Η κατασκευή παραδόσεων (εθνικών, τοπικών) τόσο από επίσημους φορείς όσο και από ανεπίσημους[1] έρχεται ως απάντηση στην επιτακτική ανάγκη υιοθέτησης μιας ταυτότητας σε περιόδους κρίσιμων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών, αλλαγές οι οποίες σχετίζονται με την ανάδυση των εθνικών κρατών κατά το 19ο αι. Η εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής ως όρος επιβίωσης και νομιμοποίησης του νέου κράτους στη συνείδηση των υπηκόων του[2] οδήγησε στην επινόηση πρακτικών που στόχο είχαν την δημιουργία της αίσθησης του «ανήκειν» και του «συνανήκειν». Αυτό επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό μέσω της επιβολής επίσημων κρατικών παραδόσεων, δημόσιων τελετουργιών, υιοθέτησης συμβόλων αλλά και μαζικής παραγωγής μνημείων[3].
Η επιτυχία αυτών των πρακτικών ως μορφές χειραγώγησης και ανακατεύθυνσης της συνείδησης[4] οδηγεί στην επανάληψή τους και στο παρόν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάχρησης της ιστορίας αποτέλεσε το λεγόμενο «Μακεδονικό», τόσο από την πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας όσο και από την πλευρά της Ελλάδας. Η ανακήρυξη του ανεξάρτητου κράτους με το όνομα Μακεδονία συνοδεύτηκε από υιοθέτηση πρακτικών και συμβόλων, τη χρήση των οποίων από τους «άλλους» αμφισβητούσαν αμφότερα τα κράτη. Έτσι ένα διακοσμητικό σχέδιο έγινε το σύμβολο της Βεργίνας και άρα των Μακεδόνων Βασιλέων στολίζοντας αρχικά τη σημαία των γειτόνων, το σλαβικό βουλγαρίζον ιδίωμα ονομάστηκε επίσημα «μακεδονική γλώσσα», ιστορικοί χάρτες διαφόρων περιόδων ήρθαν να «δικαιώσουν» αλυτρωτικές βλέψεις και βέβαια η χώρα και ιδιαίτερα η πρωτεύουσα Σκόπια εξωραΐστηκε με φαραωνικού τύπου μνημεία, προσανατολισμένα στο ένδοξο μακεδονικό παρελθόν[5].
Η περίπτωση της Βόρειας Μακεδονίας είναι τυπική της κατασκευής μιας εθνικής ταυτότητας[6] στο ρευστό συγκρουσιακό περιβάλλον των Βαλκανίων. Η πολυεθνική πολυπολιτισμική βάση του κράτους, που απορροφούσε με επιτυχία τους οποιουσδήποτε κραδασμούς στα πλαίσια της κρατικής οντότητας της Γιουγκοσλαβίας, έπρεπε πλέον να ενταχθεί κάτω από την ομπρέλα ενός κοινού ένδοξου παρελθόντος. Το αμφίβολο παρόν και το ακόμη πιο απροσδιόριστο μέλλον γέννησε τη νοσταλγική επιστροφή σ’ ένα ασφαλές παρελθόν[7]. Η Ελλάδα απάντησε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο[8] και κάπου εκεί κλήθηκαν να λάβουν θέση και οι ιστορικοί, με την ιστορική αλήθεια να είναι το ζητούμενο.
Η περίοδος αυτή βιώθηκε –τολμώ να πω -ως τραύμα[9] από τους Μακεδόνες κυρίως Έλληνες και απαιτήθηκε αρκετός χρόνος, για να ιδωθεί στις πραγματικές του διαστάσεις θέτοντας ωστόσο σε δοκιμασία την αξιοπιστία των ιστορικών . Από τη μια πλευρά οι ιστορικοί έπρεπε να παρουσιάσουν τη δική τους ιστορία[10] που μπορεί να μη συμφωνούσε με αυτή της συλλογικής μνήμης του ελληνικού λαού[11], και από την άλλη φάνηκαν τα όρια της παρέμβασής τους.
Αν το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι η ιστορική αντικειμενικότητα τότε το ελάχιστο που μπορούμε να ζητήσουμε από τον ιστορικό είναι να μην υποτάσσεται τόσο στα κελεύσματα της εξουσίας όσο και της «κοινής γνώμης»[12]. Χωρίς να παραγνωρίζουμε την απλή αλήθεια ότι ο ιστορικός δεν ζει σε ένα κουκούλι αλλά μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον ιδεολογικό του προσανατολισμό και τις ερευνητικές μεθόδους του, ωστόσο το αίτημα της αποστασιοποίησής του από το παρελθόν θεωρείται απολύτως θεμιτό[13]. Η θεωρητική σκέψη πέρα από την απλή καταγραφή των γεγονότων[14], η συνεχής έρευνα με την ενσωμάτωση στο υλικό του όλων των τελευταίων ανακαλύψεων είτε αφορούν στην ιστορική έρευνα είτε στην αρχαιολογική, η επανεξέταση ή και απόρριψη των ερευνητικών του μοντέλων στην περίπτωση που δεν αποδεικνύονται επαρκή και η υιοθέτηση άλλων[15], η διαφοροποίηση των τεκμηρίων ανάλογα με το είδος της έρευνας[16] είναι μερικά από τα στοιχεία που καθιστούν την προσπάθειά του αξιόπιστη.
