Συγκλονιστικά γεγονότα στο αχαϊκό στρατόπεδο – Αναταραχή στον
Όλυμπο
Ρεπορτάζ της Πετρούλας Χαριτίδου
Μετά την επίσκεψη και την ικεσία του
ιερέα Χρύση δημιουργήθηκαν σοβαρά προβλήματα στο αχαϊκό στρατόπεδο. Ο
Αγαμέμνονας δεν σεβάστηκε τον ιερέα του Απόλλωνα, προκαλώντας την οργή του
θεού, ο οποίος έριξε λοιμό στο στρατόπεδο. Έπειτα, μετά από πρωτοβουλία του
Αχιλλέα, συγκλήθηκε συνέλευση των Αχαιών για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Ο Πηλείδης, αφού εξέφρασε κάποιους πιθανούς λόγους για τους οποίους οργίστηκε ο
Απόλλωνας, ζήτησε από το μάντη Κάλχα να τους εξηγήσει πώς γεννήθηκε ο θυμός του
θεού. Ο μάντης είπε ότι θα εξηγήσει το λόγο αρκεί ο Αχιλλέας να του ορκιστεί
ότι θα τον προστατέψει με κάθε μέσο, γιατί είναι πιθανό να προκαλέσει την οργή
του Αγαμέμνονα.
Ο Αχιλλέας ορκίστηκε και ο Κάλχας είπε ότι αιτία είναι, τον οποίο δεν σεβάστηκε ο Αγαμέμνονας. Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο Ατρείδης κατηγόρησε τον Κάλχα ότι οι προφητείες του είναι πάντα κακές και προσπάθησε να αντικρούσει την κατηγορία εναντίον του. Ύστερα, όμως, δέχθηκε να επιστρέψουν τη Χρυσηίδα στον πατέρα της, παρόλο που είπε πως την προτιμούσε ακόμα και από την Κλυταιμνήστρα, προσβάλλοντας έτσι τη γυναίκα του, αλλά οι Αχαιοί πρέπει να του ετοιμάσουν καινούργιο δώρο, διότι δεν πρέπει να μείνει αδώρητος. Ο Αχιλλέας του είπε ότι δεν υπήρχαν άλλα λάφυρα, για να του δώσουν και ότι θα ανταμειφθεί πολύ, όταν θα αλώσουν την Τροία. Ο Αγαμέμνονας του απάντησε ότι δεν θα τον εξαπατήσει τόσο εύκολα. Είπε επίσης ότι, αν οι Αχαιοί δεν του δώσουν δώρο, θα πάρει το δώρο κάποιου άλλου στρατηγού και ας ετοιμαστεί καράβι με εκατόμβη και την Χρυσηίδα μέσα και κάποιος στρατηγός να είναι αρχηγός, ίσως και ο Αχιλλέας. Έπειτα από την ελαφρά αυτή ειρωνεία του Αγαμέμνονα, ο Αχιλλέας τον κοίταξε άγρια και απάντησε ότι ο ίδιος δεν είχε κανέναν λόγο να πολεμήσει τους Τρώες, αλλά είχε έρθει για τους δυο Ατρείδες. Αυτό φαίνεται να το έχει ξεχάσει ο Αγαμέμνονας και τώρα απειλεί να πάρει το δώρο του Αχιλλέα. Εκφράζει παράπονο λέγοντας ότι ο Αγαμέμνονας παίρνει πάντα μεγάλο δώρο, ενώ αυτός μικρό και δηλώνει ότι θα φύγει για τη Φθία. Η απάντηση του αρχιστράτηγου ήταν η εξής: «Ας φύγει, κοντά του υπάρχουν και άλλοι να τον δοξάσουν και απ’ όλους τους βασιλείς ο Αχιλλέας είναι ο μισητός του». Αμφισβητεί τη δύναμή του αποδίδοντάς την ως δώρο των θεών και του ανακοινώνει ότι θα πάρει τη Βρισηίδα , για να μάθει πόσο ανώτερός του είναι.
Ο Αχιλλέας ορκίστηκε και ο Κάλχας είπε ότι αιτία είναι, τον οποίο δεν σεβάστηκε ο Αγαμέμνονας. Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο Ατρείδης κατηγόρησε τον Κάλχα ότι οι προφητείες του είναι πάντα κακές και προσπάθησε να αντικρούσει την κατηγορία εναντίον του. Ύστερα, όμως, δέχθηκε να επιστρέψουν τη Χρυσηίδα στον πατέρα της, παρόλο που είπε πως την προτιμούσε ακόμα και από την Κλυταιμνήστρα, προσβάλλοντας έτσι τη γυναίκα του, αλλά οι Αχαιοί πρέπει να του ετοιμάσουν καινούργιο δώρο, διότι δεν πρέπει να μείνει αδώρητος. Ο Αχιλλέας του είπε ότι δεν υπήρχαν άλλα λάφυρα, για να του δώσουν και ότι θα ανταμειφθεί πολύ, όταν θα αλώσουν την Τροία. Ο Αγαμέμνονας του απάντησε ότι δεν θα τον εξαπατήσει τόσο εύκολα. Είπε επίσης ότι, αν οι Αχαιοί δεν του δώσουν δώρο, θα πάρει το δώρο κάποιου άλλου στρατηγού και ας ετοιμαστεί καράβι με εκατόμβη και την Χρυσηίδα μέσα και κάποιος στρατηγός να είναι αρχηγός, ίσως και ο Αχιλλέας. Έπειτα από την ελαφρά αυτή ειρωνεία του Αγαμέμνονα, ο Αχιλλέας τον κοίταξε άγρια και απάντησε ότι ο ίδιος δεν είχε κανέναν λόγο να πολεμήσει τους Τρώες, αλλά είχε έρθει για τους δυο Ατρείδες. Αυτό φαίνεται να το έχει ξεχάσει ο Αγαμέμνονας και τώρα απειλεί να πάρει το δώρο του Αχιλλέα. Εκφράζει παράπονο λέγοντας ότι ο Αγαμέμνονας παίρνει πάντα μεγάλο δώρο, ενώ αυτός μικρό και δηλώνει ότι θα φύγει για τη Φθία. Η απάντηση του αρχιστράτηγου ήταν η εξής: «Ας φύγει, κοντά του υπάρχουν και άλλοι να τον δοξάσουν και απ’ όλους τους βασιλείς ο Αχιλλέας είναι ο μισητός του». Αμφισβητεί τη δύναμή του αποδίδοντάς την ως δώρο των θεών και του ανακοινώνει ότι θα πάρει τη Βρισηίδα , για να μάθει πόσο ανώτερός του είναι.
