τους,
που τους συμβουλεύει και τους κατευθύνει στην ανακάλυψη της γνώσης, χωρίς να
επιβάλλεται και χωρίς να προσβάλλει. Το δεύτερο μοντέλο ήταν αυτό που ξέραν οι
μαθητές και το πλέον διαδεδομένο για την εποχή. Η καταπίεση, οι φωνές, ο φόβος
των κακών βαθμών, η απόλυτη υποταγή και η απουσία οποιασδήποτε ενεργητικής
συμμετοχής ήταν η καθημερινότητά τους. Οι μαθητές αντιλαμβάνονται την απόκτηση
γνώσης μόνο μέσω της αποστήθισης χωρίς την ανάπτυξη κριτικής σκέψης.
Ο φιλόλογος: πρότυπο εκπαιδευτικού, δημιουργικός και ευρηματικός
ενθαρρύνει με κάθε τρόπο τους μαθητές του. Αγαπητός σε όλους, κοινωνικός και
εγκάρδιος, γνώστης και λάτρης του λαϊκού πολιτισμού εμφυσά τον ενθουσιασμό του
σε μικρούς και μεγάλους. Υιοθετεί καινοτόμους τρόπους διδασκαλίας εμπλέκοντας τους μαθητές
του σε κάθε βήμα της διαδικασίας λειτουργώντας υποστηρικτικά και συμβουλευτικά.
Ενότητες -πλαγιότιτλοι:
1.
«Πρόπερσι
που φοιτούσα… μας ταιριάζουν απόλυτα»: Η αγάπη του νέου φιλολόγου για τον λαϊκό
πολιτισμό.
2.
«Και
σε λίγο καιρό … να τα διορθώσετε»: Η μέθοδος διδασκαλίας των δημοτικών
τραγουδιών.
3.
«Πάντως,
η δική μου η θέση … αμέσως αμέσως»: Η μικρή απάτη του αφηγητή.
4.
«Αλλά
σε λίγο …όταν το ξαναπήρε»: Το πάθημα ενός δεύτερου μαθητή.
Αφήγηση/ αφηγητής: α’ πρόσωπη, ομοδιηγητικός
Γλώσσα: απλή, δημοτική με λέξεις της
καθημερινότητας.
Ύφος: ζωντανό, παραστατικό /
στοχαστικό.
Εκφραστικά
μέσα:
Παρομοιώσεις: π.χ. σαν ένα θησαυρός
Μεταφορές: π.χ. ξέρανε τη ρίζα τους και
τη φύτρα τους.
Επαναλήψεις: π.χ. ξέρετε αυτό, ξέρετε
εκείνο, ξέρετε το άλλο.
ασύνδετα σχήματα: π.χ. έφερνε δίσκους
,μαγνητόφωνα, σλάιτς.
Γιώργος Ιωάννου, 1927-1985
Ο
Γιώργος Ιωάννου - το πραγματικό του όνομα ήταν Σορολόπης και το άλλαξε
στα 1955 - γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Φιλολογία. Δούλεψε ως
καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση και για κάποια χρόνια στο Υπουργείο Παιδείας.
Στην
αρχή εμφανίστηκε στα ελληνικά Γράμματα ως ποιητής και στη συνέχεια
στράφηκε στην πεζογραφία. Πολλά όμως από τα θέματα των ποιημάτων του και
ιδίως τα αυτοβιογραφικά στοιχεία απαντώνται και στα αφηγηματικά του
κείμενα. Η αμαρτία, η ενοχή, η ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός, αλλά και το χιούμορ, αποτελούν τα βασικότερα.
Το πρώτο πεζογραφικό του έργο είναι το Για ένα Φιλότιμο (1964) που εκδόθηκε ένα χρόνο μετά την έκδοση της τελευταίας του ποιητικής συλλογής. Ακολούθησε Η σαρκοφάγος (1971) και Η μόνη Κληρονομιά (1974). Ο Ιωάννου εμπνέεται από τη Θεσσαλονίκη της κατοχικής και μετακατοχικής εποχής, τους προσφυγικούς συνοικισμούς, τα Εβραίικα.
Ο αφηγητής στα κείμενά του είναι συνήθως ένας ευαίσθητος, ντροπαλός
έφηβος, βασανισμένος και φτωχός. Αυτός ο αφηγητής μέσα από τη λειτουργία της μνήμης αναφέρεται σε ό,τι έχει παρατηρήσει, με γλώσσα υπαινικτική, όπου κυριαρχούν οι μικρές περίοδοι, ενώ η σύνδεση των προτάσεων είναι κυρίως παρατακτική. Συχνά το πρώτο πρόσωπο εναλλάσσεται με το τρίτο και με αυτό τον τρόπο η δεδομένη συμμετοχή του αφηγητή διαβαθμίζεται. Ο χώρος των κειμένων του συγγραφέα είναι η πόλη, έστω και κατακερματισμένη, μακριά όμως από τη φύση.
[ΠΗΓΗ: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]
- Δείτε την ανάλυση του αποσπάσματος σε μια δημιουργία της Κατερίνας Προκοπίου.
- Νικόλαος Πολίτης (1852-1921). Λαογράφος, καθηγητής του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Από τα μαθητικά του χρόνια αναπτύσσεται το έντονο ενδιαφέρον του
για το λαϊκό βίο. Μαθητής γυμνασίου ακόμη, δημοσιεύει λαογραφικές
μελέτες στα περιοδικά Ευτέρπη και Πανδώρα. Σπούδασε φιλολογία και
νομικά, και έγινε μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός. Εξέδωσε με
τον Σπυρίδωνα Λάμπρου τα "Νεοελληνικά Ανάλεκτα Παρνασσού". Συνδέθηκε
φιλικά με τον βυζαντινολόγο Κάρλ Κρουμπάχερ. Εργάστηκε στην Βιβλιοθήκη
της Βουλής και κατέλαβε θέσεις στο Υπουργείο Παιδείας. Εισηγήθηκε την
διδασκαλία της δημοτικής στα σχολεία. Το 1890 έγινε καθηγητής Μυθολογίας
και Ελληνικής Αρχαιολογίας στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών, του οποίου
διετέλεσε και πρύτανης. Το 1908 ίδρυσε την Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία,
το 1909 εξέδωσε το περιοδικό "Λαογραφία" και το 1918 ίδρυσε το
Λαογραφικό Αρχείο. Σημαντικότερα έργα του είναι: "Μελέται περί του βίου
και της γλώσσης του ελληνικού λαού" και "Εκλογαί από τα τραγούδια του
ελληνικού λαού".