Σ’ αυτά μπορούν να προστεθούν η αξιοποίηση από πλευράς του όλων των βοηθητικών επιστημών[17] (νομισματική, επιγραφική, παλαιογραφία κλπ.) που θα τον συνδράμουν στη συγκέντρωση και στην κατανόηση του υλικού του. Την τελευταία πινελιά τη βάζει βέβαια ο ίδιος ο ιστορικός με τα ερωτήματα που θέτει και με την κατεύθυνση που δίνει ο ίδιος στην έρευνά του επιδεικνύοντας ευελιξία και προθυμία να εγκαταλείψει προκατασκευασμένες ιδέες, όταν τα τεκμήρια τον οδηγούν σε άλλους δρόμους[18]. Όπως άλλωστε υποστηρίζει ο Λε Γκοφ «…η ιστορική αντικειμενικότητα κατασκευάζεται σιγά σιγά, δια μέσου των αστάθμητων αναθεωρήσεων της ιστορικής εργασίας, των επίπονων αρχικών διορθώσεων, των επιμέρους αληθειών»[19].
Βιβλιογραφία
- Αντώνης Λιάκος, Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία, Πόλις, Αθήνα, 2007
- Ζακ Λε Γκοφ, Ιστορία και μνήμη, Νεφέλη, Αθήνα, 1998
- David Lowenthal, The Past is a Foreign Country, Cambridge University Press, Καίμπριτζ, 1985
- Eric Hobsbawm,, «Μαζική παραγωγή παραδόσεων: Ευρώπη, 1870-1914» στο E. Hobsbawm, T. Ranger (επιμ.), Η επινόηση της παράδοσης, Αθήνα, Θεμέλιο, 2004
- Marc Bloch, Απολογία για την ιστορία. Το επάγγελμα του ιστορικού, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα, 1994
[1] Eric Hobsbawm,, «Μαζική παραγωγή παραδόσεων: Ευρώπη, 1870-1914» στο E. Hobsbawm, T. Ranger (επιμ.), Η επινόηση της παράδοσης, Αθήνα, Θεμέλιο, 2004, σελ. 297.
[2] Στο ίδιο, σελ.297 ,299.
[3] Στο ίδιο, σελ. 302 -311.
[4] Στο ίδιο, σελ. 345.
[5] Παραπέμπω στην πληθώρα των δημοσιευμάτων και των ανταποκρίσεων της εποχής αλλά και της επικαιρότητας.
[6] Eric Hobsbawm,, «Μαζική παραγωγή παραδόσεων …, ό.π., σελ. 297, 301.
[7] “Mistrust of the future also fuels today’s nostalgia” στο David Lowenthal, The Past is a Foreign Country, Cambridge University Press, Καίμπριτζ, 1985, σελ. 12.
[8] «Η Μακεδονία είναι ελληνική» ήταν το σύνθημα που κυριάρχησε, το «Μακεδονία ξακουστή» αντιλάλησε παντού, η εκκλησία μπήκε μπροστάρισσα, αγάλματα και ανδριάντες αμφιβόλου αισθητικής στόλισαν τις πόλεις, αεροδρόμια μετονομάστηκαν και γονείς αισθάνθηκαν την ιερή υποχρέωση να ονομάσουν τα βλαστάρια τους Αλέξανδρο και Φίλιππο.
[9] Αντώνης Λιάκος, Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία, Πόλις, Αθήνα, 2007,σελ. 225-226.
[10] Ζακ Λε Γκοφ, Ιστορία και μνήμη, Νεφέλη, Αθήνα, 1998, σελ.163.
[11] Στο ίδιο, σελ. 159 ,«…,υπάρχουν δύο ιστορίες τουλάχιστον […]εκείνη της συλλογικής μνήμης και αυτή των ιστορικών» .
[12] Στο ίδιο, σελ.163.
[13] Στο ίδιο, σελ.160.
[14] Στο ίδιο, σελ.150.
[15] Στο ίδιο, σελ.161.
[16] Marc Bloch, Απολογία για την ιστορία. Το επάγγελμα του ιστορικού, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα, 1994, σελ.91.
[17] Στο ίδιο, σελ. 92.
[18] Στο ίδιο, σελ. 88-89.
[19] Ζακ Λε Γκοφ, Ιστορία και μνήμη…, σελ.163-164.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.