Συνεχίζουμε τη δημοσίευση κειμένων που σχετίζονται με το χώρο της Δημόσιας Ιστορίας.
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να παρουσιάσει τη σχέση «ακαδημαϊκής» και «δημόσιας» ιστορίας, αλλά και να εξετάσει τρόπους με τους οποίους η δημόσια ιστορία μπορεί να ενεργοποιήσει το ενδιαφέρον της κοινωνίας για την ιστορία.
Η διάκριση μεταξύ ακαδημαϊκής και δημόσιας ιστορίας δεν είναι πάντα εύκολο να οριοθετηθεί.[1] Η ακαδημαϊκή ιστορία έχει σαφώς συνδεθεί περισσότερο με την κατάδυση στο σώμα των πηγών και τη μεταλαμπάδευση της κατακτημένης γνώσης σε ένα κλειστό ακροατήριο επαϊόντων[2] και πολύ λιγότερο με τη διάχυση των αποτελεσμάτων της ιστορικής έρευνας σε ένα ευρύ κοινό. Αυτό ωστόσο, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, ότι ήταν κοινός τόπος – τουλάχιστον για τον ελληνικό χώρο – κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, που το ενδιαφέρον για το «ιστορικό γίγνεσθαι» αποτελούσε πολυτέλεια των λίγων ειδικών που είχαν πρόσβαση σε αυτό. Σήμερα ωστόσο με την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου και την επακόλουθη αυξανόμενη ζήτηση της «ιστορικής πληροφορίας» και η ακαδημαϊκή κοινότητα αναγκάζεται – σε μια προσπάθεια να υπερασπίσει τα κεκτημένα της αλλά και να αντιμετωπίσει παραϊστορικές αναφορές[3] – να «εξάγει» το δικό της προϊόν: δημοσιεύσεις στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο- συνήθως ενταγμένες σε επετειακά αφιερώματα, συνεντεύξεις, ιστορικά ντοκιμαντέρ, πρακτικά συμποσίων αναρτημένα στο διαδίκτυο σε μορφή κειμένου και σε βίντεο, κλπ.- αποσκοπούν στη προσέγγιση ενός ευρύτερου ακροατηρίου από αυτό, στο οποίο συνήθως απευθύνονται.
Αυτήν ακριβώς τη διάχυση της ιστορικής γνώσης στους πολλούς έχει ως κομβικό σημείο ύπαρξης η δημόσια ιστορία και αυτό ασφαλώς είναι το σημείο τομής.[4] Αν θεωρήσουμε λοιπόν ότι η δημόσια ιστορία προέκυψε ως ανάγκη, λόγω της αλλαγής των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, τότε θα ήταν άστοχο να την αποσυνδέσουμε εξ ολοκλήρου από την ακαδημαϊκή αδερφή της. Η αποστειρωμένη ή/και κάποιες φορές δυσνόητη επιστημονική παρουσίαση εκλαϊκεύεται, εμπλουτίζεται με διαφοροποιημένο υλικό ή/και ευφάνταστες πρακτικές[5] και προσφέρεται με έναν πιο θελκτικό και - σε πολλές περιπτώσεις- διασκεδαστικό τρόπο. Επομένως, «…η δημόσια ιστορία θα πρέπει να νοηθεί ως η εφαρμοσμένη εκδοχή της ακαδημαϊκής ιστορίας»[6], όσον αφορά τουλάχιστον την –πρωτοπόρα- αμερικανική εκδοχή της. Ωστόσο, σε ένα δεύτερο επίπεδο και σύμφωνα με την αγγλική εκδοχή της, η δημόσια ιστορία αντιμετωπίζεται «ως μια διαδικασία με την οποία το παρελθόν οικοδομείται σε ιστορία και σε μια πράξη που έχει την ικανότητα να εμπλέκει τόσο ανθρώπους όσο και έθνη και κοινότητες στη δημιουργία των δικών τους ιστοριών»[7].