Τα λόγια του πλήγωσαν τον Αχιλλέα που
ετοιμάστηκε να βγάλει το ξίφος του, όταν έκανε την εμφάνισή της η θεά Αθηνά,
ορατή μόνο στον Αχιλλέα, σταλμένη από
την Ήρα. Του είπε να συγκρατήσει το θυμό του, διότι κάποια μέρα θα λάβει πολλά
δώρα γι’ αυτήν την ύβρη. Ο Πηλείδης, από σεβασμό στις δυο θεές, υπάκουσε. Γύρισε
στον Ατρείδη και τον αποκάλεσε δειλό, καθώς προτιμάει να κάθεται στις σκηνές
αντί να πολεμάει. Ορκίστηκε να επιστρέψει στον πόλεμο μόνο όταν το σκήπτρο, που
είναι καλυμμένο με χαλκό, βγάλει κλαδιά και φύλλα.
Τότε σηκώθηκε ο Νέστορας από την Πύλο
και τους είπε να τον ακούσουν καθώς άντρες πολύ ανώτεροι απ’ αυτούς υπάκουαν
στις συμβουλές του. Είπε στον Αγαμέμνονα να μην αφαιρέσει τη Βρισηίδα από τον
Αχιλλέα και να σβήσει το θυμό του γι’ αυτόν και στον Πηλείδη να μην αντιμάχεται
τον αρχιστράτηγο. Ο Αγαμέμνονας συμφώνησε ότι ο Αχιλλέας θέλει να είναι
ανώτερός του. Εκεί, τον διέκοψε ο Πηλείδης λέγοντας ότι θα τον χαρακτήριζαν
δειλό, αν συμφωνούσε σε ό,τι έλεγε και να μην του δίνει διαταγές, γιατί στο
εξής δεν θα τον ακούσει. Τέλος, θα δώσει τη Βρισηίδα, αλλά δεν θα του πάρει
τίποτα άλλο και αν τολμήσει θα τον σκοτώσει. Διέλυσαν τη σύνοδο και γύρισαν στα
πλοία.
Ύστερα ο Ατρείδης έστειλε κήρυκες να
του φέρουν τη Βρισηίδα. Πήγαν στη σκηνή του Αχιλλέα, αλλά από φόβο και ντροπή
δεν έλεγαν τίποτα. Το κατάλαβε ο Πηλείδης
και τους είπε ότι δεν φταίνε αυτοί αλλά ο Αγαμέμνονα και ζήτησε από τον
Πάτροκλο να βγάλει έξω τη Βρισηίδα. Την έβγαλε έξω ο Πάτροκλος και την παρέδωσε
στους κήρυκες, οι οποίοι γύρισαν αμέσως στα πλοία.
Μετά την παράδοση της Βρισηίδας ο
Αχιλλέας έκλαιγε μόνος του στην ακρογιαλιά και κοιτάζοντας προς τη θάλασσα είπε
στη μητέρα του ότι, αφού θα ζήσει λίγο, ο Δίας έπρεπε να του χαρίσει τιμές,
αντίθετα όμως ο Αγαμέμνονας τον ατίμασε παίρνοντας το δώρο του. Εμφανίστηκε
τότε η Θέτιδα μέσα από τη θάλασσα και τον ρώτησε γιατί κλαίει. Εκείνος της
διηγήθηκε τι έγινε στη συνέλευση των Αχαιών και της ζήτησε να ανέβει στον
Όλυμπο και να ικετέψει τον Δία, αν ποτέ την είχε βοηθήσει, όπως την είχε
ακούσει να λέει, να γίνει βοηθός των Τρώων, για να μάθει ο Ατρείδης να μην τον
υπολογίζει. Η Θέτιδα αποκρίθηκε ότι θα μεταφέρει το λόγο του στο Δία, όταν
επιστρέψει μετά από δώδεκα μέρες, διότι τώρα απουσίαζε από τον Όλυμπο. Και τον
άφησε πικραμένο στην ακρογιαλιά.
Στο μεταξύ, το πλοίο που είχε στείλει
ο Αγαμέμνονας με αρχηγό τον Οδυσσέα έφτασε στην Χρύσα. Τελευταία από το πλοίο
βγήκε η Χρυσηίδα και ο Οδυσσέας την οδήγησε στον πατέρα της λέγοντάς του ότι
τον έστειλε ο Ατρείδης για να φέρει πίσω την κόρη του και να εξιλεώσει τον
Απόλλωνα με μια εκατόμβη. Ο Χρύσης χάρηκε και άρχισαν οι θυσίες και οι
προσευχές στο θεό. Ο ιερέας σήκωσε ψηλά τα χέρια και προσευχήθηκε στον Απόλλωνα
να σώσει τους Δαναούς από το θανατικό και να δεχθεί τις θυσίες. Ο θεός τον
άκουσε και δέχθηκε την ευχή του. Έπειτα, έσφαξαν τα ζώα, τα ράντισαν με κρασί,
τα πέρασαν στις σούβλες. Έφαγαν όσο ήθελαν και όταν ήρθε το βράδυ κοιμήθηκαν
στο πλοίο. Το άλλο πρωί έφυγαν και, όταν επέστρεψαν από τη Χρύσα, έτρεξαν στις
σκηνές. Μόνο ο Αχιλλέας δεν πήγε να γιορτάσει στη σύνοδο και κάθισε στα πλοία.
Μετά από δώδεκα μέρες η Θέτιδα
ανέβηκε στον Όλυμπο. Βρήκε τον Δία και
κάθισε μπροστά του και με το αριστερό της χέρι έπιασε τα γόνατα και με το δεξί
το πηγούνι του. Του είπε ικετεύοντας ότι, αν ποτέ τον έχει ωφελήσει, να τιμήσει
τον γιο της, που τον ατίμασε ο Αγαμέμνονας και του πήρε το δώρο, να τον
δικαιώσει δίνοντας νίκες στους Τρώες, ώσπου να τον δοξάσουν οι Αχαιοί. Ο Δίας
δεν απάντησε και έμεινε σιωπηλός για πολλή ώρα. Η Θέτιδα επέμενε και τον
παρότρυνε να της απαντήσει με το χαρακτηριστικό του νεύμα. Ο Δίας της είπε ότι
αυτή η υπόσχεση θα του δημιουργήσει προβλήματα με την Ήρα, η οποία τον
κατηγορεί συνεχώς ότι βοηθάει τους Τρώες και έσκυψε το κεφάλι του, για να
βεβαιωθεί η Θέτιδα. Όμως, η θεά έπρεπε να φύγει, πριν την καταλάβει η Ήρα.
