Η αυξανόμενη τα τελευταία χρόνια τάση της θέσπισης «νόμων μνήμης» από μια σειρά, κυρίως ευρωπαϊκών, κρατών έφεραν στην επιφάνεια μια σειρά ζητήματα που άπτονται τόσο σε θέματα κρατικών πολιτικών μνήμης όσο και ελευθερίας της ιστορικής έρευνας. Το φαινόμενο έλαβε μεγάλη έκταση στη Γαλλία με την ψήφιση μιας σειράς νόμων με σκοπό την επιβολή μιας και μοναδικής, πολιτικά ορθής ερμηνείας του παρελθόντος του γαλλικού λαού.[1] Η έκταση του «καθήκοντος μνήμης» -είτε προερχόμενο από το επίσημο κράτος είτε υπό την «αναθεωρητική» πίεση περιθωριοποιημένων ιστορικά κοινοτήτων που αναζητούν αναδρομική απόδοση δικαιοσύνης- δεν περιορίστηκε στην αναγνώριση ειδεχθών εγκλημάτων, αλλά επεκτάθηκε και στην ποινική αντιμετώπιση φωνών που αντιλαμβάνονταν διαφορετικά τα ιστορικά γεγονότα. Οι εξελίξεις αυτές κινητοποίησαν σε μεγάλο βαθμό την κοινότητα των ιστορικών, συνεπικουρούμενων από τον εκπαιδευτικό κόσμο,[2] διεκδικώντας την αυτονομία του επιστημονικού τους πεδίου από τις εκάστοτε πολιτικές χειραγώγησης και την εργαλειοποίηση του παρελθόντος.
Ωστόσο, η αντίδραση αυτή δεν συνεπάγεται εξολοκλήρου και την καταδίκη από το σύνολο των ιστορικών συλλήβδην του νομικού πλαισίου, που διέπει την άρνηση του Ολοκαυτώματος και των άλλων γενοκτονιών. Αντίθετα, μερίδα επιφανών ιστορικών αποδέχεται εν μέρει τη δυνατότητα της κρατικής εξουσίας να νομοθετεί και να παρεμβαίνει σε ζητήματα μνήμης, ως δικλείδα προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, ενώ υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε μέχρι τώρα περιστολή της ελεύθερης έρευνας λόγω των εφαρμοστικών κανόνων.[3]
Ο ίδιος μάλιστα ο όρος «γενοκτονία», με τη γενίκευση της χρήσης του[4]από το νομικό στο ιστορικό πεδίο και σε πολύ διαφορετικές περιπτώσεις, αποτελεί ήδη μια προβληματική συνιστώσα του ζητήματος. Πολύ περισσότερο, όταν -με προεξάρχοντα τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης- κάτω από τον όρο αυτό εξισώνεται -στη βάση της θεωρίας του «κόκκινου» και του «μαύρου» φασισμού[5]-η μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος με βίαιες πρακτικές των κομμουνιστικών καθεστώτων. Αυτό οδηγεί στη σχετικοποίηση της βαρύτητας των ιστορικών γεγονότων και την εκμετάλλευσή τους τόσο από το ίδιο το κράτος όσο και από περιθωριακές πολιτικές ομάδες και θυματοποιημένες κοινότητες ετερόκλητων συμφερόντων.
Το ερώτημα που τίθεται είναι τελικά ποιος «δικαιούται» να αποφασίζει για το τι είναι ιστορική αλήθεια. Η εκχώρηση αυτού του δικαιώματος στην εκτελεστική και στη δικαστική εξουσία επεκτείνει τα όρια της προληπτικής λογοκρισίας στο επιστημονικό έργο και αναστέλλει την έρευνα, κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη της ποινικοποίησης συμπερασμάτων που δεν συνάδουν με την επίσημη μνήμη. Η παραπομπή στα ποινικά δικαστήρια ιστορικών με τη δημοσιότητα που τη συνοδεύει, όχι μόνο παρουσιάζει τους κατηγορούμενους ως μάρτυρες, που διώκονται από το επίσημο κράτος λόγω της άσκησης του δικαιώματός τους στην ελεύθερη έρευνα, αλλά και προσφέρει βήμα για τη διάδοση των απόψεών τους σε ακόμη ευρύτερο κοινό. Η πλέον κραυγαλέα περίπτωση του ιστορικού Ντέιβιντ Ίρβινγκ αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα των παραπάνω, αλλά και της απόφασης εντέλει ενός δικαστηρίου, που αποφάνθηκε για το ποια είναι η ιστορική αλήθεια.[6]
Η απάντηση στο διογκούμενο πρόβλημα της εμφάνισης κάθε λογής «αρνητών» δεν είναι η επιβολή ακόμη περισσότερων απαγορευτικών νόμων αμφίβολης σκοπιμότητας και ηθικής νομιμοποίησης. Η εκπαίδευση είναι αυτή που αποτελεί τον κυματοθραύστη της κάθε είδους κακοποίησης της ιστορικής αλήθειας και εκεί οφείλει κάθε χώρα, που θεωρεί εαυτήν δημοκρατική, να εστιάσει. Η ελευθερία του λόγου δεν μπορεί ασφαλώς να είναι διαπραγματεύσιμη, αλλά και από την άλλη πλευρά οι ιστορικοί έχουν και αυτοί μεγάλο μερίδιο ευθύνης απέναντι στη διαμορφωμένη κατάσταση. Αυτοί είναι που έχουν την υποχρέωση με την συστηματική και ανυποχώρητη επιστημονική τους έρευνα να αποκαθηλώνουν τα ψεύδη, τις παραποιήσεις και τις διαστρεβλώσεις, μην αφήνοντας χώρο να ανθίσουν τα «άνθη του κακού». Η τάση πολλών ιστορικών να υπερασπίζουν συναδέλφους τους –ανεξαρτήτως των απόψεων που διατυπώνουν- στο όνομα της ελευθερίας της έρευνας,[7] χωρίς να εξετάζουν εξονυχιστικά το «πόνημα», ώστε να αποδομήσουν την επιχειρηματολογία τους και να τους περιθωριοποιήσουν επιστημονικά, αποτελεί υπονόμευση της αξιοπιστίας τους και εντέλει υπηρετεί αυτούς που αποτελούν τον μέγιστο κίνδυνο για την ιστορική αλήθεια.
