Η ιστορική αντίληψη που κυριάρχησε, με αφετηρία
τη Γερμανία, κατά το 19ο αι., γνωστή ως «ιστορικισμός»[1] ή «ιστορισμός[2]» ανήγαγε
την ιστορία σε υπόθεση των
επαγγελματιών- ειδικών[3] . Αυτή
η μεταβολή που εκκινεί από τα γερμανικά πανεπιστήμια θεωρήθηκε «επανάσταση»[4] στον τρόπο μελέτης και συγγραφής, αμφισβήτησε ευθέως την αρχαιογνωστική και
λογοτεχνική κατεύθυνση των προηγούμενων δεκαετιών και ήρθε σε ευθεία ρήξη με τις αρχές του
Διαφωτισμού προβάλλοντας την ιδέα της ιστορικής συνέχειας[5] και τονίζοντας τη διδακτική πλευρά της
ιστορίας. Με κορυφαία προσωπικότητα τον Λέοπολντ Φον Ράνκε (1795-1886) , η
γερμανική ακαδημαϊκή ιστορία θεμελιώθηκε στην αντίληψη της πιστής παρουσίασης
των γεγονότων, εστιάζοντας κατά κύριο λόγο στην πολιτική και διπλωματική ιστορία[6] .
Από τα τέλη του 18ου και κυρίως κατά το 19ο αι. η ιστορία αρχίζει να θεωρείται πλέον επιστήμη, αποκτά επαγγελματική υπόσταση και άρα οι θεράποντες της όφειλαν να έχουν την απαραίτητη εκπαίδευση για να την υπηρετήσουν. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που υλοποιείται στα γεωγραφικά όρια της Γερμανίας, με ορμητήριο το Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν και στα πλαίσια της «φωτισμένης δεσποτείας»[7], θα συνδέσει την ιστορία με τα πανεπιστήμια και θα θέσει τους βασικούς άξονες διδασκαλίας και έρευνας. Στα πλαίσια αυτά η ίδρυση του πανεπιστημίου του Βερολίνου (1810) θα στοχεύσει στη δημιουργία μιας στρατιάς αφοσιωμένων υπηρετών του καθεστώτος, όπου και οι ιστορικοί θα βρουν τη θέση και τη «χρησιμότητά» τους[8].
Με το διορισμό του Ράνκε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου (1825) θεμελιώνεται η έννοια της κριτικής προσέγγισης των πηγών. Η αποστασιοποίηση του ιστορικού από τον σχολιασμό και η πίστη στην «αλήθεια» των πηγών έχουν ως σκοπό, σύμφωνα με τον Ράνκε, να παράξουν μια ιστορική αφήγηση, πιστή στα γεγονότα του παρελθόντος, έργο αποκλειστικά ιστορικών, που θα έχει όχι μόνο αρκετά στοιχεία λογοτεχνικότητας, αλλά και τη δυνατότητα να προσελκύσει ένα ευρύτερο μορφωμένο κοινό[9]. Η «αληθινή» ιστορία που αναζητά ο Ράνκε, μακριά από κάθε αξιολογική κρίση και απόδειξη, όπως όριζε ο θετικισμός, αναζητώντας ωστόσο το "θεϊκά" υποκινούμενο νόημα των γεγονότων, θα γίνει το μέσο για την εξυπηρέτηση των εθνικών στόχων, αντιδιαστέλλοντας εντέλει την αμεροληψία των επιστημόνων με τον σαφή προπαγανδιστικό ρόλο τους στη διατήρηση του υφιστάμενου καθεστώτος[10].
Βασική προϋπόθεση ωστόσο για την επιτυχία της μεθόδου ήταν η υιοθέτηση όλων των δοκιμασμένων εργαλείων της φιλολογικής κριτικής για την εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των γραπτών τεκμηρίων. Για τη διάδοση και εμπέδωση αυτών των μεθόδων χρησιμοποιήθηκε η τακτική των σεμιναρίων,[11] μέσω των οποίων οι μελλοντικοί ιστορικοί ασπάζονταν τις νέες πρακτικές «απόδειξης των γεγονότων» που επέτασσε η νέα ιστοριογραφική αντίληψη, αναβαθμίζοντας έτσι τη θέση τους ως οργανωμένος επαγγελματικός κλάδος αλλά και διασφαλίζοντας την ακαδημαϊκή τους εξέλιξη[12]. Αποτέλεσμα του θεωρητικού πλαισίου της νέας μεθόδου ήταν η αναζήτηση των αρχειακών πηγών να κατευθύνεται από προκαθορισμένες ιδεολογικές συνιστώσες, οι οποίες «δικαιώνονταν» από το προσεκτικά επιλεγμένο αρχειακό υλικό[13].