Έτσι, η Θέτιδα αποχώρησε από τον Όλυμπο και ο Δίας πήγε στο δώμα. Αμέσως η Ήρα
άρχισε να του λέει ότι αποφασίζει πάντα κρυφά από εκείνη. Ο Δίας της αντείπε να
μην ελπίζει ότι θα της φανερώσει τις σκέψεις του και ότι κανένας δεν μαθαίνει
κάτι πριν από την Ήρα. Η θεά του απάντησε ότι έχει από καιρό σταματήσει να
ρωτά, αλλά φοβάται ότι η Θέτιδα τον έπεισε και τώρα αυτός θα τρέξει να δώσει
τιμή στον Αχιλλέα, προκαλώντας προβλήματα στους Αχαιούς. Ο Δίας της απάντησε
ότι δεν σταματά ποτέ να τον παραμονεύει και θα γίνει μισητή του, αν συνεχίσει
έτσι, αλλά τώρα να σωπάσει, γιατί δεν θα τη σώσουν οι άλλοι αθάνατοι, όταν
απλώσει χέρι πάνω της. Η Ήρα φάνηκε να φοβήθηκε και κάθισε σιωπηλή, Τότε
σηκώθηκε ο Ήφαιστος και είπε ότι είναι πολύ κακό να επικρατούν καβγάδες ή
αναταραχές εξαιτίας των θνητών. Έπειτα, απευθυνόμενος στην Ήρα είπε να μη
συνεχιστεί η διαφωνία, γιατί δεν θα μπορέσει να την βοηθήσει, καθώς έχει
γνωρίσει τη βίαιη συμπεριφορά του Δία και κανείς δεν μπορεί να του αντισταθεί.
Μετά της πρόσφερε νέκταρ και εκείνη το πήρα γελώντας. Και εκεί έτρωγαν και
έπιναν όλοι οι θεοί όλη μέρα. Ο Απόλλωνας συνόδευσε τις Μούσες με την κιθάρα
του. Όταν βράδιασε, ο Δίας ξάπλωσε να κοιμηθεί με την Ήρα δίπλα του. Χάρη στην
παρέμβαση του Ήφαιστου αποκαταστάθηκε η ηρεμία στον Όλυμπο.
Συνέντευξη του Νέστορα στον Σταύρο Παπαδημόπουλο
Σταύρος: Μέγα
Νέστορα, σ’ ευχαριστώ πολύ που μου παραχωρείς αυτή τη συνέντευξη και μου
δίνεται η ευκαιρία να σε ρωτήσω κάποια πράγματα. Πώς νιώθεις που σε
συμβουλευόντουσαν τόσες γενιές Αχαιών;
Νέστορας:
Νιώθω μεγάλη χαρά που μπόρεσα και συμβούλευσα όλους αυτούς τους Αχαιούς να
πράξουν σωστά και να μείνουν για πάντα στην ιστορία για τα κατορθώματά τους.
Σταύρος: Τι θα
συμβούλευες τον Αγαμέμνονα και τον Αχιλλέα;
Νέστορας: Τον
Αχιλλέα θα τον συμβούλευα να αφήσει τον θυμό του και να υπακούει τον βασιλιά
του, αφού αυτόν τον όρισε ο ίδιος ο Δίας σ’ αυτή τη θέση. Τον Αγαμέμνονα θα τον
συμβούλευα να μην πάρει τη Βρισηίδα του Αχιλλέα και να σταθεί στο ύψος του ως
βασιλιάς.
Συνέντευξη του Αγαμέμνονα στο
Γιάννη Ρούση
Γιάννης: Πρώτα απ’ όλα σας ευχαριστώ που
δεχτήκατε να με ακούσετε. Ελπίζω στο τέλος να είμαστε ευχαριστημένοι και οι
δύο. Θα ήθελα να σας ρωτήσω αρχικά για την οικογένειά σας. Ποιοι είναι οι
γονείς σας και πιθανόν τα αδέρφια σας;
Αγαμέμνονας: Ο πατέρας μου είναι
ο Ατρέας, ο αδερφός του Θυέστη, και η μητέρα μου η Αερόπη, κόρη του
βασιλιά Μίνωα. Αδέρφια μου είναι ο Μενέλαος και η Αναξίβα.
Γιάννης: Για πείτε μου για τα
εφηβικά σας χρόνια, τι κατορθώσατε να κάνετε;
Αγαμέμνονας: Κατόρθωσα να διώξω το θείο μου, τον
Θυέστη, από τις Μυκήνες και να πάρω το θρόνο του και την βασιλεία των Μυκηνών.
Γιάννης: Μπορείτε να μου πείτε τι ξέρετε για την Χρυσηίδα;
Αγαμέμνονας: Ναι! Η Χρυσηίδα ήταν η σκλάβα μου
κατά την πολιορκία της Τροίας, κόρη του Χρύση, ιερέα του Απόλλωνα. Είχε και ο
Αχιλλέας μια σκλάβα, τη Βρισηίδα. Αλλά
εγώ αναγκάστηκα να δώσω την Χρυσηίδα πίσω στον πατέρα της, γιατί ο Απόλλωνας
έστειλε λιμό στο στρατόπεδό μου.
Γιάννης: Όταν τελικά έπεσε η Τροία τι κάνατε;
Αγαμέμνονας: Όταν έπεσε η Τροία επέστρεψα στις
Μυκήνες φέρνοντας μαζί μου σκλάβα την Κασσάνδρα, κόρη του βασιλιά Πριάμου.
Γιάννης: Σας ευχαριστώ πολύ για τις
πληροφορίες που μου δώσατε. Ήρθε η ώρα να φύγω.
Αγαμέμνονας: Αντίο.
Συνέντευξη της θεάς Αθηνάς στη Γεωργία Παπαγιάννη
Γεωργία:
Αθηνά, ποιος ήταν ο λόγος που εμφανίστηκες στον Αχιλλέα;
Αθηνά: Έπρεπε
να τον συμβουλέψω να μην σκοτώσει τον Αγαμέμνονα, γιατί έτσι το ελληνικό
στρατόπεδο θα αποσυντονιζόταν.