[1] Πρόκειται για διαφορετικής εμβέλειας και πολιτικής στόχευσης νόμους: ο νόμος Jean-Claude Gayssot (1990) για την άρνηση του Ολοκαυτώματος, Νόμος της 29ης Ιανουαρίου 2001, για την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων από τους Τούρκους το 1915, Νόμος Taubira της 21ης Μαΐου 200, για την αναγνώριση της αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης αφρικανικών και άλλων λαών και τέλος ο αμφιλεγόμενος Νόμος Hamlaoui Mekachera (2005) που αναγνωρίζει και θετικές συνέπειες της αποικιοκρατίας, στο Γιώργος Κόκκινος, «Η παθογένεια των νόμων της μνήμης στη Γαλλία», ΜΝΗΜΩΝ, τόμος 30, 2009,σ.300-309.
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/mnimon/article/view/7758/0
[τελευταία προσπέλαση:24/10/2018]
[2] Στο ίδιο, σ.296-297. Δύο είναι κατά κύριο λόγο οι ομάδες: Η «Ελευθερία για την Ιστορία» και η «Επιτροπή επαγρύπνησης για τις δημόσιες χρήσεις της ιστορίας». Επίσης η Anne-Marie Tiesse στο, Β. Καραμανωλάκης κ.ά. (επιμ.), «Ο κοινωνικός ρόλος του/της ιστορικού», Στρογγυλό τραπέζι Χ. Κουλούρη, A.-M. Thiesse, S. Jollivet, Συναντήσεις της ελληνικής με τη γαλλική ιστοριογραφια από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα, Αθήνα 2015, σ.266-267.
[3] Στο ίδιο, σ.297-298. Πρόκειται κυρίως για απόψεις του Noiriel της «Επιτροπής επαγρύπνησης για τις δημόσιες χρήσεις της ιστορίας».
[4] Ενδεικτικό για τον προβληματισμό που επικρατεί για τη γενικευμένη χρήση του όρου «γενοκτονία», καθώς και για τα παρελκόμενα που δημιουργούνται , στο άρθρο του Λάμπρου Μπαλτσιώτη, «Ποιον ωφελεί η αναδιάταξη της θέσης των Ποντίων. Γενοκτονία, πολιτική και ιστορία», ΧΡΟΝΟΣ // τεύχος ΕΞΙ, Οκτώβριος 2013.
http://www.chronosmag.eu/index.php/lplss-p-fl-ex-ths-p.html [τελευταία προσπέλαση:24/10/2018]
[5]Γιώργος Κόκκινος, ό.π., σ.294. Στις περιπτώσεις της Ουγγαρίας και της Δημοκρατίας της Τσεχίας αναφέρεται σε διάλεξή του ο Sir Richard Evans. Η διάλεξη δόθηκε στο πλαίσιο της δημόσιας συζήτησης που οργανώθηκε από το Oxford Union τον Ιανουάριο του 2016.
https://www.youtube.com/watch?v=ziWCKJe01cw [τελευταία προσπέλαση:24/10/2018]
[6] Sir Richard Evans, ό.π.. Ο Άγγλος ιστορικός αναφέρεται στη δίκη του Ίρβινγκ ως τυπικό παράδειγμα.
[7] Η δικτυογραφία για τις απόψεις του Γερμανού ιστορικού Χάινς Ρίχτερ για τη μάχη της Κρήτης και την στάση της ακαδημαϊκής κοινότητας είναι πλούσια. Μια σύνοψη στο λήμμα Χάινς Ρίχτερ της ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
[τελευταία προσπέλαση:24/10/2018]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ-ΒΙΝΤΕΟ
· Evans Richard (Sir), “Holocaust Denial Criminalisation, Proposition”, Oxford Union, 2016
https://www.youtube.com/watch?v=ziWCKJe01cw
· Καραμανωλάκης Βαγγέλης κ.ά. (επιμ.), «Ο κοινωνικός ρόλος του/της ιστορικού», Στρογγυλό τραπέζι Χ. Κουλούρη, A.-M. Thiesse, S. Jollivet, στο, Συναντήσεις της ελληνικής με τη γαλλική ιστοριογραφία από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα, Αθήνα 2015, σ.259-272.
· Κόκκινος Γιώργος, «Η παθογένεια των νόμων της μνήμης στη Γαλλία», ΜΝΗΜΩΝ, τόμος 30, 2009,σ.285-313.
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/mnimon/article/view/7758/7459
· Μπαλτσιώτης Λάμπρος, «Ποιον ωφελεί η αναδιάταξη της θέσης των Ποντίων. Γενοκτονία, πολιτική και ιστορία», ΧΡΟΝΟΣ // τεύχος ΕΞΙ, Οκτώβριος 2013. http://www.chronosmag.eu/index.php/lplss-p-fl-ex-ths-p.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.