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η επαγγελματοποίηση της ιστορίας στη Γερμανία -κυρίως μετά το 1848 - δικαιολογημένα θεωρήθηκε «επανάσταση» καθώς ξεπέρασε τα σύνορά της[14], ωστόσο η αποκλειστική ενασχόληση με γραπτές πηγές με αντικείμενο πολιτικά, διπλωματικά και πολεμικά γεγονότα αποστέρησαν την επιστήμη από το οξυγόνο της, την κοινωνία και τους ανθρώπους της.
Βιβλιογραφία - Δικτυογραφία
· Βόγλη Ελπίδα, Τι πρέπει να γνωρίζει ο ιστορικός για την επιστήμη και το επάγγελμά του;, Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 2015 [Ηλεκτρ. βιβλ. διαθέσιμο στο: http://hdl.handle.net/11419/3821].
- Ίγκερς Γκ., Η ιστοριογραφία στον εικοστό αιώνα: από την επιστημονική αντικειμενικότητα στην πρόσκληση του μεταμοντερνισμού, Αθήνα: Νεφέλη, 1999.
- Iggers G. G., «Nationalism and historiography, 1789-1996. The German example in historical perspective», στο, Stefan Berger, Mark Donovan και Kevin Passmore (επιμ.), Writing national histories: Western Europe since 1800, Λονδίνο και Ν. Υόρκη: Routledge, 1999, σ. 15-29.
- Κόκκινος Γ., Από την ιστορία στις ιστορίες: προσεγγίσεις στην ιστορία της ιστοριογραφίας, την επιστημολογία και τη διδακτική της ιστορίας, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1998.
- Λε Γκοφ Ζακ, Ιστορία και μνήμη, Αθήνα: Νεφέλη, 1998.
[1] Ζακ Λε Γκοφ, Ιστορία και μνήμη, Αθήνα: Νεφέλη, 1998, σ.222.
[2] Ο Ίγκερς προτιμά το όρο «ιστορισμός» έναντι του «ιστορικισμού» καθώς θεωρεί ότι αντανακλά ειδικότερα την κοσμοαντίληψη και την επιστημονική πρακτική των Γερμανών ιστορικών του 19ου αι. και του α’ μισού του 20ου αι. Περισσότερα στο, Γκ. Ίγκερς, Η ιστοριογραφία στον εικοστό αιώνα: από την επιστημονική αντικειμενικότητα στην πρόσκληση του μεταμοντερνισμού, Αθήνα: Νεφέλη, 1999, σ.46.
[3] Ζακ Λε Γκοφ, Ιστορία …, ό.π., σ.46.
[4] Ελπίδα Βόγλη, Τι πρέπει να γνωρίζει ο ιστορικός για την επιστήμη και το επάγγελμά του;, Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 2015 [Ηλεκτρ. βιβλ. διαθέσιμο στο: http://hdl.handle.net/11419/3821], σ.157.
[5] Γ. Κόκκινος, Από την ιστορία στις ιστορίες: προσεγγίσεις στην ιστορία της ιστοριογραφίας, την επιστημολογία και τη διδακτική της ιστορίας, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1998, σ.158.
[6] Ζακ Λε Γκοφ, Ιστορία…,ό.π., σ. 227.
[7] Ελπίδα Βόγλη, Τι πρέπει να…,ό.π.,σ.159.
[8] Γκ. Ίγκερς, Η ιστοριογραφία στον…, ό.π.,σ.40.
[9] Στο ίδιο, σ.41.
[10] G. G. Iggers, «Nationalism and historiography, 1789-1996. The German example in historical perspective», στο, Stefan Berger, Mark Donovan και Kevin Passmore (επιμ.), Writing national histories: Western Europe since 1800, Λονδίνο και Ν. Υόρκη: Routledge, 1999, σ.19.
[11] Ελπίδα Βόγλη, Τι πρέπει να…,ό.π.,σ.161.
[13] Γκ. Ίγκερς, Η ιστοριογραφία στον…, ό.π.,σ.46.
[14] Στο ίδιο, σ.44.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.