Γεωργία: Ποια
ήταν η θέση σου στη μονομαχία Αχιλλέα – Έκτορα;
Αθηνά: Πάντοτε
ήμουν με το μέρος του Αχιλλέα. Τον βοήθησα δίνοντάς του πίσω το κοντάρι του έπειτα
από την άστοχη βολή του, αλλά ξεγέλασα και τον Έκτορα με σκοπό να φέρω μπροστά
τον Αχιλλέα.
Γεωργία: Η
επέμβασή σου δεν μείωσε τον Αχιλλέα;
Αθηνά: Όχι,
ακριβώς το αντίθετο, γιατί η θεϊκή επέμβαση έδειξε την αξία του και εξάλλου όλα
τα μεγάλα κατορθώματα έχουν γίνει με τη συμπαράσταση κάποιου θεού.
Η Μαρία Σιώμου
σχολιάζει τη στάση της θεάς Θέτιδας απέναντι στο γιο της, τον Αχιλλέα.
Η εμφάνιση της Θέτιδας στο ποίημα
είναι σύντομη αλλά σημαντική. Εμφανίζεται να στηρίζει τον γιο της Αχιλλέα και
να του δείχνει την αγάπη της και την αδυναμία της. Αρχικά βλέπουμε τη θλίψη της
Θέτιδας για τα βάσανα του Αχιλλέα. Όταν το παιδί της την καλεί και της κάνει
παράπονα, η Θέτις με μορφή ομίχλης τρέχει σ’ αυτό για να το ακούσει και να το
βοηθήσει. Είναι στοργική και τρυφερή μάνα που πονάει για την κακή μοίρα του
αγοριού της. Δεν τη νοιάζει αν ο γιος της έχει δίκιο ή όχι. Αυτή θα κάνει ό,τι
της ζητήσει αρκεί ο γιος της να αισθανθεί καλύτερα. Αν και θεά η Θέτιδα έχει
έντονα συναισθήματα και αντιδρά όπως μια απλή μάνα. Δέχεται να πάει να
παρακαλέσει τον Δία υπέρ των Τρώων, μόνο και μόνο για να δικαιωθεί το παιδί
της, το οποίο νιώθει αδικημένο και ταπεινωμένο. Βέβαια, σαν καλή μάνα
συμβουλεύει τον Αχιλλέα να απομακρυνθεί στα πλοία του για να δείξει τον θυμό
του στους Αχαιούς. Τρέχει η μάνα και ικετεύει τον Δία για τον Αχιλλέα της.
Θέλει να δικαιωθεί το παιδί της και όλοι οι Αχαιοί να το υπερδοξάσουν. Βλέπουμε
τον πόνο που έχει στην ψυχή της και την αγωνία της μέχρι ο Δίας να της πει το
ναι. Η παράκλησή της είναι το πιο σημαντικό πράγμα γι’ αυτή. Ο εγωισμός του
Αχιλλέα πρέπει να ικανοποιηθεί και η τιμή του να αποκατασταθεί. Είτε θεά είτε
θνητή μια μάνα, όταν χάνει το παιδί της, πονάει το ίδιο. Ο πόνος και η οργή της
Θέτιδας ήταν μεγάλος, όταν πληροφορήθηκε το χαμό του παιδιού της. Βουή μεγάλη
που προκάλεσε τρόμο σήκωσε στη θάλασσα. Τα συναισθήματά της είναι τόσο δυνατά
που κάνουν όλους να τρέμουν και να φοβούνται. Όμως, αν και ο πόνος είναι
απερίγραπτος, η Θέτις τιμάει το νεκρό παιδί της και ξεκινάει να τον θάψει, όπως
πρέπει. Ο θρήνος είναι μεγάλος και από θεούς και από ανθρώπους. Το μοιρολόι της
μάνας έλιωνε τις ψυχές όλων. Η Θέτιδα περιποιήθηκε το νεκρό της παιδί με τόση
αγάπη που ακόμη και έτσι φαίνεται σαν να το προστατεύει. Τα έθιμα και οι και οι
ταφικές τιμές για τον νεκρό τηρήθηκαν όλα κατά σειρά από την πονεμένη μάνα.
Μέχρι τελευταία στιγμή θέλει ο γιος της να είναι πάνω απ’ όλους. Έτσι κάνει τον
τάφο του σε σημείο που να φαίνεται από παντού και να τον βλέπουν όλοι. Η Θέτιδα
είναι μια θεά χαμηλών τόνων, σεμνή, που ξέρει τη δύναμή της και μπορεί να
πετύχει τα πάντα για το παιδί της. Εδώ βλέπουμε πόσο πολύ αγαπούσε το παιδί της
και πόσο καλή σχέση είχε με το παιδί της.
Συνέντευξη του θεού Δία
στο Μάριο Σελενίτσα
Μάριος: Γεια
σου Δία, μεγάλη μου τιμή που σε συναντώ. Θα ήθελα να σε ρωτήσω μερικά πράγματα.
Αρχικά, με ποιο στρατόπεδο ήσουν και γιατί;
Δίας: Λοιπόν, πήγα με το στρατόπεδο των
Τρώων μετά την ικεσία της Θέτιδας, γιατί έπρεπε οι Τρώες να αρχίσουν να
κερδίζουν έδαφος και να πλησιάζουν απειλητικά τους Αχαιούς. Έτσι ο Αγαμέμνονας
έδωσε πολλά δώρα στον Αχιλλέα, για να επιστρέψει στη μάχη και για να τιμηθεί.
Μάριος: Θα
ήθελα επίσης να σε ρωτήσω πώς αισθάνθηκες τη στιγμή που ζύγιζες τις ψυχές των
δύο πολύ σημαντικών πολεμιστών, την ψυχή του Έκτορα και την ψυχή του Αχιλλέα.
Δίας: Για να
είμαι ειλικρινής ένιωσα πολύ περίεργα παρότι είμαι ο αρχηγός των θεών και δεν
συγκινούμαι εύκολα, αλλά φυσικά συγκινήθηκα όταν είδα τη ζυγαριά να δείχνει ότι
η ψυχή του Αχιλλέα είναι πιο ελαφριά από την ψυχή του Έκτορα.
Μάριος: Ευχαριστώ,
κύριε Δία, για αυτές τις πολύ σημαντικές πληροφορίες που μου δώσατε.
Δίας: Και εγώ
ευχαριστώ για την συνέντευξη που μου πήρατε και σας υπόσχομαι μια άλλη φορά που
θα έχω περισσότερο χρόνο θα τα πούμε καλύτερα.