Αν λοιπόν η «δημόσια ιστορία […] προσεγγίζει παθιασμένα το παρελθόν και περιλαμβάνει άμεση δημόσια συμμετοχή και συναισθήματα», όπως υποστηρίζει ο Σερζ Νουαρέ[8] , ποιος καλύτερος τρόπος υπάρχει για την ενεργοποίηση του ενδιαφέροντος της κοινωνίας από την άμεση εμπλοκή στην ιστορική έρευνα, ανάλυση και παρουσίαση πτυχών του παρελθόντος (οικογενειακού, τοπικού, εθνικού), «με κάποιο βαθμό σαφούς εφαρμογής στις ανάγκες της σύγχρονης ζωής»[9]; Η δημόσια ιστορία αναγνωρίζει ότι δεν χρειάζεται κάποιος να είναι επαγγελματίας ιστορικός για να γίνει «παραγωγός» Ιστορίας. Η ενθάρρυνση μεμονωμένων ατόμων και οργανωμένων ομάδων για κατάδυση στο δικό τους τοπικό παρελθόν μέσω της ατομικής και συλλογικής μνήμης μπορεί να επιτευχθεί με διάφορες δράσεις: είτε πρόκειται για τη δημιουργία θεματικών μουσείων, τον εορτασμό μιας επετείου, τη συλλογική αναπαράσταση ενός γεγονότος, την καταγραφή προφορικών μαρτυριών, την αναζήτηση και συλλογή απτικών τεκμηρίων[10], οι τοπικές κοινωνίες αποκτούν τη δυνατότητα ανασύνθεσης του παρελθόντος τους, λαμβάνοντας τη θέση του «ιστορικού υποκειμένου».
«Μια τέτοια προσέγγιση προσφέρει τις δυνατότητες μιας συμμετοχικής ιστορικής κουλτούρας, στην οποία οι άνθρωπο γενικά –και όχι μόνο οι ιστορικοί- έχουν ένα ξεκάθαρο ρόλο στη δημιουργία Ιστορίας» υποστηρίζει η Kean[11]. Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στη χρήση του διαδικτύου με την εκρηκτική ανάπτυξη των ιστότοπων ιστορικού ενδιαφέροντος, οι οποίοι δεν περιορίζονται μόνο να συνδέσουν το παρελθόν με το παρόν, αλλά δίνουν και τη δυνατότητα σύνδεσης και σύγκρισης τοπικών γεγονότων του παρελθόντος με ανάλογα σε παγκόσμιο επίπεδο[12], αναδεικνύοντας την ιδιαίτερη αξία τους και δικαιώνοντας την ιστορική τους μνήμη. Καταληκτικά, θα υποστηρίζαμε ότι η σύγχρονη κοινωνία είναι σε μεγάλο βαθμό έτοιμη να καταλάβει τη θέση της στη δημόσια ιστορία.
[1] Χάρης Αθανασιάδης, Τα αποσυρθέντα βιβλία. Έθνος και σχολική ιστορία στην Ελλάδα, 1858-2008, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2015, σ.16.
[2] Στο ίδιο, σ.15.
[3] Στο ίδιο, σ.22.
[4] Στο ίδιο, σ.21.
[5] Χαρακτηριστικό παράδειγμα το μουσείο στο Hyde Park Barracks στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, στο Hilda Kean,“Introduction” στο H. Kean και P. Martin (επιμ.), The Public History Reader, Routledge, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, 2015, σ.xiv.
[6] Χάρης Αθανασιάδης, Τα αποσυρθέντα …,ό.π., σ.17.
[7] Hilda Kean, «Introduction» στο H. Kean και P. Martin (επιμ.), The Public History…,ό.π., σ.xiii.
[8]Serge Noiret, «Υπάρχει τελικά διεθνής δημόσια ιστορία;», στο, Α. Ανδρέου, Σ. Κακουριώτης, κ.ά. (επιμ.), Η δημόσια ιστορία στην Ελλάδα. Χρήσεις και καταχρήσεις της ιστορίας, μτφρ. Μαρία Δουκάκη –Ελένη Πασχαλούδη, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2015, σ.51.
[9]Hilda Kean, «Introduction» στο H. Kean και P. Martin (επιμ.), The Public History…,ό.π., σ.xiv-xv
[10] Serge Noiret, «Υπάρχει τελικά διεθνής…,», ό.π., σ.51-58.
[11] Hilda Kean, «Introduction» στο H. Kean και P. Martin (επιμ.), The Public History…,ό.π., σ.xv
[12] Serge Noiret, «Υπάρχει τελικά διεθνής…,», ό.π., σ.52, 63.
Βιβλιογραφία
- H. Kean και P. Martin (επιμ.), The Public History Reader, Routledge, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, 2015
- Α. Ανδρέου, Σ. Κακουριώτης, κ.ά. (επιμ.), Η δημόσια ιστορία στην Ελλάδα. Χρήσεις και καταχρήσεις της ιστορίας, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2015, 51-64
- Χάρης Αθανασιάδης, Τα αποσυρθέντα βιβλία. Έθνος και σχολική ιστορία στην Ελλάδα, 1858-2008, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.