Συνέντευξη της θεάς
Ήρας στη Μαγδαληνή Σιούτη
Ήρα: Γεια σας!
Ας ξεκινήσουμε!
Μαγδαληνή: Θα
ήθελα να σας ρωτήσω πώς γίνεται, εσείς που είστε θεά, να συμπεριφέρεστε τόσο
ανθρώπινα;
Ήρα: Είναι
φυσιολογικό να συμπεριφέρομαι έτσι, αφού εμείς οι θεοί μοιάζουμε πολύ με σας
τους ανθρώπους. Έχουμε έντονο το στοιχείο του ανθρωπομορφισμού, δηλαδή έχουμε
ανθρώπινα χαρακτηριστικά στις συμπεριφορές, στις αντιδράσεις και στον τρόπο
ζωής.
Μαγδαληνή:
Γιατί θέλετε να νικήσουν οι Έλληνες; Για ποιο σκοπό;
Ήρα: Θέλω να
νικήσουν οι Έλληνες γιατί έχουν το δίκιο με το μέρος τους. Εξαιτίας της αρπαγής
της ωραίας Ελένης από τον Πάρη, προσβλήθηκε η τιμή τους. Έχουν κάθε δικαίωμα να
νικήσουν. Ακόμη προσβλήθηκα και εγώ από τη συμπεριφορά του Πάρη, αφού δεν με
επέλεξε από τις τρεις θεές.
Μαγδαληνή:
Νιώθετε ικανοποιημένη που τελικά νίκησαν οι Έλληνες;
Ήρα: Ηθικά νιώθω
ικανοποιημένη, γιατί ο δίκαιος αγώνας ανταμείφθηκε. Ήταν σωστό να νικήσουν οι
Έλληνες, να αποδοθεί δικαιοσύνη και να επιστρέψουν σώοι στη χώρα τους. Γι’ αυτό
και εγώ από την αρχή τους υπερασπιζόμουν και τους υποστήριζα.
Μαγδαληνή:
Ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σας!
Ήρα: Παρακαλώ!
Συνέντευξη της Ελένης
στο Βαγγέλη Μπουντιούκο
Βαγγέλης: Πώς
νιώθεις που ένας μεγάλος πόλεμος ξεκίνησε για χάρη σου;
Ελένη: Νιώθω
υπεύθυνη, επειδή πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, γι’ αυτό έχω τύψεις. Όμως
νιώθω μοναδική και πολύ όμορφη.
Βαγγέλης: Σου
λείπουν οι άνθρωποι που άφησες πίσω σου, όταν έφυγες;
Ελένη: Ναι,
μου λείπει ο Μενέλαος, η κόρη μου, οι φίλες μου και φοβάμαι μήπως τα αδέρφια
μου έχουν πάθει κάτι και φταίω εγώ γι’ αυτό.
Βαγγέλης: Πώς
σου συμπεριφέρονται εδώ;
Ελένη: Οι
γέροντες θαυμάζουν την ομορφιά μου και δικαιολογούν τον πόλεμο για χάρη μου.
Όμως φοβούνται πως θα τους φέρω και άλλες συμφορές, οπότε προτιμάνε να φύγω.
Βαγγέλης: Μετάνιωσες
που έφυγες με τον Πάρη από τη Σπάρτη;
Ελένη: Ναι,
μετάνιωσα κι αν ήξερα τι θα ακολουθήσει, δε θα το έκανα ποτέ.
Συνέντευξη της Ανδρομάχης στο Νίκο Μπουντιούκο- Σπινάρη
Νίκος: Γεια
σας, κ. Ανδρομάχη!
Ανδρομάχη:
Γεια σας!
Νίκος: Τι σε
έκανε να προσπαθείς τόσο πολύ να πείσεις τον Έκτορα να μην πάει να πολεμήσει;
Ανδρομάχη: Προσπαθούσα
τόσο πολύ να τον πείσω, γιατί ήμουν
σίγουρη ότι θα σκοτωνόταν. Έτσι, όταν θα έπεφτε η Τροία θα έπαιρναν εμένα για
δούλα και το παιδί μας θα το σκότωναν.
Νίκος: Θα
μπορούσε κάποιος να επέμβει σε αυτό;
Ανδρομάχη:
Κανείς δε θα μπορούσε να κάνει κάτι, γιατί ο Έκτορας θα ήταν νεκρός.
Νίκος: Γιατί
θρηνούσες για τον Έκτορα, ενώ ήταν ακόμη ζωντανός;
Ανδρομάχη: Επειδή
ήξερα ότι ο Αχιλλέας ήταν ένας γενναίος πολεμιστής, ο οποίος έχει σκοτώσει όλα
τα μέλη της οικογένειάς μου και πίστευα ότι θα σκότωνε και τον Έκτορα.
Νίκος: Κατάφερες
τελικά να τον πείσεις;
Ανδρομάχη:
Όχι, δεν μπόρεσα να το κάνω, καθώς φοβόταν τις απόψεις του λαού. Εξάλλου ήθελε
και ο ίδιος να το κάνει.
Νίκος: Τελικά
τι συνέβη;
Ανδρομάχη: Ο
Αχιλλέας σκότωσε τον Έκτορα και η Τροία έπεσε. Το παιδί μας το έριξαν από τα
τείχη και εμένα με πήραν ως δούλα.
Νίκος: Ευχαριστώ
πολύ!
Ανδρομάχη:
Γεια σας!
Συνέντευξη του Πρίαμου στην Αθανασία Χαρισοπούλου
Αθανασία: Ποια
είναι η γνώμη σας για την Ελένη;
Πρίαμος: Η
Ελένη είναι μια πολύ όμορφη γυναίκα. Είναι καλόκαρδη – καθώς λέει συνέχεια πως
καλύτερα να είχε πεθάνει- , είναι ήπιων τόνων και δεν είναι υπεροπτική, όπως θα
έκαναν άλλες γυναίκες στη θέση της.
Αθανασία:
Πιστεύετε ότι οι Αχαιοί είχαν άδικο, όταν ήρθαν να πάρουν την Ελένη και
ξεκίνησε ο πόλεμος;
Πρίαμος: Το
λάθος είναι ότι χάθηκαν πολλές ζωές, ενώ θα μπορούσε να βρεθεί άλλη λύση. Εν
μέρει είχαν άδικο, γιατί η Ελένη επέλεξε τον Πάρη, αλλά από την άλλη ήταν
λογική αντίδραση.
Αθανασία: Πώς
θα χαρακτηρίζατε την ενέργεια της Ελένης να φύγει με τον Πάρη;
Πρίαμος: Παρορμητική,
γιατί έγινε, όταν ήταν ερωτευμένη, άρα εν βρασμώ ψυχής.
Αθανασία: Πώς
νιώθατε όταν φιλούσατε τα χέρια του Αχιλλέα, για να πάρετε τον Έκτορα;
Πρίαμος: Ήταν
πολύ δύσκολο γιατί ήξερα ότι αυτά τα χέρια στέρησαν τη ζωή στο παιδί μου, αλλά
έπρεπε, για να θαφτεί. Ένιωθα απίστευτη θλίψη και πόνο. Φοβόμουν πολύ μήπως ο
Αχιλλέας δεν μου δώσει τη σορό του Έκτορα και φοβόμουν και για τη ζωή μου. Ήταν
πολύ ψυχοφθόρα διαδικασία.
Αθανασία: Και
όταν είδατε το παιδί σας νεκρό;
Πρίαμος: Θλίψη,
απίστευτη θλίψη! Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Φοβόμουν για το μέλλον όλων των
Τρώων χωρίς τον Έκτορα.
Αθανασία: Περιμένατε
αυτήν την αντίδραση από τον Αχιλλέα; Πιστεύατε ότι θα σας δώσει τον Έκτορα;
Πρίαμος: Δεν
το περίμενα αυτό! Νόμιζα ότι θα είχα το ίδιο τέλος με αυτό του παιδιού μου και
εξεπλάγην από τη συνεργάσιμη στάση του.
Αθανασία: Όταν
γυρίσατε στην Τροία με τον νεκρό Έκτορα, πώς αντέδρασαν οι υπόλοιποι Τρώες;
Πρίαμος: Ξέσπασε
μεγάλος θρήνος για τον Έκτορα, αφού όλοι ήξεραν ότι βασιζόμασταν σ’ αυτόν και
ξέραμε ότι, μετά το χαμό του, σύντομα θα έρθει το τέλος.
Η κηδεία του
Έκτορα
Ρεπορτάζ της Στέλλας Παπαδοπούλου
«Κυρίες και κύριοι, είμαστε εδώ με την Κασσάνδρα, η οποία τόσες ώρες, από
το πρώτο φως της ημέρας, βρίσκεται εδώ περιμένοντας το νεκρό σώμα του Έκτορα.
-
«Να τος! Να τος! Έρχεται η άμαξα με
τον πατέρα μου και τον Ιδαίο και τον νεκρό μου αδερφό, τον Έκτορα! Ω! Τρώισσες,
ω! Τρώες, κοιτάξτε εκεί τον Έκτορα που γυρνούσε από τη μάχη ζωντανός και χαίρονταν
η καρδιά σας και τον είχε ο λαός τη μόνη χαρά και ελπίδα».
«Αυτήν την στιγμή μόλις ακούσαμε τον θρήνο της λυπημένης και απαρηγόρητης
Κασσάνδρας και βλέπουμε όλους τους ανθρώπους, γυναίκες και άνδρες, να
μαζεύονται γύρω από την άμαξα και να θρηνούν, ενώ η γυναίκα του και η μητέρα
του αγκαλιάζουν το κεφάλι του Έκτορα, κλαίνε και ξεριζώνουν τα μαλλιά τους. Όλο
το κλίμα είναι συγκλονιστικό και πολύ στενόχωρο. Συνέχεια καταφθάνει κόσμος ως
ένδειξη πένθους και θρηνεί για το χαμό του πρωτοπαλίκαρου της Τροίας.
Πλησιάζουμε πιο κοντά, ώστε να μπορέσουμε να ακούσουμε τα λόγια του Πριάμου».
-
«Βάλτε ένα τέλος στη λύπη, και αφού
τον πάω στο σπίτι, ξεθυμάνετε τον πόνο της ψυχής σας».
«Λοιπόν, με αυτές τις λέξεις ο
Πρίαμος προσπαθεί να ησυχάσει το πλήθος. Παρακολουθούμε το πλήθος να ανοίγει
δρόμο, ώστε να περάσει η άμαξα. Ακολουθούμε την άμαξα και ανεβαίνουμε στα
δώματα, όπου εκθέτουν τον Έκτορα στη νεκρική κλίνη. Η Ανδρομάχη πηγαίνει κοντά
στον άνδρα της και απλώνει τα χέρια:
-
«Άνδρα μου, νέος πέθανες και εμένα
αφήνεις χήρα στο σπίτι με το τρυφερό παιδί που εμείς οι δυο γεννήσαμε και δεν
θα μεγαλώσει, αφού γρήγορα θα πέσει αυτή η πόλη, τώρα που εσύ χάθηκες, ο στύλος
της, η ασπίδα της, που τα παιδιά έσωζες και τις σεμνές μητέρες, που γρήγορα στα
πλοία θα μας ρίξουν όλες και συ μαζί μου, παιδί μου, θα είσαι να δουλεύεις με
κόπο σε έργα κάτω από κύριο σκληρό, αν πρώτα δεν σε ρίξει από τον πύργο την
κορφή να κακοθανατήσεις…»
«Ακούμε την συντετριμμένη Ανδρομάχη
να κλαίει τη μοίρα της και καταλαβαίνουμε το έντονο άγχος της για το μέλλον του
παιδιού της, ενώ οι υπόλοιπες γυναίκες δεν έχουν σταματήσει το θλιβερό τους
τραγούδι και εντοπίζουμε τώρα την Εκάβη να πλησιάζει».
-
«Έκτωρ, το ακριβότερο από όλα τα
παιδιά μου, όταν ζούσες οι θεοί σε αγαπούσαν και τώρα μέσα στον θάνατο και τώρα
σε λυπούνται. Τα άλλα μου παιδιά, όσα έπιανε ο γρήγορος Πηλείδης, πέρα από τη
θάλασσα τα πουλούσε, στη Λήμνο, στη Σάμο και στην Ίμβρο, και εσύ, αφού σε
σκότωσε η λόγχη του και γύρω από τον τάφο του φίλου του που σκότωσες σε έσυρε,
μπροστά μου τώρα δροσερός και ανέγγιχτος στο σπίτι κείτεσαι, σαν άνθρωπος που
την ψυχή του πήρε ο Φοίβος ο αργυρότοξος με τα άλυπά του βέλη».
«Η Εκάβη τελείωσε με τον θρήνο της
ξεσηκώνοντας οδυρμό. Όμως αυτήν την στιγμή ακούγεται μια άλλη φωνή, η φωνή της
Ελένης».
-
«Ω Έκτωρ μου, ο ακριβότερος των
αδελφών του άνδρα μου, και είναι άντρας μου ο Πάρης που εμένα εδώ στην Τροία
έφερε, μακάρι να είχα πεθάνει πρώτα. Είκοσι χρόνια πέρασαν από τότε που ήρθα
εδώ και άφησα την πατρίδα μου και από τα δικά σου χείλια ποτέ δεν άκουσα λόγο κακό
να με πικράνει. Και αν κάποιος από τους αδερφούς ή τις αδερφές σου ή ακόμη και
από τις συννυφάδες μου με απόπαιρνε ή ακόμη και η πεθερά μου – ο πεθερός μου με
αγαπά σαν πατέρας – εσύ μόνο τους ημέρωνες με τα γλυκά σου λόγια, με την
αγαθοσύνη σου, για αυτό κλαίω για σένα και σχίζεται η καρδιά μου. Γιατί κανείς
δεν απόμεινε στην Τροία να είναι φίλος της καρδιάς αλλά με αποστρέφονται όλοι».
«Ο θρήνος της Ελένης
τελείωσε γεμάτος παράπονο και λύπη, ενώ ο Πρίαμος προστάζει τα πλήθη να φέρουν
ξύλα και να μην φοβούνται τους Αχαιούς, αφού ο Αχιλλέας τους έταξε δώδεκα μέρες
ανακωχή. Το πλήθος κατευθείαν βλέπουμε να φεύγει πάνω σε αμάξια και ταύρους προς
την πόλη. Έτσι σας χαιρετάμε και εμείς από την Τροία TV».
«Καλησπέρα σας, είμαστε ξανά
κοντά σας μετά από δέκα μέρες έξω από το παλάτι της Τροίας. Υπάρχει μια μεγάλη
πυρά και τώρα πλήθος κλαίγοντας βλέπουμε να βάζει τον Έκτορα πάνω και να την
ανάβει. Όλος ο λαός μαζεύεται σιγά σιγά γύρω από τη φωτιά και μόλις άρχισαν να
ρίχνουν κρασί μέσα στην πυρά, άρχισε να σβήνει με αργούς ρυθμούς. Φίλοι και
συγγενείς παίρνουν τα άσπρα κόκαλά του, ενώ τα τυλίγουν με σεντόνια και τα
τοποθετούν σε μια χρυσή λάρνακα. Εδώ υπάρχει ένας τάφος και μόλις τοποθέτησαν
μέσα τα κόκαλα και τώρα στοιβάζουν λιθάρια μεγάλα και άνδρες άρχισαν να το
σκεπάζουν με χώμα. Πλήθος ξεκίνησε να μπαίνει στο παλάτι, όπου θα φάνε στο θαυμαστό τραπέζι.
Δυστυχώς, δεν μας επιτρέπεται να μπούμε στο παλάτι. Μόλις ολοκληρώθηκε ο
ενταφιασμός του πρωτοπαλίκαρου της Τροίας, που έριξε την πόλη σε μεγάλο θρήνο».
Συνέντευξη του Έκτορα – από τον Κάτω Κόσμο – στον Κωνσταντίνο
Ρήνο
Κων/νος: Η
πρώτη σου συμμετοχή στην Ιλιάδα είναι στη Ζ ραψωδία όπου επιστρέφεις εντός των
τειχών, όμως γίνεται αναφορά στο όνομά σου από τους Αχαιούς, όταν τονίζεται η
ανδρεία σου. Πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό;
Έκτορας: Σίγουρα,
το να σε χαρακτηρίζουν οι αντίπαλοί σου άξιο πολεμιστή είναι μεγάλη τιμή, ειδικά
όταν οι αντίπαλοί σου είναι και αυτοί άξιοι πολεμιστές.
Κων/νος: Ξέχασα
να σε ευχαριστήσω για τη συνέντευξη!
Έκτορας: Η
χαρά είναι δική μου!
Κων/νος: Ας
συνεχίσουμε, λοιπόν! Στη συνέχεια παρουσιάζεσαι καλός σύζυγος και πατέρας καθώς
και αδερφός, δηλαδή παρουσιάζεται μια διαφορετική εικόνα από αυτή του πολεμιστή
Έκτορα.
Έκτορας: Κάποιος
ακούγοντας για πόλεμο, πολεμιστές, στρατηγούς νομίζουν ότι αυτοί οι άνθρωποι
είναι σκληροί, χωρίς συναισθήματα πολλές φορές. Όμως αυτό είναι ένα μεγάλο
ψέμα, καθώς όχι μόνο έχουν συναισθήματα, αλλά πρέπει να τα κρύβουν, για να μην
είναι αδύναμοι στη μάχη.
Κων/νος: Στη
συνέχεια σε βλέπουμε σκληρό και αδίστακτο απέναντι στον Πάτροκλο. Γιατί
συμβαίνει αυτό;
Έκτορας: Είναι
πόλεμος! Ο πόλεμος είναι σκληρός και δεν πρέπει να σκέφτεσαι, γιατί θα χάσεις
τη μάχη. Πρέπει να παλεύεις σώμα με σώμα και στο τέλος να νικάς. Η ύβρη μου
πάντως προέρχεται από τους θεούς, ώστε να βρουν ένα συγκεκριμένο λόγο για το
θάνατό μου.
Κων/νος: Πάμε
στο κυρίως θέμα, στη μάχη σου με τον Αχιλλέα. Θα ήθελα, αν γίνεται, να μου την
περιγράψεις.
Έκτορας: Κοιτάξτε!
Στην αρχή είναι αλήθεια ότι φοβήθηκα και το έβαλα στα πόδια. Στη συνέχεια, όμως
αποφάσισα να τον αντιμετωπίσω έχοντας και την υποτιθέμενη βοήθεια της Αθηνάς.
Όταν όμως άρχισε η μάχη και έμεινα χωρίς δόρυ, κατάλαβα το δόλο, όμως αποφάσισα
να μην υποχωρήσω και να παλέψω γενναία. Ήξερα ότι θα ηττηθώ, όμως έπρεπε να
μείνω εκεί και να πολεμήσω. Επίσης ήξερα ότι το σώμα μου θα μείνει άταφο!
Κων/νος: Περίγραψέ
μου τον Έκτορα.
Έκτορας: Είμαι
ένας πολεμιστής μα πάνω απ’ όλα ένας οικογενειάρχης. Εγώ προσωπικά τιμούσα στο
έπακρο την πατρίδα μου, γι’ αυτό νιώθω χαρά που αναγνωρίστηκε η αξία μου. Είμαι
ένας απλός άνθρωπος για εκείνη την εποχή. Δεν ξέρω αν σε κάλυψα!
Κων/νος: Απολύτως!
Ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου!
Έκτορας: Εγώ
ευχαριστώ και καλή συνέχεια!
Συνέντευξη του Αχιλλέα στο Γιώργο Σαπαλίδη
Γιώργος:
Αχιλλέα, ευχαριστώ πολύ που μου παραχωρείς αυτή τη συνέντευξη και μου δίνεται η
ευκαιρία να σε ρωτήσω κάποια πράγματα. Για ποιο λόγο συγκάλεσες συνέλευση του
στρατού και ήρθες σε σύγκρουση με τον αρχηγό σου, τον Αγαμέμνονα;
Αχιλλέας:
Συγκάλεσα συνέλευση του στρατού, για να ρωτήσω το μάντη Κάλχα να μας πει τι
συμβαίνει, ποια ήταν η αιτία του λοιμού. Αίτιος λοιπόν ήταν ο Αγαμέμνονας, γι’ αυτό και συγκρούστηκα
μαζί του.
Γιώργος: Γιατί
αντέδρασες τόσο επιθετικά και αποφάσισες να αποχωρήσεις έτσι από τη μάχη;
Αχιλλέας: Αναγκάστηκα
να αποχωρήσω από τη μάχη, αφού μου πήραν το δώρο μου, τη Βρισηίδα, για να τη
δώσουν στον Αγαμέμνονα. Αυτό έδειχνε πως δε με υπολογίζουν και δε με σέβονται.
Γιώργος: Για
ποιο λόγο ζήτησες από τη μητέρα σου, τη Θέτιδα, να τιμωρήσεις τους Αχαιούς ο
Δίας;
Αχιλλέας: Γιατί
ήθελα να αντιληφθούν πως χωρίς εμένα στο πεδίο της μάχης θα χάνουν συνεχώς.
Μόνο έτσι θα καταλάβαιναν την αξία μου ως πολεμιστή.
Γιώργος: Ενώ
σκότωσες τον Έκτορα για να πάρεις εκδίκηση για τον χαμό του Πάτροκλου, πώς και
δέχτηκες στη σκηνή σου τον Πρίαμο;
Αχιλλέας: Δεν
κατάλαβα πώς μπήκε στη σκηνή μου και απλά τον άφησα να μου πει αυτό που ήθελε.
Γιώργος: Όμως
αποδέχτηκες την ικεσία του Πρίαμου;
Αχιλλέας: Είδα
στο πρόσωπό του τον πόνο για το χαμό του γιου του από τα δικά μου χέρια, γι΄
αυτό το λόγο αποδέχτηκα την ικεσία του και του πρόσφερα μια θέση στο τραπέζι
μου.
Γιώργος: Γιατί
αποδέχτηκες να δώσεις πίσω το νεκρό σώμα του Έκτορα;
Αχιλλέας: Επειδή
αυτός ο πατέρας πέρασε πολλές στενοχώριες, έχασε πολλά παιδιά και το μόνο που
μπορούσα να κάνω ήταν να του προσφέρω το νεκρό σώμα του Έκτορα, ώστε να λάβει
τις σωστές νεκρικές τιμές.
Συνέντευξη της Βρισηίδας στην Ιωάννα Παπανδρέα
Ιωάννα: Αγαπητή
Βρισηίδα, αρχικά θα ήθελα να σε ευχαριστήσω για το χρόνο που θα διαθέσεις για
αυτή τη συνέντευξη.
Βρισηίδα: Δεν
κάνει τίποτα, Ιωάννα, αλλά αντίθετα είναι ευχαρίστησή μου.
Ιωάννα: Ωραία,
επομένως ας ξεκινήσουμε με κάποιες ερωτήσεις. Πρώτα απ’ όλα θα ήθελα να σε
ρωτήσω, ποια είναι η γνώμη σου σχετικά με τον Αχιλλέα. Μάλιστα ο ίδιος μας
αποκάλυψε ότι δεν ήσουν ένα απλό λάφυρο γι’ αυτόν.
Βρισηίδα: Ο
Αχιλλέας είναι ένας πολύ καλός πολεμιστής, πολύ γενναίος και τολμηρός. Μάλιστα,
ήμουν το λάφυρό του αλλά αργότερα ο ένας ήταν πολύ σημαντικός για τον άλλο.
Ιωάννα: Τι θες
να πεις για τον Αγαμέμνονα που σε πήρε από τον Αχιλλέα;
Βρισηίδα: Όταν
ο Αγαμέμνονας με πήρε από τον Αχιλλέα, είχα στενοχωρηθεί πολύ και δεν ήθελα να
τον αποχωριστώ, γιατί ήταν πολύ σημαντικός για μένα. Επίσης πιστεύω ότι δεν
χρειαζόταν να πάρει εμένα από τον Αχιλλέα, καθώς ήταν ο δεύτερος σε ιεραρχία
και μπορούσε να πάρει το λάφυρο κάποιου κατώτερου.
Ιωάννα: Πώς
ένιωσες όταν ήσουν και πάλι κοντά στον Αχιλλέα;
Βρισηίδα: Όταν
επέστρεψα στον Αχιλλέα ήμουν πολύ χαρούμενη και ευτυχισμένη. Απ’ ότι είχα
καταλάβει, παρότι ήμουν ένα απλό λάφυρο, αυτός με αγαπούσε πολύ και είχε
στενοχωρηθεί πραγματικά, όταν με πήρε ο Αγαμέμνονας μακριά του. Επομένως,
εξαιτίας αυτής της στενής μας σχέσης, χάρηκα πού όταν επέστρεψα.
Ιωάννα: Πώς
νιώθεις μετά τον θάνατό του; Σου λείπει καθόλου, τον σκέφτεσαι;
Βρισηίδα:
Μόλις έμαθα ότι πέθανε, έκλαιγα για πολλές μέρες καθώς ήταν πολύ σημαντικός για
μένα. Μάλιστα, τον τελευταίο καιρό, από τότε που με πήρε πίσω, ήταν συνέχεια
στη μάχη, οπότε δεν ήμασταν τόσο πολύ μαζί. Παρ’ όλα αυτά στενοχωρήθηκα πάρα
πολύ και ακόμη και τώρα, όταν τον θυμάμαι, μου λείπει πολύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.